Αυτό ήταν το πρώτιστο που θαύμαζα στον ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΝΤΕΜΙ κι ήταν ο δεύτερος χρονολογικά που του αναγνώριζα αυτή την πινελιά με την κατάληξη μιάς ξεχωριστής αύρας στην κάθε ταινία. Ο προηγούμενος που το είχε αυτό ήταν ο ΤΖΩΡΤΖ ΡΟΥ ΧΙΛ, ένας άλλος σκηνοθέτης που εκτιμούσα και που τον εκτιμούσε κι όλη η κινηματογραφία του Χόλυγουντ. Όπως άλλωστε και τον Τζόναθαν Ντέμι.
Αυτό το στυλ, αυτή η πινελιά, αυτή η αύρα ξεκινούν από τη διάθεση του «να κάνω μια ωραία ταινία». Το ΩΡΑΙΑ είναι τονισμένο. Κι έχει να κάνει με το ότι κατέχω τα είδη και τους κανόνες του κάθε είδους, ξέρω σενάριο άρα ψάχνω σενάρια ώστε «να την βγάλω καθαρή» στο κάθε είδος, γνωρίζω βαθύτατα την υποκριτική και το τι ζητάω από αυτήν ώστε να έχω το καλύτερο casting που με τη γοητεία του θα συμβάλλει σε αυτό το «ωραίο» που θέλω να κάνω, ξέρω από φωτογραφία κι από χρώματα κι έτσι μπορώ να συνεργαστώ με τους σκηνογράφους και τους ενδυματολόγους που θα μου προτείνουν ή θα τους προτείνω λύσεις ώστε το έργο που θα κάνω είτε είναι ερεβώδες ψυχογράφημα τρόμου είτε γκανγκστερική κομεντί είτε κοινωνικό δράμα για το Aids, είτε ένα αστυνομικό στους καταρράκτες του Νιαγάρα είτε ένα σενάριο παλαβό για μια γνωριμία ανάμεσα σε ένα φουκαρά τον Μέλβιλ, που θα του λάχει να σώσει τη ζωή του Χάουαρντ Χιουζ, θα μπορέσω να αναζητήσω τους τόνους.
Με την αναζήτηση του «τόνου» στο κάθε έργο, στον κάθε τομέα, πετυχαίνεις τον τόνο του συνολικού. Αυτό είχε ο Ντέμι.
Για να τα έχεις όλα αυτά, εκτός από γνώση, χρειάζεσαι κι ένα παρονομαστή που θα είναι εκείνος ο οποίος σε οδηγεί στην καλλιέργεια, στην αρμονία , στο μέτρο ώστε στο τέλος να μπορείς να πιάνεις και τον τόνο.
Στην περίπτωση του Τζόναθαν Ντέμι αυτός ο παρονομαστής που στήριζε όλα όσα προανέφερα, ήταν η μουσική. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, ήταν η κρυφή αδυναμία του, ήταν αυτή που τον καθόριζε εξού και για αυτήν κρατούσε την αποκλειστικά προσωπική πλευρά του, που ήταν το ντοκυμαντέρ, το μουσικό ντοκυμαντέρ, κι η απαθανάτιση συναυλιών. Από Νιλ Γιάνγκ που ήταν επιστήθιοι φίλοι ως Τζάστιν Τιμπερλέικ για τον οποίο επίσης έτρεφε θαυμασμό. Κι ενδιάμεσα η ροκ, πολύ- και πολλή…- ροκ.
Από τη μουσική έπαιρνε την αρμονία κι αυτήν είχε ως πλοηγό στις σκηνοθεσίες του. Δεν έκανε μουσικές ταινίες –πλην των ντοκυμαντέρ- με την παραδεκτή έννοια του είδους. Τη μουσική στα φιλμ τη χρησιμοποιούσε τόσο… όσο… Κουβάλαγε όμως εντός του το μέτρο , την αρμονία της κι από εκεί έβγαινε ο τόνος των ταινιών.
Αυτά είναι τα στοιχεία που τον καθόρισαν και τον ξεχώρισαν ως σκηνοθέτη , από αυτούς τους συνδυασμούς με υπέβαλε στο κλίμα αγωνίας με το «ΚΥΚΛΟΣ ΑΓΩΝΙΑΣ» (The last embrace) όπου ακολούθησε την μπαγκέτα του Μίκλος Ρότζα, στη σκηνοθέτηση ερμηνευτικών τόνων ανάμεσα στο comedyκαι στο δράμα στο "«ΜΕΛΒΥΝ ΚΑΙ ΧΑΟΥΑΡΝΤ» (που έδωσε Οσκαρ στην Μαίρη Στήνμπεργκεν και στο σεναριο καθώς κι υποψηφιότητα στην Τζέησoν Ρόμπαρντς) , στο παιχνίδισμα κωμικού κι αστυνομικού λεπτών αποχρώσεων στο «ΑΓΡΙΟ ΘΗΛΥΚΟ» (Something wild),στα χρώματα της γκανγκστερικής κομεντί που μας έβαλε στο ιδιαίτερο κλίμα της με τη μία επαναφέροντας το «Mambo Italiano» κι έχοντας στην οθόνη ένα τραίνο να τρέχει συνοδεία της σαν να ήταν το τραγούδι η μηχανή του τραίνου που θα μας μετέφερε σε όλη την ταινία, αυτοί οι τόνοι ήρθαν και σκούρηναν στη «ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ» όπου έπρεπε το θρίλερ τρόμου να λειτουργεί ως ψυχολογικό δράμα και το ψυχολογικό δράμα ως τρόμου θρίλερ, ο Νιλ Γιανγκ ανέλαβε την αρχή κι ο Μπρους Σπρίνγκστην το φινάλε για να μας βάλει στις μελαγχολικές νότες του «ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ» και να μας αφηγηθεί μέσα από λαμπερά κι αναδεικνυόμενα πρόσωπα (Τομ Χανκς) μια ιστορία για ένα οροθετικό ώστε να το δουν οι πολλοί, να συγκινηθούν και να αφυπνιστούν, και παρόμοια στοιχεία εφεύρισκε ακόμα κ όταν οι δυνάμεις άρχισαν και τον εγκατέλειπαν κι αναφέρομαι στο remakeτου «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΝΤΣΟΥΡΙΑ» πουτο εναρμόνισε όλο με την υψηλής τεχνολογίας αισθητική και με ηθοποιούς κλάσεως να το φέρουν μπροστά, ή με τη διακωμωδούμενη ροκ προσωπικότητα που έβγαζε η Μέρυλ Στρηπ στο «Η ΡΙΚΥ ΚΑΙ Η ΡΟΚ, κι ας μην ήταν από τα σενάρια που ζηλεύεις- αυτός απέδωσε τη ροκ αντίληψη των ηρώων κι επίσης όταν θέλησε να τα απαρνηθεί όλα αυτά και να κάνει κάτι λιτό και πειραματικό σε κινηματογράφιση βρήκε κι εκεί τους τόνους κάνοντας focus στο κορίτσι που η ταινία αυτή το ανέδειξε κι εννοώ την Ανν Χαθαγουέι στο «Η ΡΕΗΤΣΕΛ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ».
Αυτά τα έργα και τη σκηνοθετική τους γραμμή αν καθίσει να μελετήσει ένας νέος κινηματογραφιστής που ανοίγει τα φτερά του, πιστέψτε με, θα έχει να πάρει πολλά.
Η ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ έχει απόψε μέγα πάρτυ καλωσορίσματος. Προς τιμήν του.