Κι όμως το «μοντάζ» υπάρχει και στο θέατρο. Διότι τι είναι το μοντάζ; Είναι η ραχοκοκαλιά, όπως της ταινίας, έτσι και της παράστασης,. Είναι ο ρυθμός. Είναι η διαρκής αγωνία των θεατρανθρώπων, σκηνοθετών, θιασαρχών, συγγραφέων κι ηθοποιών φυσικά, να έχουν οι ηθοποιοί ΡΥΘΜΟ πάνω στη σκηνή.
Ανάλογα με το πώς είναι γραμμένο το έργο, ακολουθείται κι ο ρυθμός. Όπως και στο σινεμά. Αλλιώς θα «κανονιστεί» ο ρυθμός που θα έχει η παράσταση ενός έργου γραμμένου σε σύντομες σκηνές, αλλιώς θα συντονιστεί ο ρυθμός ενός έργου ποιητικού κλίματος με ενότητα χώρου και διαρκείς καμπύλες..
Η παράσταση του έργου «THE CURING ROOM» του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΙΑΝ ΛΗ, που παρουσιάζεται στο θέατρο «VAULT» αν ξεκινήσει να αξιολογείται από μένα για μια σειρά πραγμάτων, το βασικό της ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ θα πω ότι είναι ο ρυθμός της, το «μοντάζ» της.
Από αυτό το ρυθμό ξεκινούν τα πάντα κι απλώνονται σιγά σιγά και στα υπόλοιπα.
Από αυτό το ρυθμό που επέβαλε ο σκηνοθέτης ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ και τον ακολούθησαν κι οι εφτά ηθοποιοί με αποτέλεσμα μια παράσταση που σε κρατά από το λαιμό, πονηρά σε ελκύει με το γυμνό των εφτά ανδρών επί σκηνής και σε βάζει στο κλίμα της που δεν είναι το γυμνό ούτε τίποτα το σκαμπρόζικο αλλά το ξεγύμνωμα του ανθρώπου κι η ανθρώπινη τραγωδία στο σύνολο της.
Στον κάθε ηθοποιό, ο σκηνοθέτης έχει ανιχνεύσει τον εσωτερικό του ρυθμό, έχει επιβάλει το ψάξιμο και την ανάδειξη του εσωτερικού ρυθμού του καθενός χωριστά. Και τον καθένα σε σχέση με τους υπόλοιπους κι όλους μαζί από κοινού, τους βάζει στη συνέχεια σε ένα «παιχνίδι» ρυθμού όπου τίποτα δεν μοιάζει επιτηδευμένο, δεν καλεί το κοινό να θαυμάσει το ατακάρισμα και το πόσο συντονισμένα ο ένας αρχίζει τη φράση του εκεί που κόβει τη φράση του προηγούμενου και διάφορα τέτοια εφετζίδικα… Όχι!! Όλα αυτά συμβαίνουν αβίαστα στη σκηνή. Διότι ο ρυθμός έχει κατακτηθεί προκαταβολικά και πάνω σε αυτόν στηρίζεται όλη η παράσταση. Γι αυτό κι είπα εξ αρχής ότι αν κάτι με έθελξε ήταν πρωτίστως αυτός ο ρυθμός.
Κι αυτός ο ρυθμός είναι που μας φέρνει κοντά στο έργο και μας κάνει να το συζητάμε και να εξάγουμε και κάποιους προβληματισμούς αφού έχει τελειώσει η παράσταση και βρισκόμαστε για ένα ποτάκι , σύμφωνα με το μετα-θεατρικό «έθιμο».
Το έργο ως έργο δεν μας λέει κάτι που δεν έχει ξανα-ειπωθεί. Ελκει την καταγωγή του κι αυτό, όπως και πολλά αντιπολεμικού περιεχομένου έργα με στρατιώτες αποκλεισμένους, από το «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ» του Σέριφ. Ένα έργο που αναφερόταν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι επηρέασε πολλούς συγγραφείς (στην Ελλάδα υπήρξε επιτυχία του Μάνου Κατράκη που το έπαιξε πλήθος φορές και μάλιστα σε αυτό αναδείχτηκε ως δραματικός ηθοποιός κι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στη δεκαετία του ’50)(κάποια στιγμή το είχε επαναλάβει κι ο Κατρανίδης) κι υπάρχουν κι ελληνικά έργα που θυμάμαι ως απόλυτα επηρεασμένα από αυτό όπως το «Οχυρό Ρούπελ» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου ή το «Ψηλά στο Μέτωπο» του Δημήτρη Μπόγρη.
Όμως, λέει (το έργο) με σύγχρονο τρόπο και σύγχρονη γραφή τα του πολέμου και του αποκλεισμού των στρατιωτών, μιάς ομάδας δηλαδή, που περιμένουν τη… Μοίρα τους. Και με μά γραφή από τον Αμερικανό συγγραφέα που δείχνει κινηματογραφική επιρροή καο μοντάζ κατά τη διαδικασία συγγραφής ακ’ομα κι όταν μιλάμε για αριστοτελική ενότητα χώρου , μην πω και χρόνου και δράσης…
Οι εφτά άνθρωποι του έργου έχουν συλληφθεί από τους Γερμανούς κατά την υποχώρηση των τελευταίων κάπου στην Πολωνία, στα σύνορα με την Ουκρανία, κι έχουν εγκαταλειφθεί στο άδειο κελί ενός εγκαταλελειμμένου μοναστηριού, χωρίς ρούχα, χωρίς τροφή, χωρίς νερό. Και ξετυλίγονται καταστάσεις που έχουν να κάνουν με τον Ανθρωπο, την επιβίωση, το θάνατο, την αγωνία, με πράξεις όπως ο κανιβαλισμός ως ύστατη εκδήλωση ανθρώπινης κατάπτωσης και… τίποτε μα τίποτε το ερωτικό. Δεν τους φτάνει σε αυτό το σημείο παρά το «γυμνό» δόλωμα, διότι η γύμνια σε αυτή την κατάσταση δεν πριμοδοτεί την έλξη. Μα και για το θεατή, η όποια έλξη του γυμνού αντρικού σώματος, υφίσταται μόνο στο ξεκίνημα. Από κει και μετά αναλαμβάνει η γύμνια, που είναι και ψυχική, που έχει να κάνει με το έργο, που έχει να κάνει με το σκηνικό. Ποιο σκηνικό; Τον άδειο χώρο. Υποδεικνύει ο χώρος το άδειο κελί αλλά στην ουσία αυτό που διαφαίνεται είναι μόνο η ανθρώπινη γύμνια.
Το έργο προσφέρεται και για καταστάσεις «σπλάτερ» κι ένας σκηνοθέτης του Βορρά, όπου εκεί είναι πιο εξοικειωμένοι με το σαιξπηρικό θέατρο και τις επί σηνής σφαγές, μπορεί και να το κάνει. Στην Ελλάδα σοφά επέλεξε κατά τη γνώμη μου ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζιάς να το υποδείξει, να το αφήσει στη χρήση του λόγου και να κατευθύνει τους ηθοποιούς προς το να το υποδηλώσουν κι όχι να το αναπαράγουν.
Όλα αυτά, τα πιστώνω στο ρυθμό που ανέφερα πιο πάνω κι είναι ολοφάνερο ότι ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς πρέπει πολύ να κοπίασαν κατά τη διάρκεια της ανίχνευσης του έργου και της περιόδου των προβών. Το βρήκα εξαιρετικά ιδιοφυές όλο αυτό που συνέβη ,κι όλο το κλίμα που φτιάχτηκε στο οποίο εντάχθηκε κι η μουσική (ΜΑΝΟΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ) που σαν να ακολουθούσε κινηματογραφικά μονοπάτια συνοδείας της επί σκηνής έντασης, καθώς κι ο σχεδιασμός φωτισμών (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΟΥΝΤΡΙΧΑΣ) που ολοκλήρωνε την επί σκηνής ατμόσφαιρα στη σκηνογραφική υπόδειξη της συνολικής κρύας γύμνιας του κενιού κελιού και των ανθρώπων από τον ΓΙΩΡΓΟ ΛΥΝΤΖΕΡΗ όπου τα χρώματα της (μικρής) πλατείας γίνονταν ένα με τα χρώματα (σκούρα, σκοτωμένα) της σκηνής.
Θα αναφέρω και τους εφτά ηθοποιούς μαζί επειδή θεωρώ την παράσταση υπόδειγμα ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ερμηνείας. Όχι ότι δεν υπάρχουν ατομικές επιτεύξεις αλλά κι οι ατομικές επιτεύξεις γίνονται με σκοπό να υπηρετηθεί ένα σύνολο. Ο καθένας , ακριβώς όπως το είπα και στην αρχή, έχει βρει τον προσωπικό του εσωτερικό ρυθμό ώστε να αρχίσει «πόκερ» ανταλλαγής ατάκας με τους υπόλοιπους κι ο καθένας φέρνει εις πέρας, με τον καλύτερο τρόπο, το δικό του μέρος. Σπάνια μιλάω για συνολική ερμηνεία αλλά το κάνω εδώ επειδή δεν θεωρώ πως ισοπεδώνει τον ηθοποιό και το ατομικό επίτευγμα αλλά εδώ ειδικά θεωρώ ότι το επίτευγμα είναι η προβολή του συνόλου. Το υποδεικνύει άλλωστε και το έργο. Μια κι ο κεντρικός ήρωας είναι οι εφτά απογυμνωμένοι κρατούμενοι με τα ίδια «εμπόδια» στο ποιος θα καταφέρει, κι αν καταφέρει, και με τι τρόπο, να φτάσει στο τέρμα που του έχει ορίσει ο συγγραφέας. Οι εφτά υπέροχοι είναι κατά σειράν που τους βλέπω και στη διανομή (κι η σειρά είναι αλφαβητική) οι : ΝΙΚΟΣ ΓΚΕΛΙΑ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ, ΜΑΝΟΣ ΚΑΝΝΑΒΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΡΑΤΑΚΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΓΚΡΙΣΤΑΡΗΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗΣ .
Και για να καταλάβετε τα περί ρυθμού και της σημαντικότητας του στην παράσταση, θα πω κάτι προσωπικό: ΕΧΘΡΕΥΟΜΑΙ την απουσία διαλείμματος. Ειδικά στο θέατρο. Θέλω και την ανάσα μου αλλά στο θέατρο ειδικώς με πιάνει ένα άγχος μήπως και χρειαστεί να επισκεφτώ την τουαλέτα. Η απουσία διαλείμματος μου το μεταβάλει αυτό σε έμμονη ιδέα. Το «THE CURING ROOM» διαρκεί 1 ώρα και 50 λεπτά. Δηλαδή δεν είναι ένα μονόπρακτο των 40 λεπτών. Κι όμως.. Υπέκυψα στο «σαδισμό» του ευφυούς σκηνοθέτη. Με έπεισε η παράσταση ότι αν του έκανες διάλειμμα, θα το σκότωνες. Και δεν κατάλαβα την ώρα, παρά μόνο στα τελευταία λεπτά ασφαλείας.
Θέατρο VAULT, Μελενίκου 26, Βοτανικός