Βέβαια, το βασικό προσόν της είναι ότι λέει ή μάλλον υποδεικνύει το τι γίνεται με τους γόνους των «εκλεκτών» και πλουσίων οικογενειών που φοιτούν στα Μεγάλα Πανεπιστήμια του κόσμουκι οι θέσεις είναι προαποφασισμένες.
Το πώς το λέει είναι ένα θέμα για να μην ευχαριστήσει απολύτως ως ταινία αυτόν που θα την δει και θα την κρίνει και θα την «καταναλώσει» με καθαρώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ. Κι έτσι πρέπει…. Αλίμονο.
Δηλαδή, για να σας δώσω να καταλάβετε, μέχρι να φτάσουμε στην επίμαχη σκηνή που συμβαίνει στα μισά του δεύτερου μέρους, αισθανόμουν ότι έβλεπα κάτι ασήμαντο. Στα μισά, όμως, μετά το διάλειμμα, πήρε φωτιά το όλο πράγμα…
Διότι είναι εκεί που οι συγκεκριμένοι γόνοι οι οποίοι φοιτούν στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης , κι έχουν φτιάξει τη δεκαμελή λέσχη τους, η οποία κρατεί από τα παλιά τα χρόνια και διαρκώς ανανεώνεται, ως αδελφότητα εκλεκτών «κωλόπαιδων» (ο όρος είναι δανεισμένος από τους υπότιτλους στα ελληνικά), που αύριο θα κυβερνήσουν τον κόσμο, διοργανώνουν το επιβεβλημένο diner τους. Στο σεπαρέ ενός εστιατορίου. Από την πουτάνα πολυτελείας που προσκάλεσαν ώστε να την εξευτελίσουν κι η οποία αποδεικνύεται πολύ πιο κυρία και πιο επαγγελματίας από τους ίδιους ως τον εστιάτορα στον οποίο ξεσπούν στο φινάλε για να βγάλουν τα εξουσιαστικά απωθημένα τους και να δικαιολογήσουν πλήρως τον ΥΠΕΡΟΧΟ ελληνικό τίτλο «Λέσχη της κομψής αλητείας», το έργο παίρνει τα πάνω του και καταλήγει στο πλήρες ξεγύμνωμα και των δέκα «εκλεκτών», όπου οι μεταξύ τους σχέσεις δεν γίνονται απλώς ρετάλια αλλά δείχνουν και το ποιόν του καθενός τους ξεχωριστά κι όλων μαζί ως κλειστό club.
Ναι, στη γραφή υπάρχει ένα πρόβλημα. Πρώτα ως θεατρικό έργο όπου ακριβώς επειδή λείπει το story κι όλα θα συμβούν σε μια μεγάλη σκηνή, δίνει την εντύπωση στο θέατρο ενός ξεχειλωμένου μονόπρακτου. Κι από την άλλη στη σεναριακή διασκευή για το σινεμά, όλη η προετοιμασία για αυτή τη μεγάλη σκηνήδεν έχει έμπνευση, δεν εμποτίζεται η ιστορία με κάτι ώστε να μοιάζει με ιστορία και να οδηγηθούμε ομαλά στο κρεσέντο.
Η σκηνή όμως όταν έρχεται κάπως αποζημιώνει.
Κι αυτό που βλέπουμε μας βάζει σε σκέψεις. Κι εκεί που η παρέα του σινεμά, κοιτούσε ο ένας τον άλλο στο διάλειμμα του στυλ «τι ήρθαμε να δούμε;», στο φινάλε κάνει απαραίτητη την μετάβαση σε μπαρ διότιαυτό που είδαμε ως περιεχόμενο σηκώνει πολλή συζήτηση.
Για το ποιοι είναι αυτοί οι γόνοι, για το ρόλο που παίζουν αυτά τα μεγάλα Πανεπιστήμια τύπου Οξφόρδης, Καίμπριτζ, Χάρβαρντ, Γέηλ κι όλα τα συμπαρομαρτούντα που βγάζουν τους αυριανούς ηγέτες, οι οποίοι είναι προαποφασισμένοι,κι εκεί καταλαβαίνεις πολλά για τη Μοίρα του Κόσμου και για την παγκοσμιοποιημένη οικονομική κρίση. Δεν τα λέω εγώ, το έργο τα λέει μέσω των χαρακτήρων που δημιούργησε η συγγραφέας του θεατρικού έργου Λόρα Γουέιντ, η οποία είναι κι η σεναριακή διασκευάστρια.
Τη σκηνοθεσία, την έχει κάνει επίσης γυναίκα, η Λόνε Σέρφινγκ, Δανέζα, από την εκεί μεγάλη πανεπιστημιακή κινηματογραφική σχολή, η οποία διδάσκει τα ταλαντούχα παιδιά της βρετανικής υποκριτικής που ανέλαβαν τους ρόλους, στην υπογράμμιση των αρνητικών στοιχείων αλλά και στον τονισμό της εξωτερικής γοητείας τους. Ο νεαρός που παίζει τον Μάιλς, τον απόβλητο, με τον οποίο κλείνει η ταινία, είναι γιός του Τζέρεμι Αιρονς και λέγεται Μαξ Αιρονς.
Οι συζητήσεις που ακολουθούν την ταινία μετά το φινάλε της είναι πιο ενδιαφέρουσες κι από το ίδιο το έργο αλλά το έργο τιμάται επειδή δίνει την αφορμή. Φαντάζομαι σε κάθε χώρα του κόσμου θα υπάρχει και κάτι ανάλογο είτε σε Πανεπιστήμιο είτε σε κολλέγιο εκλεκτό που θα φέρνει στο νου πολιτικούς που βγήκαν από αυτά τα ιδρύματα.
Α, στην ταινία υπάρχει κι ένας Ελληνας Οξφορδόπαις, ονόματι Dimitri Mitropoulos.
Αμπως!!!!!!!!!!!!!!!!......................