Ερωτήματα ενδιαφέροντος επειδή το originalφιλμ του ΝΤΑΝΥ ΜΠΟ-ΥΛ έγραψε δική του ξεχωριστή σελίδα στον κινηματογράφο των 90ς, για κάποιους και στην κουλτούρα του «πανκ» κινήματος αν και για το τελευταίο υπήρχαν πολλές αντεγκλήσεις και τότε.
Ερωτήματα περιέργειας από την άλλη σχετικά με το γιατί ο Ντάνυ Μπόυλ να θελήσει να κάνει sequel μιας ταινίας ονομαστής που και τον ίδιο ανέδειξε ως σκηνοθέτη, που του άνοιξε δρόμο να προχωρήσει και προχώρησε αρκετά, κι η οποία ταινία δεν ήταν του εμπορίου και των blockbuster αλλά είχε κάτι δικό της να δηλώσει.
Τα ερωτήματα συνοδεύουν όλη τη διάρκεια παρακολούθησης της ταινίας και γενούν ανάμεικτα συναισθήματα. Τα συναισθήματα αυτά μπορούν και να εναλλάσσονται στο ίδιο άτομο, μπορούν όμως και να «ομαδοποιούνται» και να χωρίζουν σε ομάδες τους θεατές: Σε εκείνους που απογοητεύονται επειδή δεν το βρίσκουν σαν το πρώτο, στους άλλους που το βρίσκουν εξίσου καλό με το πρώτο, σε τρίτους που το παραδέχονται ως καλύτερο κι από το πρώτο-τόσο πολύ τους αρέσει.
Η ταινία τα σηκώνει όλα τα παραπάνω. Κι είναι δύσκολο η μία ομάδα να πείσει την άλλη. Κι αυτό έχει να κάνει με δύο πράγματα: Το πρώτο και σημαντικότερο είναι πω ο Ντάνυ Μπόυλ είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης έτσι κι αλλιώς, έχει προχωρήσει στο δρόμο του, έχει δοκιμαστεί, έχει κάνει το «SLUMDOGMILLIONAIRE» , έχει πάρει και Οσκαρ κι είναι δηλωμένα άνθρωπος του «μετιέ» που λέμε, της δουλειάς, της κινηματογραφικής Τέχνης. Στην ταινία καταθέτει όλη του την πείρα αλλά και τη μαεστρία με τις ενδιάμεσες κατακτήσεις κι από καθαρώς κινηματογραφικής πλευράς σίγουρα γοητεύει. Το κινηματογραφικό περιτύλιγμα είναι σπουδαίο. Και καθίσταται μοντέρνο ακόμα και στις μέρες μας. Αλλωστε τώρα επειδή το κάνει ως σκηνοθέτης φιρμάτος και με υπογραφή, έχει και καλύτερη παραγωγή στη διάθεση του κι αυτό φαίνεται από τη φωτογραφία του ΑΝΤΟΝΥ ΝΤΟΝΤ ΜΑΝΤΛ που έχει στη διάθεση του τα πάντα, από φακούς μέχρι τελευταίας τεχνολογίας εργαστήρια κι επεξεργασία χρώματος, ενώ η συνεργασία με το μοντέρ ΤΖΩΝ ΧΑΡΙΣ τόσο του σκηνοθέτη όσο και του διευθυντή φωτογραφίας κάνουν θαύματα, ιλίγγους άπειρης γοητείας ενώ η παραγωγή φαίνεται εδώ και στα κοστούμια που ντύνουν χαρακτήρες και προσθέτουν στην καλογυαλισμένη αισθητική.
Το δεύτερο και σημαντικό αφορά στο ΣΕΝΑΡΙΟ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ, στο σενάριο δηλαδή της πρώτης ταινίας. Ένα σενάριο (ΤΖΩΝ ΧΟΤΖ) από βιβλίο μεν αλλά εντελώς πρωτότυπο ως κινηματογραφική γραφή που υποκαθιστούσε στην παλιά ταινία ακόμα και το μοντάζ και στο οποίο σενάριο υπάρχουν χαρακτήρες. Πρόσωπα δηλαδή ολοκληρωμένα με δική τους ζωή κι όχι κατασκευάσματα που τα κινεί ο σπάγκος του συγγραφέα.
Σαφώς κι η απόφαση του Ντάνυ Μπόυλ να δεχτεί να κάνει sequel στηριζόταν σε αυτό, στο ότι δηλαδή τα πρόσωπα ήταν ολοκληρωμένα άρα μπορούσαν να έχουν και συνέχεια μετά 20 έτη και να κάνουν «ένωση» με το 20 χρόνια μετά κοινό. Είτε εκείνο το κοινό που λάτρεψε την πρώτη ταινία είτε με σημερινούς θεατές που επικοινωνούν καλύτερα το τωρινό φιλμ, που αισθάνονται πιο κοντά σε αυτό.
Κι όντως το εισαγωγικό κομμάτι της ταινίας και καθώς προχωρά το πρώτο μέρος στο επικοινωνεί αυτό. Ο ήρωας που τον έπαιζε (και τον παίζει και τώρα) ο ΓΙΟΥΙΝ ΜΑΚ ΓΚΡΕΓΚΟΡ, ο Ρέντον, επιστρέφει στη Σκωτία από το Αμστερνταμ όπου ζούσε για 20 χρόνια κι είχε κάνει εκεί οικογένεια. Επιστρέφει και ψάχνει να βρει τους παλιούς γνώριμους, την παλιοπαρέα της ηρωίνης κι όλου εκείνου του φευγιού και τον βρίσκει τον καθένα όπως τον άφησε αλλά και πατιναρισμένο από τον χρόνο. Το θέμα είναι σε τι ιστορία μπαίνουν από τη στιγμή που ξαναβρίσκονται. Εκεί αρχίζουν και διαχωρίζονται οι διαδρομές και των θεατών. Ως ιστορία «συνέχειας» μάλλον δεν ικανοποιεί. Ως ιστορία αυτόνομη που δέχεται ως δεδομένο το «20 χρόνια μετά» ελκύει. Βοηθούν κι οι ηθοποιοί, ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΚΑΡΛΑΥΛ, πιο «ζωηρός» εδώ ή τουλάχιστον η διαφορά της ηλικίας τον κάνει να φαίνεται περισσότερο νευρώδης ως χαρακτήρας απέναντι στο παρελθόν του, ο ΣΤΗΒΕΝ ΡΟΜΠΕΡΤΣΟΝ κι ο ΓΙΟΥΕΝ ΜΠΡΕΜΝΕΝ που σίγουρα είναι πιο επεξεργασμένος ως ρόλος από των λοιπών (αν και του Καρλάυλ επίσης μου άρεσε) ενώ δίνει πολύ χώρο και στον Σάιμον, το άλλοτε μικρό αγόρι που τον παίζει ο ΤΖΟΝΙ ΛΙ ΜΙΛΕΡ κι αφήνει άνετα εντυπώσεις!
Μέσα στην ειρωνεία, στις παρανομίες και στην ανωριμότητα των συμπεριφορών, οι χαρακτήρες παρουσιάζουν σημάδια συναισθηματικής κατά κάποιο τρόπο ενίσχυσης ενώ ο Μπουλ με τον μοντέρ και τον φωτογράφο όπως είπα και πιο πάνω και με την εξαιρετική δουλειά στον ήχο και τη συμβολή του ΙΓΚΥ ΠΟΠ σε απογειώνουν ενώ με αποτελεσματικό τρόπο μοντάρονται και πλάνα του παλιού φιλμ ως παραλληλισμός χαρακτήρων ή ακομα και δράσης.
Η ταινία, ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, πετυχαίνει το σκοπό της, σε ειδικές όμως γραμμές όσο και σε συγκεκριμένα σημεία , θα πεις ότι χωλαίνει. Διότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν μπορούν να δεχτούν την τωρινή ως πολύ λουστραρισμένη εκδοχή μιας ιστορίας που στο παρελθόν πρόβαλε και τη «βρωμιά» της. Τώρα όλα είναι πιο «clean» και για κάποιους οπαδούς του κινήματος πανκ αυτό μπορεί να θεωρηθεί και «παρεκτροπή». Η λουστραρισμέη αισθητική δηλαδή μπορεί να εκληφθεί κι ως «προδοσία». Όλα όμως τα σώζει το καθαρά κινηματογραφικό κομμάτι που σε «στέλνει»- ειδικά αν το δεις σε νυχτερινή, τελευταία προβολή.