Αντίθετα, θα έλεγα ότι με τα χρόνια με συγκινούν στην περίπτωση του τόσο η συνέπεια του όσο και τα ανοίγματα του (όπως το φιλμ για τον Μουσολίνι, το «VINCERE») ενώ έχει κάνει πράξη κι αυτά που πιστεύει με το να φτιάξει δικό του, κατά κάποιο τρόπο, κινηματογραφικό σχολείο, κάπου στην Μπολόνια και να εκπαιδεύει κινηματογραφιστές.
Αυτά βέβαια σε ένα εργοκεντρικό άνθρωπο, όπως ο υποφαινόμενος, δεν λένε πολλά όταν έρχεται η ώρα του έργου διότι δεν είναι στοιχεία ώστε να κάνουν μια ταινία καλύτερη ή χειρότερη στο θεατή που τη βλέπει. Αναφέρομαι στο θεατή, επειδή ο κριτικός, στα πλαίσια της θεωρίας του auteur θα αρχίσει να γράφει κατεβατά για τον Μπελόκιο είτε υπέρ (όπως συνέβαινε στο παρελθόν), είτε κατά (όπως συμβαίνει σήμερα, επειδή άλλοι τον βαριούνται κι οι πάλαι ποτέ πιστοί δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή άπαντες) και θα έχουν προσπεράσει την ταινία, σαν να αφήνουν να εννοηθεί ότι η ταινία είναι αυτά που λένε για τον Μπελόκιο.
Λοιπόν, επί τω έργω.
Ο Μπελόκιο είναι αυτός που είναι, εξακολουθεί και κάνει σινεμά το οποίο ως σινεμά δεν είναι ιδιαιτέρως γοητευτικό (πλην «Vincere»), όμως, είναι σινεμά που έχουν συνηθίσει να το φιλοξενούν στις λεγόμενες «καλλιτεχνικές» αίθουσες. Οπότε εκεί πάει κοινό είτε πιο μυημένο, αν όχι στο σινεμά, τουλάχιστον στα στανταρντς μιάς καλλιτεχνικής αίθουσας.
Οι τελευταίοι στο «Αίμα από το αίμα μου» μπορούν να βρουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως βρήκε κι ο υπογράφων ενδιαφέροντα στοιχεία στην ταινία, τα οποία, όμως δεν ξέρω πόσο ικανοποιούν ή «γεμίζουν» τους θεατές.
Δηλαδή το στοιχείο που βρήκα ως ενδιαφέρον είναι αφενός το ότι ως σχεδόν άθεος αριστερός, κάνει μια ταινία πάνω στα εκκλησιαστικά ζητήματα και τολμάει να μην παραγνωρίζει και το στοιχείο της Πίστης. Χωρίς να είμαι θρησκευόμενος, το να βλέπω ένα θέμα να αντιμετωπίζεται σφαιρικά, όπως εδώ το θέμα της Εκκλησίας, πάντα με ελκύει διότι δείχνει μια καλλιτεχνική ανωτερότητα ή κι ωριμότητα (αναλόγως με την περίπτωση) όπου δεν ήρθε κάποιος να δογματίσει και να δει και να πει τα πράγματα μονόπλευρα αλλά να θέσει εξεταστικά ένα ζήτημα. Κάτι τέτοιο, τον μεταφέρει απευθείας στην περιοχή της Τέχνης οπότε μάνι- μάνι, τουλάχιστον σε μένα, ξεκινά ένας σεβασμός.
Η κριτική του απέναντι στο θέμα περί Θρησκείας, Εκκλησίας κλπ παραμένει. Στους ανθρώπους όμως που πιστεύουν ανακαλύπτει ή προσδίδει στοιχεία τα οποία αν δεν μοιάζουν με αναγνώριση, είναι κάτι από κατανόηση και θαυμασμός και σίγουρα δεν είναι οίκτος.
Ενπάση περιπτώσει, επειδή είναι και το είδος τέτοιο που παρασύρει τον κριτικό να αρχίσει να φιλοσοφεί και να ξεφεύγει από την ταινία, είτε δυσκολεύεται να την αναλύσει και να την παρακολουθήσει, θα αποφύγω τη συνέχιση περί ιδεολογικών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων του Μπελόκιο και θα σταθώ στο πως το έκανε όλο αυτό. Αφηγείται δύο ιστορίες που τις χωρίζουν κάτι αιώνες. Η μία αφορά στα 1600 και κάτι, σε ένα μοναστήρι, ‘όπου μια πανέμορφη μοναχή κατηγορείται ως μάγισσα επειδή, κατά το κατηγορητήριο, ξελόγιασε έναν ιερωμένο, του ενέβαλε τον Πειρασμό. Η δεύτερη ιστορία αφορά στο σήμερα κι έχει να κάνει με μια υπόθεση διαφθοράς που διαδραματίζεται στον ίδιο τόπο, στο μοναστήρι εκείνο που το έχει μετατρέψει σε καταφύγιο ένας εμπλεκόμενος σε οικονομικο-πολιτικά σκάνδαλα. Οι ηθοποιοί που εμφανίζονται στην ιστορία του 1600 ξαναβγαίνουν , με διαφορετικά ρούχα αλλά και τερτίπια σε μια προσπάθεια παραλληλισμού κάποιων πραγμάτων.
Περιέργως, το κομμάτι του 1600 είναι πιο υποβλητικό και πιο ενδιαφέρον από το σύγχρονο, το σημερινό, κι ας είναι πιο κοντά στην ιδεολογία και στην συνέπεια του Μπελόκιο. Το κομμάτι της μοναχής-μάγισσας δείχνει έναν ποιητή. Εχει υποβολή, έχει ατμόσφαιρα, η κριτική είναι πιο έμμεση αλλά χάρη στην ποίηση μοιάζει για πιο άμεση. Το δεύτερο κομμάτι έχει δράση και μια κάποια περιέργεια να ικανοποιήσει αλλά, συγκρινόμενο με το πρώτο, κινδυνεύει από πεζότητα κι από το γεγονός ότι έχουμε δει πολλές παρόμοιες ιστορίες στο ιταλικό σινεμά, όσοι το παρακολουθούμε. Αν και στο δεύτερο μέρος συναντάμε και τον ΦΙΛΙΠΟ ΤΙΜΙ, ένα ηθοποιό της σύγχρονης Ιταλίας που εκτιμώ (ο Μουσολίνι στο «Vincere)που παίζει τον «τρελό του χωριού» κι ανεβάζει τα γράδα όπως και τους άλλους ηθοποιούς που παίζουν ενσυνείδητα τους ήρωες ως καρικατούρες.
Είναι ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, αυτό που λέμε «άνιση ταινία», όπου οι δύο εποχές από τη μία δεν ισορροπούν ως προς το περιεχόμενο τους, από την άλλη η αταίριαστη συνύπαρξη τους δίνει στο έργο μια σπιρτάδα.
Στα θετικά του auter-ισμού που έχω να προσάψω ως προς τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως το σενάριο το εμπνεύστηκε, όπως έχω πληροφορηθεί, από ταινία μικρού μήκους κάποιου μαθητή του σε αυτό το ειδικό κινηματογραφικό σχολείο στο οποίο κινείται με ιδεολογικό γνώμονα.
ΑΝΙΣΟ μεν έργο αλλά δεν το «πετάς» με τίποτα. Αν μη τι άλλο εξ αιτίας μιάς υποβολής που πετυχαίνει.