Αυτό που με παρέσυρε να χαζέψω καθώς παρακολουθούσα το φιλμ ήταν το πώς ένας supporting ηθοποιός ΣΤΗΡΙΖΕΙ τον πρωταγωνιστή αλλά και το πώς ο πρωταγωνιστής στηρίζει τον supporting (τον «υποστηρικτή»- αυτό που στην Ελλάδα αποκαλούν αδόκιμα «δεύτερο ρόλο» και κάνει τους ηθοποιούς να αποτάσσονται τον σατανά της υποτίμησης «εγώ δεύτερο ρόλο; Εγώ έχω ρόλο πρωταγωνιστικό» ακούμε να λένε). Ναι , διότι οι main characters, οι ΒΑΣΙΚΟΙ ΡΟΛΟΙ που λέγαμε όταν μιλούσαμε ελληνικά, δεν είναι υποχρεωτικά και πρωταγωνιστές δηλαδή leaders. Δεν «οδηγούν» δηλαδή μια ταινία, δεν είναι υποχρεωτικά ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ.
Ο supporting, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΥΒΑΛ, που, αν και supporting, είναι αυτός που έχει το ρόλο του τίτλου, κι ο πρωταγωνιστής είναι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΑΟΥΝΙ τζ. Ο τελευταίος, εκτός των άλλων, είναι και ικανός παραγωγός. Χάρη σε αυτή την ικανότητα του μπόρεσε κι επανήλθε στα κινηματογραφικά πράγματα, ύστερα από τις νεανικές περιπέτειες του με τις ουσίες που έδειχναν, σε μία φάση της καριέρας του, να ανακόπτουν την πορεία του. Όταν απεξαρτήθηκε, κατάλαβε με τι τρόπο μπορούσε να επανέλθει. Επαιξε τα εμπορικά του, τον «Iron man» και τον «Σέρλοκ Χολμς», οι επιτυχίες τους απέφεραν «συνέχειες», άρα δυνάμωσαν την ισχύ του , δέχτηκε να συμμετάσχει με κωμικό έστω και σύντομο ρόλο στην «Τροπική καταιγίδα» και να προταθεί για Οσκαρ ως supporting, αλλά προφανώς ήθελε να παίξει κι ένα έργο στο οποίο να επιδείξει κι άλλες ικανότητες. Στα πλαίσια του καλού mainstream.
Ενας πρωταγωνιστής, οφείλει να ξέρει, στο έργο που διαλέγει να παίξει, και ποιος είναι ο καλός ο ρόλος του έργου. Κι όταν μάλιστα ο καλός ο ρόλος δεν είναι σε άσχετα σημεία ώστε πρωταγωνιστής και supporting να μην έχουν μαζί σκηνές, αλλά οι ρόλοι τους να απαιτούν χημεία αφού βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Σε αυτή την περίπτωση ο πρωταγωνιστής χρειάζεται άμεσα τον καλό supporting. Χάρη σε αυτόν θα ανέβουν κι οι δικές του σκηνές. Κι εφόσον θα ανέβουν οι σκηνές του σε υψηλότερη στάθμη οφείλει στη συνέχεια να ανταποκριθεί και να παίξει στα ίσα τον πρωταγωνιστή υπό την επήρεια του καλού «υποστηρικτή» του. Μα κι ο supporting, σε μια τέτοια ανταπόκριση, δυναμώνεται κι άλλο από τον πρωταγωνιστή και τότε φτάνουμε σε επίπεδα να απολαμβάνουμε ένα έργο και για την ηθοποιία του, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για αυτό που θα λέγαμε ΜΕΓΑΛΟ ΦΙΛΜ.
Πατέρα και γιό παίζουν στο έργο. Την ιστορία τη ζούμε μέσα από το γιό και βασικά την ιστορία του γιού παρακολουθούμε μόνο που η παρουσία του πατέρα είναι καταλυτική αφού ο γιός θα αναλάβει να υπερασπιστεί ως δικηγόρος τον πατέρα, με τον οποίο ανέκαθεν είχε πρόβλημα στη σχέση κι ως μεγαλοδικηγόρος της Νέας Υόρκης θέλει να του τη βγει ως αξία, αφού ποτέ δεν είχε εισπράξει ένα «μπράβο» από αυτόν τον πατέρα. Διότι ο πατέρας που είναι αυστηρός δικαστής στην Πολιτεία της Ιντιάνα, κατηγορείται για έγκλημα.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, ξεκινάς νομίζω από το ποιος θα παίξει τον πατέρα. Δεν θα βάλεις όποιον κι όποιον προκειμένου να φανεί ο πρωταγωνιστής.
Ο Ρόμπερτ Ντυβάλ , μετά από καιρό, δείχνει να είναι ξανά σε φόρμα. Εχει καταλάβει πως ο ρόλος του προσφέρει τη δυνατότητα να βγεί από τη ρουτίνα και την επανάληψη. Κι αυτό που κάνει είναι κάτι σαν επιτομή του τι έχει παίξει ως τώρα. Κι είναι πολύ στέρεος, πολύ σίγουρος, ξέρει που να είναι «Ντυβάλ», που να προβάλει την δημιουργημένη προσωπικότητα, και που καλείται να παίξει. Πότε χρειάζεται να απευθυνθεί με λιτότητα, αλλά δεν αποκλείει από την ερμηνεία του και τους «εξωστρεφείς» χρωματισμούς.
Θεωρώ πως δεν είναι εύκολο για τον καθένα να τον έχει απέναντι του. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι τζ, όμως, το καταφέρνει. Διότι αυτό που είδα είναι ότι παρακολουθεί απόλυτα την ερμηνεία του Ντυβάλ στις σκηνές που έχουν μαζί και συντονίζεται στην «κόντρα» που είναι απαραίτητη. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι τζ, ηθοποιός διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας από τον Ντυβάλ, με εκρηκτικό ταμπεραμέντο , για να το πάρει το έργο πάνω του ως πρωταγωνιστής, μια κι η ιστορία του γιού δεν περιορίζεται μόνο στις σκηνές ή στη σχέση με τον πατέρα, υποστηρίζει με εσωτερικότητα την απόπειρα. Ο ρόλος είναι κατά κάποιο τρόπο κοντινός του, ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι εκρηκτικός, ωστόσο έχοντας «απέναντι» τον Ντυβάλ, επιλέγει λιτούς τρόπους για να εκδηλώσει τα όποια εκρηκτικά ξεσπάσματα, στέκεται στα ίσα και παραδίδει τη σκυτάλη στον Ντυβάλ για να την παραλάβει στη συνέχεια και να φτάσει ατραυμάτιστος στο τέρμα.
Ναι, οι δύο ηθοποιοί την σεναριακή σχέση των χαρακτήρων, τη μετέβαλαν σε σχέση υποκριτική στο ζωντάνεμα του έργου. Αμιλλώνται κι ανταγωνίζονται στο υποκριτικό πεδίο ακριβώς όπως κι οι ρόλοι τους στο δικαστήρια , στο σπίτι, στη μεταξύ τους σχέση.
Κι επειδή κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί «και καλά ο σκηνοθέτης τι κάνει σε όλο αυτό;» η απάντηση είναι «και ποιος είπε ότι αυτό δεν είναι μέρος της σκηνοθεσίας και μάλιστα κύριο κομμάτι της;»
Τώρα, το αν ο σκηνοθέτης , ο Ντέιβιντ Ντόμπκιν τους έβαλε κάτω και τους δίδαξε ως μαθητές ή αν τους «παρακολούθησε» στη μονομαχία και στο ερμηνευτικό πινγκ-πονγκ και τους κατέγραψε… α, αυτό είναι από τα μυστικά του επαγγέλματος. Διότι μετά από πολλά πολλά χρόνια μάθαμε πως ο Τζον Χιούστον σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Η βασίλισσα της Αφρικής» είχε αφήσει τον Χόμφρει Μπόγκαρτ με την Κάθριν Χέπμπορν ολομόναχους να ψάχνονται κι εκείνος πήγαινε για ψάρεμα σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα. Κι έστειλε κι εκείνους αλλά κι εαυτόν στα Οσκαρ, στον δε Μπόγκαρτ το «πρόσφερε» κιόλας, μεταβάλλοντας τον στο εξής σε ρολίστα. Ο σκηνοθέτης θεωρούσε πως μόνο μέσα από τη χημεία τους θα πετύχαινε το αποτέλεσμα και για να επιτευχθεί αυτή η χημεία έπρεπε οι δύο ηθοποιοί να μείνουν μόνοι, να παλέψουν με το άγνωστο, ακριβώς όπως οι ήρωες του σεναρίου που γύριζαν. Και μετά το κατέγραψε!