Διότι όταν την έβλεπα, κι αφού ολοκληρώθηκε ακόμα περισσότερο, ήμουν ενθουσιασμένος με το μοντάζ της. Το οποίο είναι ολόκληρη η ταινία και δεν είναι τυχαίο που ο μοντέρ είναι κι ο σκηνοθέτης του φιλμ. Η, αν το πάρουμε ανάποδα (που θα ήταν και το σωστό) ο σκηνοθέτης είναι και μοντέρ της ταινίας.
Αυτό που με συνεπήρε στο φιλμ ήταν πρωτίστως ο ρυθμός. Ο οποίος ρυθμός έκανε την ταινία να κυλά σαν νεράκι , χωρίς προσκόμματα, χωρίς σκουντουφλήματα ενώ στηριζόταν και σε μια ατμόσφαιρα που την είχε πετύχει ο διευθυντής φωτογραφίας JAN VOGEL αλλά έδενε απόλυτα με το ρυθμό του φιλμ και με τη συνολική στάση της σκηνοθεσίας ώστε να δείχνει πως πίσω από όλο αυτό που βλέπουμε κρύβεται ένας κινηματογραφιστής που κατέχει το άθλημα και το μεταδίδει και στους συνεργάτες.
Με το μοντάζ ο σκηνοθέτης έστησε κανόνες αφήγησης. Και μας είπε την ιστορία που ήθελε να μας πει με ένα τρόπο που ούτε καταλάβαμε ότι φτάσαμε στο τέλος. Σφιχτός ρυθμός , χωρίς να πνίγει, με θαυμάσια ροή.
Στο σενάριο έχουμε κάποια θεματάκια. Προς Θεού όχι σαν κι εκείνα που επέκρινα στο «Suntan». Οι χαρακτήρες του έχουν όλοι παρελθόν, έχουν όλοι παρόν, έχουν όλοι κατάσταση εξελισσόμενη. Κι υπάρχει και μια υπόγεια ένταση που κι αυτή την έχει βοηθήσει η σκηνοθεσία χάρη στο μοντάζ να αναδειχθεί και να υπάρχει κι έχει προβάλει κι ένα σασπένς στην ιστορία.
Τότε που είναι το πρόβλημα; Στο ότι δεν μας λέει ως ιστορία κι ως κατάσταση τίποτε περισσότερο από αυτά που ακούμε και στις ειδήσεις. Ενώ υπάρχει σωστή σεναριακή δομή, δεν ξεφεύγουμε από αυτά περί προσφύγων που ακούμε στις ειδήσεις ή που βλέπουμε σε σχετικά ντοκυμαντέρ.
Η «Amerika Square» είναι η Πλατεία Αμερικής, η γνωστή μας, στα Πατήσια. Η οποία στα τελευταία χρόνια της κρίσης και του μεταναστευτικού έχει αλλάξει όψη κι έχει γίνει θέμα στα δελτία ειδήσεων λόγω παρείσφρησης μεταναστών ή προσφύγων, λόγω ανάμικτων αντιδράσεων των κατοίκων, όπου κάποιοι που ζητούν να μείνουν τα πράγματα όπως είχαν- άντε τώρα να τα βάλεις με την Ιστορία και να μην είσαι έτοιμος για τις αλλαγές που αυτή φέρνει- φτάνουν και σε ακραίες θέσεις.
Τα σενάριο ζωντανεύει μερικά τέτοια πρόσωπα ποικίλων αντιδράσεων και ταυτοτήτων κι επικεντρώνεται σε ένα πρόσφυγα από τη Συρία που θέλει να βρει τον τρόπο να διαφύγει στο εξωτερικό, και πέφτει θύμα καθυστερήσεων κι εκμετάλλευσης ενώ γύρω του εμφανίζονται πρόσωπα είτε σε άμεση είτε σε έμμεση σύνδεση , που το καθένα κουβαλά κι ένα δικό του κόσμο. Κι ένα από αυτά τα πρόσωπα, αν και δεν του φαινόταν στην αρχή, θα μπει μπροστά και…. θα πέσει σαν ήρωας κάτω από τα τανκς.
Δεν έχω να του προσάψω προβλήματα ολοκλήρωσης, όλοι οι χαρακτήρες έχουν αρχή, μέση και τέλος. Το μόνο που μου έλειψε προσωπικά είναι μια ενδυνάμωση της πλοκής και μια παραπάνω δραματικότητα. Μου έλειψε δηλαδή το όχι μόνο να εκτιμήσω αλλά και να αισθανθώ αυτό που εκτίμησα.
Οι χαρακτήρες αναδεικνύουν και ηθοποιούς. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΚΑΛΑΝΙ, που παίζει τον πρόσφυγα, είναι περίπτωση εξαιρετικού casting που βρίσκει τον τέλειο, τον πιο ταιριαστό για τη δημιουργία και την προβολή ενός ρόλου. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ επιβεβαιώνει σε κάθε ταινία, ακόμα και σε εκείνες που «δεν λένε» (και παίζει και σε πολλές είναι η αλήθεια…) πως είναι ο καλύτερος κινηματογραφικός πρωταγωνιστής που αυτή τη στιγμή διαθέτουμε. Παίζει αβίαστα, σαν να μην «παίζει», προβάλει με κινηματογραφικό τρόπο στο παίξιμο την εξέλιξη του χαρακτήρα κι είναι άτομο που το θέλει ο φακός. Η οικογένεια του ακροδεξιού είναι θαύμα, ο ΕΡΡΙΚΟΣ ΛΙΤΣΗΣ, επίσης κινηματογραφικής αξίας ηθοποιός, χαμηλώνει τους τόνους που ξέραμε από τις ταινίες του Οικονομίδη από τις οποίες κι αναδείχτηκε και παίζει με έναν άλλο τρόπο τον απορριπτικό πατέρα ενώ η ΘΕΜΙΣ ΜΠΑΖΑΚΑ φτιάχνει θαυμάσια τη συγκεκριμένη μάνα που έχει κρύψει βαθιά, πολύ βαθιά, την απελπισία της. Ο ΜΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ οδεύει ολοταχώς προς την τυποποίηση εξαιτίας του πως εκμεταλλεύονται οι άλλοι το παρουσιαστικό του. Αυτό που παίζει εδώ δεν διαφέρει από εκείνο που έπαιζε και στο «Suntan» (ακόμα και στο «Τέλειοι ξένοι»…), ο ρόλος εδώ είναι καλύτερα γραμμένος από ό,τι ήταν στο «Suntan», δεν είναι βέβαια πρωταγωνιστικός, δεν λέει τη δική του ιστορία το σενάριο, όμως είναι από τους βασικούς χαρακτήρες της ιστορίας αν και ίσως να λείπει μια μεγάλη σκηνή σύγκρουσης από το ρόλο.
Κινηματογραφικότατη κι η διακριτική μουσική επένδυση του ΜΙΝΩΑ ΜΑΤΣΑ, που είναι μουσική για κινηματογράφο κι όχι για….. soundtrack του στυλ «τι κομματάρα!»
Αν και δεν είμαι οπαδός της θεωρίας του auteur θα πω μια φράση που τη δανείζομαι από εκεί: Από τον Γιάννη Σακαρίδη περιμένω πολλά. Επειδή ξέρει σινεμά όσο λίγοι (το τελευταίο είναι δικό μου κι όχι των auter- ιστών).