Από την άλλη, με όλες αυτές τις «βαθμολογήσεις» στην ευρύτερη διαδικτυακή περιοχή, τι συμπεράσματα να βγάλεις;
Το «Τρέξε» είναι από αυτά που δεν κυνήγησα κατά την πρώτη τους προβολή και άφησα για την δεύτερη, που έχω καθιερώσει για παρόμοιους λόγους, σε αυτό το site, ακόμα και για λόγους ψυχραιμίας.
Φυσικά και δεν έχει καμμία σχέση με το «Moonlight», σε κανένα απολύτως επίπεδο κι ήταν το πρώτο που με έκανε επιφυλακτικό στο να σπεύσω, εξαιτίας των όσων διάβαζα. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσα να γράψω μύδρους εναντίον της ταινίας αλλά τι φταίει το ταινιάκι να το βρίζουμε για συγκρίσεις αδόκιμες στις οποίες το υποβάλουν τη στιγμή που οι ρίζες του είναι εντελώς διαφορετικές από του «Moonlight» , όπως διαπίστωσα.
Το «Moonlight» δεν είχε καμία σχέση με τα όσα τράβηξαν οι μαύροι από τους λευκούς, δεν ήταν τέτοια ιστορία. Ηταν μια ιστορία εντός της αφρο-αμερικάνικης κοινότητας και δη μιάς συγκεκριμένης κοινωνικά κι ήταν η πορεία ενός αφρο-αμερικανού προς την αυτογνωσία εντός του λούμπεν περιβάλλοντος της δικής του κοινότητας. Τι σχέση έχει με αυτό εδώ;
Το «ΤΡΕΞΕ» κρατεί τις ρίζες του από το «ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΙΟΣ ΘΑΡΘΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ», την κλασική και πρωτοπόρα από πλευράς περιεχομένου για την εποχή της, ταινία του Στάνλευ Κράμερ με τον Σύντντευ Πουατιέ και το ζεύγος Σπενσερ Τρέισυ-Κάθριν Χέμπορν, για το οποίο η ΚΑΘΡΗΝ πήρε το δεύτερο της Οσκαρ ως σοφιστικέ γκαλερίστα του Σαν Φραντσίσκο, που στο προοδευτικό σπίτι της ενέσκηπτε αποτόμως ρατσιστική προκατάληψη απρόβλεπτη.
Όπως σε εκείνο το φιλμ, έτσι και σε τούτο, μια λευκή κοπέλα αποφασίζει να γνωρίσει στους ευκατάστατους και φαινομενικά προοδευτικούς γονείς της, τον γκομενάκο της που είναι μαύρος.
Πενήντα χρόνια χωρίζουν τις δύο ταινίες και το θέμα της φυλετικής προκατάληψης εξακολουθεί να ταλανίζει στις ΗΠΑ κι όχι μόνο αλλά εκεί σίγουρα,κι ας έγιναν τόσα και τόσα ενδιαμέσως, κι ας εκλέχτηκε και μαύρος Πρόεδρος για μία οκταετία.
Σε αυτό το λανθάνον σκεπτικό στήνεται η ταινία μόνο που η φυλετική σύγκρουση δεν διεξάγεται στο πλαίσιο μιάς σοφιστικέ κοινωνικής κομεντί όπως ήταν το φιλμ του Κράμερ αλλά μετατρέπεται σε θρίλερ.
Το οποίο θρίλερ κτίζεται σταδιακά, μέσα από κλιμακώσεις , διότι ο μαύρος γκομενάκος κάτι σιγά σιγά συναισθάνεται, κάποιες κινήσεις και συμπεριφορές των γονέων και του αδελφού της κοπέλας τον ξαφνιάζουν, κάποιες ύποπτες κινήσεις μαύρου υπηρετικού προσωπικού τον βάζουν σε υποψίες.
Και συνειδητοποιεί ότι έχει πέσει σε μεγάλη παγίδα.!
Ο σκηνοθέτης ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΗΛ είναι ο κινητήριος μοχλός της όλης δουλειάς, ο οποίος σκηνοθετεί για πρώτη φορά αλλά έχει πίσω του κάποια θητεία ως ηθοποιός αλλά και συγγραφέας, κυρίως στο stand-upcomedy ενώ είναι και μαύρος αλλά από τη μεριά του πατέρα του- η μητέρα είναι λευκή, άρα ΜΙΓΑΣ, όμως έχει πάρει τα χρώματα από τον πατέρα..
Όλα αυτά τα βιογραφικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν κι «άχρηστα» ως στοιχεία για την κριτική μιάς ταινίας. Συνήθως καταφεύγουν σε αυτά, όταν πάνε να στήσουν θεωρία του auteur.
Αν τα επικαλούμαι, το κάνω για το γεγονός πως ενώ δεν προέρχεται από το είδος, ενώ δεν έχει σκηνοθετική πείρα, αποδεικνύει ότι έχει όλα τα άλλα και σίγουρα ότι έχει παρακολουθήσει θρίλερ και γνωρίζει τους κανόνες του διότι αυτά να του ήρθαν ως επιφώτιση χωρίς να έχει παρακολουθήσει έστω κι ένα φιλμ, θα φάνταζε περίεργο.
Αποδεικνύει αφενός κατάρτιση στο είδος θρίλερ κι αφετέρου στο ότι γνωρίζει πως αν θες να πεις κάτι σε μια ταινία, πρέπει να τα διαθέσεις αυτά μέσω σεναρίου. Το σενάριο το έχει γράψει ο ίδιος. Δεν θα έλεγα ότι είναι ένα σενάριο για υπόκλιση, είναι, όμως, ένα σενάριο με πλεύση, γνωρίζει καλά που θέλει να βαδίζει και να πηγαίνει, θέλει να είναι θρίλερ ως είδος αλλά ο «προβολέας» να μένει διαρκώς εστιασμένος στο φυλετικό ζήτημα και στην προκατάληψη. Πράγματα που έτσι κι αλλιώς είναι… θρίλερ τρόμου, για όσους ανθρώπους τα έχουν δοκιμάσει κι υποστεί,. οπότε εδώ, τα μεταφέρει σε ένα θρίλερ κλειστού σπιτιού με πολύ καλά ντεκουπαρισμένο το σενάριο του. Επίσης , για να πετύχει το focus στο φυλετικό ζήτημα, κατά την ανέλιξη του θρίλερ, και για να μη λέμε κι εμείς γενικόλογα πράγματα, έχει φτιάξει για όλα τα πρόσωπα, χαρακτήρες. Χαρακτήρες για να λειτουργήσουν μέσα στο είδος, όχι για να κάνουν θέατρο αλά Τσέχωφ. Βέβαια, είναι χαρακτήρες που περισσότερο αποκαλύπτονται παρά εξελίσσονται, τα προσωπεία είναι που φανερώνονται, αυτό όμως δεν παύει να κάνει ενδιαφέροντες τους ρόλους και να δίνει κίνητρα στους ηθοποιούς για το από πού θα τους πιάσουν, τι θα υποδείξουν, τι θα καλύψουν στην αρχή, τι θα φανερώσουν στη συνέχεια. Δεν του φαίνεται αλλά τις κάποιες ερμηνευτικές απαιτησούλες τις έχει.
Ο πρωταγωνιστής ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΑΛΟΥΑ, ο οποίος είναι Αφρο-βρετανός κι όχι Αφρο-Αμερικανός, έχει όλο αυτό το συμπαθητικό του ήρωα-παγιδευμένου θύματος, αυτό που έκανε σταρ τον Σύντνευ Πουατιέ και τον Ντένζελ Ουάσινγκτων, και την καταφέρνει την ταινία μια χαρά, αν διαθέτει κι εκτόπισμα εφάμιλλο εκείνων θα φανεί παρακάτω (αν και τα εκτοπίσματα διακρίνονται με τη μία).
Οι ηθοποιοί, οι της λευκής οικογενείας, όπως κι ο μαύρος ευφυής φίλος του, κυρίως όμως οι πρώτοι, που είναι και δόκιμοι ηθοποιοί (όπως η ΚΑΘΡΗΝ ΚΙΝΕΡ κι ο ΜΠΡΑΝΤΛΕΥ ΓΟΥΙΝΤΦΟΡΝΤ) οι οποίοι «καταδέχτηκαν» να παίξουν στο είδος αλλά οι ρόλοι ήταν καλύτεροι από περιπτώσεις άλλων συναδέλφων τους που η ανάγκη τους σπρώχνει να πουν το «ναι», ερμηνεύουν θαυμάσια. Το ίδιο κι η κόρη, η ΑΛΙΣΟΝ ΓΟΥΛΙΑΜΣ. Ειδική μνεία για την μαύρη υπηρέτρια, την ΜΠΕΤΤΥ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ, η εκφραστικότητα της οποίας τιμά τα κοντινά πλάνα.
Μνεία και για τη φωτογραφία (ΤΟΜΠΥ ΟΛΙΒΕΡ) που φώτισε δημιουργικά το πλατό, που συνέθεσε φωτισμούς εντός στημένου περιβάλλοντος κι έφτιαξε ατμόσφαιρα υποβολής αλλά και ζωντανέματος εσωτερικών χώρων.