Το σημαντικότερο όλων είναι η αποθέωση που της κάνει η ταινία, μια αποθέωση καθόλου ψεύτικη διότι ως καριέρα έμεινε τέσσερις δεκαετίες στην κορυφή (για τραγουδίστρια όχι πολύ σύνηθες) με παγκόσμια ακτινοβολία και τα τραγούδια παίζουν σημαντικό ρόλο στο φιλμ αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί κι αποτελεσματικά ενώ από την άλλη καταγράφονται κι οι τραγωδίες της που την οδήγησαν στην αυτοκτονία, αφού προηγήθηκαν κι αποτυχημένες απόπειρες. Κι οι τραγωδίες της είναι που κίνησαν το ενδιαφέρον για να γίνει η ζωή της ταινία. Αλλωστε, έχουν πει οι σοφοί πως ΟΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΑ!
Κι η Δαλιδά ήταν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος όταν ανέβαινε στη σκηνή ή όταν έμπαινε στο στούντιο για ηχογράφηση κι απολύτως δυστυχισμένος όταν έμενε με τον εαυτό της.
Η ταινία το καταγράφει πλήρως όλο αυτό αν και θα τολμούσα να πω ότι μια ιταλική μίνι σειρά που είχε προηγηθεί το 2005, με πρωταγωνίστρια την ΣΑΜΠΡΙΝΑ ΦΕΡΙΛΙ και με τον ΑΛΕΣΑΝΤΡΟ ΓΚΑΣΜΑΝ, γιό του Βιττόριο Γκάσμαν, στο ρόλο του Λουίτζι Τένκο, ήταν ανώτερη αυτής της ταινίας που είναι γαλλο-ιταλική συμπαραγωγή. Οπως γαλλο-ιταλική συμπαραγωγή ήταν κι η ίδια η Δαλιδά με μεγάλο μερτικό στην «επιμιξία» κι από Αίγυπτο. Καθότι η Γιολάντα Τζιλιότι, που έγινε μύθος με το ψευδώνυμο Δαλιδά, ήταν Ιταλίδα, γεννημένη από Ιταλούς εκ Καλαβρίας μετανάστες γονείς στην Αίγυπτο κι επειδή γεννήθηκε εκεί, πήρε την αιγυπτιακή υπηκοότητα. Ωστόσο παρέμεινε Ιταλίδα αλλά η χώρα που την ανέδειξε και που η Δαλιδά την έκανε δεύτερη πατρίδα της ήταν η Γαλλία, η οποία όχι απλώς την υιοθέτησε και την ανέδειξε ως δική της αλλά την έκανε και «πρέσβειρα» του γαλλικού τραγουδιού μολονότι η πολύγλωσση Δαλιδά, ως γαλλικό αστέρι ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, με την Ιταλία εξάρχουσα να την θεωρεί κι αυτή δική της χωρίς να ερίζει επ’ αυτού με τη Γαλλία, και τραγούδησε σε επτά με οκτώ γλώσσες ως διεθνής «Γαλλίδα» τραγουδίστρια. Και πολιτογραφήθηκε Γαλλίδα ενώ για τη Γαλλία παραμένει η σημαντικότερη κι η πιο εμβληματική τραγουδίστρια μετά την Πιάφ.
Η ζωή της όμως ήταν ένα δράμα. Το πιο φοβερό στην περίπτωση αυτής της κοπέλας είναι ότι της αυτοκτονούσαν οι γκόμενοι. Αυτό την τσάκισε μαζί με μερικά ακόμα που είχαν να κάνουν με τα υπαρξιακά της.
Εξυπνα, λοιπόν, η ταινία ξεκινά την αφήγηση της από το περιστατικό της απόπειρας αυτοκτονίας της το 1967, αμέσως μετά την αυτοκτονία του Ιταλού τραγουδιστή κι έρωτα της Λουίτζι Τένκο. Από αυτό το περιστατικό ξετυλίγεται η αφήγηση και μας μπάζει απευθείας στο κλίμα Δαλιδά.
Η Γαλλο-Μαροκινή σκηνοθέτης ΛΙΣΑ ΑΖΟΥΕΛΟΣ αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανή στη δόμηση και στην αφήγηση αλλά και το γεγονός (όπως διάβασα στο βιογραφικό της) πως είναι κόρη της επίσης ονομαστής τραγουδίστριας κι ηθοποιού ΜΑΡΙ ΛΑΦΟΡΕ («το κορίτσι με τα χρυσά μάτια») δείχνει πως ξέρει και το χώρο και την ίδια τη Δαλιδά, μια κι η ηρωίδα του φιλμ έλαμψε ίδια εποχή με τη μαμά της σκηνοθέτη, η οποία ήταν δημοφιλής και καλή αλλά δεν ήταν Δαλιδά.
Γνωρίζει λοιπόν πολύ καλά τα τραγούδια της Δαλιδά και τις εμφανίσεις και ξέρει και δομεί πολύ ωραία την ταινία. ΚΙ εδώ μπαίνει θέμα ικανοτήτων διότι να ξέρεις απλώς ένα χώρο αν δεν ξέρεις και πώς να τον στήσεις και να τον αφηγηθείς πάει όλο χαμένο.
Μέσα από σενάριο στο οποίο προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα καταφέρνει και βγάζει όλη την εποχή, όλη τη Δαλιδά, χωρίς επιμηκύνσεις και πλατειασμούς αλλά με μικρές σκηνές , που όμως, επειδή το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις, δίνουν την επιφάνεια, μα δεν φτάνουν σε βάθος- κατορθώνουν, όμως, και το επισημαίνουν.
Και μάλιστα ενώ μπαίνουν και βγαίνουν πρόσωπα, κάποια ίσα- ίσα που υποδεικνύονται, για να χωρέσουν όλα τα γεγονότα κι ενώ μιλάμε για επιφάνεια.. χμ! κατορθώνει κι αφήνει ένα στίγμα εξήγησης του «προβλήματος Δαλιδά», χωρίς να το φωνάζει ή να διεκδικεί το «εύρηκα»: Εχει μια ευφυή σκηνή το σενάριο, τη συνάντηση της με τον πνευματικό της σε ένα ταξίδι στην Ινδία, που της λέει δύο κουβέντες για τον προορισμό της κι η σκηνή δεν είναι τυχαία για όποιον θα ήθελε να την επεξεργαστεί παραπάνω και να καταλάβει τι της συνέβαινε και τι της συνέβη: Δεν «δούλεψε» η Δαλιδά πάνω στην κουβέντα του γκουρού, κόλλησε στις εμμονές της και ίσως στο ότι τα ήθελε όλα… μα αυτό δεν γίνεται σε τούτη τη ζωή.
Ως κινηματογράφος είναι υπέροχος, η σκηνογραφική αναπαραγωγή χώρων και show είναι εξαίρετη, η ηχητική αναπαραγωγή σπουδαία και το μοντάζ ασύλληπτο. Τόσο ασύλληπτο ώστε να του δίνω και credit συμπρωταγωνιστή της πρωταγωνίστριας. Διότι αν έχω μία ένσταση για το φιλμ, αυτή αφορά στην πρωταγωνίστρια, την Ιταλίδα ΣΒΕΒΑ ΑΛΒΙΤΙ. Μπορεί να είναι ωραία κοπέλα, κάτι διάβασα για top-model, μπορεί να έχει την «κοψιά» της Δαλιδά και ίσως για αυτό να την διάλεξαν, όμως της φαίνεται πως δεν είναι ηθοποιός ή κι αν είναι, δεν εξουσιάζει ακόμα την απειρία της.
Και ξέρετε που φαίνεται αυτό; Προπάντων στις κινήσεις. Στα χέρια της. Διότι η Δαλιδά, όπως είπα και πιο πάνω ήταν μιά εκπληκτική τραγουδίστρια μα πάνω από όλα ήταν ερμηνεύτρια, ίσως η μεγαλύτερη του ευρωπαικού τραγουδιού. Η υπέροχη φωνή της συνοδευόταν από έκφραση και συναίσθημα πάνω στο οποίο δούλευε πολύ ως καλλιτέχνιδα και με τα χρόνια έδινε συναίσθημα στην παύση, στο κόμμα, στην τελεία. Κι αυτό το συναίσθημα μαζί με τη φωνάρα ολοκληρωνόταν κι εκτοξευόταν στα ουράνια από μια ΜΟΝΑΔΙΚΗ σκηνική παρουσία! Η ερμηνεία της στο «Je suis malade» που γκρεμίστηκε το «Ολυμπιά» τότε ,αποθέωνοντας την, είναι ένα μεγάλο ερμηνευτικό μάθημα τραγουδίστριας. Κι είναι η σκηνή που φαίνεται επισήμως ότι η Σβέβα Αλβίτι δεν «το έχει. Εκεί μπαίνουν τα μοντάζ και κάνουν τα θαύματα τους, την κόβουν από δω, την ράβουν από κει. με την πανέξυπνη σκηνοθέτη να ξεκινά το τραγούδι off, να μας μπάζει σε κλίμα Δαλιδά φωνητικό, μετά της κάνει ένα κοντινό υπερδραματικότητας, όπου φαίνονται λίγο και τα κολλύρια κι αν δεν είναι κολλύρια κι είναι δάκρυα κανονικά, η σκηνοθέτης το κάνει επειδή πρέπει να βγάλει τη δραματικοτητα της ερμηνείας της Δαλιδά και κάνει της ηθοποιού πλάνο που κλαίει σε ένα επίμαχο στίχο. Κάτι που η Δαλιδά δεν έκανε σε καμία περίπτωση, δεν έκλαιγε επί σκηνής όταν την προσκύνησε το «Ολυμπιά», μα έβγαλε την δραματικότητα του τραγουδιού με το στακάτο κόψιμο και με εκείνα τα θεσπέσια χέρια που λίγες (όχι μόνο τραγουδίστριες αλλά και ηθοποιοί) ήξεραν να τα κινούν και να τα χειριζονται με αυτό τον τρόπο. Και μετά της κάνει κι ένα πλάνο πλάτη για να φαίνεται η «φιγούρα» της Δαλιδά καθώς κοιτάζει το κοινό που την αποθεώνει.
Το πρόβλημα της Αλβίτι με τα χέρια της φάνηκε από την πρώτη τραγουδιστική σκηνή του έργου, όταν περνά ακρόαση στο Παρίσι και γίνεται επιτόπου σταρ: ο τρόπος με τον οποίο δοκιμάζει να σηκώσει το χέρι και να προστατέψει τα μάτια είναι πολύ άχαρος για Δαλιδά. Επίσης φαίνεται κι από τη συνολική κίνηση του σώματος , όταν φτάνουμε στην εποχή των show, πως δεν έχει κίνηση ηθοποιού. Σημειωτέον πως πάνω στη Δαλιδά έχουν γίνει μεγάλες καριέρες σε τραβεστί show κι είχα δει μια φορά σε ένα club στη Ρώμη μία drag-queen που έκανε τη Δαλιδά κι είχα «τρομάξει»: Νόμζα πως είχε εμφανιστεί η ίδια η Δαλιδά από τον τάφο. Και σημειωτέον, η συγκεκριμένη drag-queen στη Ρώμη, το είχε τολμήσει όλο αυτό με το «Je suis malade» !!!!
Όμως, χάρη στη σκηνοθετική προστασία και προπάντων χάρη στους άγιους και περιούσιους μοντέρ, όλα αυτά καλύπτονται κι η Αλβίτι επικοινωνεί συμπάθεια για τη Δαλιδά στο κοινό.
Βέβαια, η Σαμπρίνα Φερίλι στην ιταλική μίνι σειρά ήταν πολύ ανώτερη κι ας μην της έμοιαζε της Δαλιδά καθόλου. Αλλωστε, αυτό το θέμα των ομοιοτήτων με το βιογραφούμενο πρόσωπο έχει πάψει πιά να υφίσταται κι επισήμως. Σε αυτού του είδους τις ερμηνείες πήρε θέση κι η Ακαδημία Κινηματογράφου, από το 2005 όταν έδωσαν το Οσκαρ στην Κέιτ Μπλάνσετ για το «Aviator» όπου ούτε η ίδια έμοιαζε ούτε ο Σκορσέζε ήθελε να μοιάζει στην Κάθριν Χέπμπορν παρά μόνο να την υποδεικνύει. Το «υποδεικνύω» κατοχυρώθηκε από τότε ως ρήμα στις βιογραφικές ερμηνείες. Εδώ, όμως, καταλαβαίνω ότι στο φιλμ το κινηματογραφικό ήθελαν αναπαραγωγή της εικόνας της και για αυτό επέλεξαν κάτι πιο… «figurant»