Με το «Ghost» (υπό τον ελληνικό τίτλο «ΑΟΡΑΤΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ») έχω μια σχέση λατρείας. Είναι για μένα ένα υπόδειγμα ψυχαγωγικού κινηματογράφου υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών.
Για τον απλούστατο λόγο, κι όπως μου έμαθαν οι μεγάλοι δάσκαλοι μου, ότι «την ποιότητα δεν την αναζητούμε στα είδη αλλά στα αποτελέσματα». Κ όταν ένα είδος (αυτά τα έχει εξηγήσει λεπτομερώς η «αθάνατη» της ελληνικής κριτικής «ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ») φτάνει στην αρτίωση, έχουμε ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ, είναι ΤΕΧΝΗ.
Το «Ghost» λοιπόν τότε που το είδα ξετρελάθηκα. Δεν ξέρω πόσες φορές το έχω δει έκτοτε αλλά ήρθε η ώρα να στηθώ και πάλι απέναντι από το «καντράν» για την πάρτη του.
Το φιλμ θεωρητικά είναι κωμωδία. Στην ουσία πρόκειται για ΜΕΙΚΤΟ ΕΙΔΟΣ κι εδώ φαίνεται η μεγάλη μαεστρία καταρχάς του σεναριογράφου, του ΜΠΡΟΥΣ ΤΖΟΕΛ ΡΟΥΜΠΙΝ.
Α, η ταινία προβάλλεται στο οσκαρικό αφιέρωμα επειδή είναι τροπαιούχος, στην απονομή του 1991, όπου τιμήθηκε τότε με τα ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ (πρωτοτύπου) και ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ Β’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ για την ΓΟΥΠΙ ΓΚΟΛΝΤΜΠΕΡΓΚ!
Και πώς να μην έπαιρνε αυτό το Οσκαρ σεναρίου όπου από εκεί ξεκίνησαν όλα. Τέτοιο συνδυασμό των ειδών σπάνια έχω δει στον κινηματογράφο. Το έργο είναι αισθηματικό, αστυνομικό, μεταφυσικό, περιπετειώδες, κωμικό κι όλα αυτά μαζί, αντί να καταλήξουν σε ένα αχταρμά, αναδύονται στην κορυφή του Ολύμπου σε κομψοτέχνημα.
Είναι όλα σοφά μοιρασμένα, δουλεμένα στις τελευταίες λεπτομέρειες κι είναι καταπληκτικό πως η ιστορία περνά από το ένα είδος στο άλλο κι επιστρέφει σε εκείνο που επιθυμεί τη δεδομένη στιγμή.
Διότι πρώτα έγραψε ο μεγάλος το story κι ύστερα άρχισε να το περνά από τα είδη και να το εμπλουτίζει, να το διαμορφώνει, να το δένει. Και τη σκηνοθεσία την ανέλαβε ο ΤΖΕΡΥ ΖΟΥΚΕΡ που ως εκείνη τη στιγμή ήταν αποκλειστικά σκηνοθέτης κωμωδιών, τρελών κωμωδιών. Εδώ λοιπόν το περίπλοκο σενάριο το αναλαμβάνει σκηνοθετικά υπό τύπον κωμωδίας αφού και στις πιο έντονες δραματικές στιγμές ή στις σκηνές δράσης , το επισήμως κωμικό ή το λανθάνον κωμικό στοιχείο, πρέπει να δίνει την παρουσία του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Υπάρχει ένα ζευγάρι που λάμπει από ομορφιά, ο ΠΑΤΡΙΚ ΣΟΥΈΙΖΥ κι η ΝΤΕΜΙ ΜΟΥΡ (σε μία από τις δύο ή τρεις , καλύτερες ταινίες της), που ζουν τον έρωτα τους σε εξιδανικευμένη μορφή αλλά η Μοίρα τους χωρίζει: Ένα βράδυ, σε μια ληστεία από αλήτες του δρόμου, το παλικάρι πέφτει νεκρό. Η κοπέλα βυθίζεται στο πένθος. Όμως επειδή ο νεαρός έχει πάει άδικα των αδίκων, η ψυχή του, παραμένει στη Γη μέχρι να πετύχει , τι ακριβώς; Ένια σας κι όλα τα μαθαίνουμε πιο κάτω, απλά δεν θα τα πούμε από εδώ- αλίμονο. Η ερωτευμένη ψυχή αποζητά την επικοινωνία, την επαφή με την κοπέλα. Εκείνος βλέπει τα πάντα, αυτόν δεν τον βλέπει κανένας. Και τότε γίνεται το μεγάλο switch στην υπόθεση, κι η ψυχή πιάνει επαφή με ένα μέντιουμ που επικοινωνεί με νεκρούς.
Κι εδώ ο σεναριογράφος αποφασίζει τη σταδιακή ένταξη του κωμικού στοιχείου. Κι ο σκηνοθέτης κι η παραγωγή λένε «βουρ!» και για το ρόλο κλείνουν την Γούπι Γκόλντμπεργκ. Κι η Γκόλντμπεργκ αναλαμβάνει την αποστολή να κρατήσει τα κωμικά ίσα του έργου, να παίξει το ρόλο ως να ήταν κωμικός ο ρόλος όσο κωμική είναι από τη φύση της κι η ηθοποιός. Κι η Γκόλντμπεργκ μπαίνει στην ταινία και την ανεβάζει στα ύψη.
Διότι στη συνέχεια έχουμε κι άλλο switch στην πλοκή κι αποκαλύπτονται συνωμοσίες, ότι ο θάνατος του νεαρού δεν ήταν και τόσο τυχαίος… η χαρά του σεναριογράφου και των ηθοποιών, έχω τύχει και σε μάθημα στην Αμερική σε σπουδαστές σεναριογράφους να διδάσκονται αυτό το σενάριο και την έννοια του μεικτού είδους που τόσο λίγοι το καταφέρνουν.
Στο μεταξύ, υπάρχει και μια «ευλογία» προς την ταινία διότι δυστυχώς στο σινεμά υπάρχουν ευλογημένες ταινίες, υπάρχουν και σημαδεμένες από τη μοίρα τους. Το «Ghost» ανήκε στις πρώτες. Διότι όλοι όσοι μπήκαν στην ταινία έβαλαν τρομερό κέφι κι έμπνευση. Κι αυτό φαίνεται κι από τις άλλες υποψηφιότητες για Οσκαρ της ταινίας. Η μία είναι της Μουσικής για τον ΜΩΡΙΣ ΖΑΡ. Εδώ έγινε το εξής: Ζήτησαν για «λαιτ μοτιβ» ένα παλιό ρομαντικό τραγούδι κι επανέφεραν το «UNCHAINEDMELODY» του ΑΛΕΞ ΝΟΡΘ , το οποίο ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ τραγουδιού το 1956 , από μια ταινία που είχε ξεχαστεί, το «Unchained» . Το έφεραν μπροστά και με τη λογική της «νεκρανάστασης» του έδωσαν νέα πνοή- ήταν η ώρα του να γίνει κι αυτό κλασικό, από εκεί που ζούσε ξεχασμένο. Συνέβη όμως και το άλλο: Από τον Μωρίς Ζαρ ζητήθηκε αντιμετώπιση του τραγουδιού αυτού σαν να ήταν το μουσικό θέμα της ταινίας. Δηλαδή, η μουσική που χρησιμοποιείτο στην ταινία θα ήταν γέφυρες και συνοδεία της δράσης, που να παίζει με τις νότες του τραγουδιού χωρίς να το θυμίζει. Και για τις ερωτικές σκηνές από τη μουσική της δράσης να καταλήγει σε μουσικό θέμα, σε lovetheme, το οποίο θα έρχεται ως κατάληξη. Ο Ζαρ έκανε μία από τις καλύτερες δουλειές του. Κι από αυτές που δεν «φαίνονται» παρά μόνο σε εκείνους που καταλαβαίνουν….
Κι η άλλη υποψηφιότητα ήταν του μοντάζ όπου εκεί είχαν να συνθέσουν τα πολλαπλά είδη του σεναρίου (δράση, εφφέ, φαντάσματα, ρομαντισμό και πάνω από όλα την κωμωδία , να κόβεται στα σωστά σημεία η σκηνή ώστε και τη δράση να αξιοποιεί και το αστείο να μην το καίει αν το κόψει πιο απότομα ή πιο καθυστερημένα)
Ηταν λογικό η Πέμπτη και τελευταία υποψηφιότητα, μετά από όλα αυτά να πηγαίνει στην ολοκλήρωση, στην καλύτερη ταινία. Στην ταινία, στο μοντάζ και στη μουσική ηττήθηκε το φιλμ από το «Χορεύοντας με τους λύκους» αλλά στο σενάριο και στην Γούπι Γκόλντμπεργκ, που ήταν η βάση κι ο τόνος του έργου, δεν τόλμησε κανείς να πλησιάσει.
Καλή μας διασκέδαση.
YΓ: Το Σ/Κ είναι ΓΕΜΑΤΟ οσκαρικές ταινίες στην COSMOTE TV. Ασταμάτητα