Μέσα στην όλη κινηματογραφική υπερπληροφόρηση των ημερών και στο «ξεστοκάρισμα» που ταλανίζει την κινηματογραφία, ειδικά τώρα ενόψει θερινής περιόδου, «χάνονται» και έργα που πραγματικά θα άξιζαν τον κόπο.
Βέβαια, η «ΕΝΟΧΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ» είναι ένα έργο «χειμωνιάτικο» θα μπορούσε να πει κανείς. Είναι έργο ατμόσφαιρας, σκέψεων, δραματικών καταστάσεων, έντονων πολύ, που υποτίθεται δεν ταιριάζει στους θερινούς μήνες κι ειδικά στην εβδομάδα που κυκλοφόρησε κι είχαν ενσκήψει οι ζέστες.
Εγώ προσωπικά σε αυτούς τους διαχωρισμούς στέκομαι με κάποιο σκεπτικισμό, με κάποιες επιφυλάξεις. Αδιαμφισβήτητα δέχομαι και παραδέχομαι ότι η καλοκαιρινή περίοδος με τις μεγάλες ζέστες και τις υπαίθριες αίθουσες , μειώνει την προσληπτική διάθεση του κοινού για κάτι πιο βαρύ, η ζέστη χαλαρώνει τον άνθρωπο και τον προδιαθέτει για πράγματα πιο ανάλαφρα που δε θα ταλαιπωρήσουν, δεν θα πιέσουν, δεν θα ζορίσουν τη διάθεση του. Από την άλλη, όμως, αυτό ανατρέπεται όταν στα θερινά σινεμά και στους καλοκαιρινούς μήνες γενικά, είδα στην ως τώρα ζωή μου σχεδόν όλο τον κλασικό κινηματογράφο, πανταχόθεν προερχόμενο, με έργα βαριά και δύστροπα που τα απόλαυσα, από προσωπική επιλογή και κατανόηση κι όχι σαν κατευθυνόμενος παπαγάλος που έπρεπε να πω ότι μου άρεσε ενώ με είχε καταβάλει η πλήξη ή με είχε κυριεύσει η αγανάκτηση.
Συνεπώς , και για την «Ενοχή των αθώων» δεν θα τα έριχνα με σιγουριά στη ζεστή εβδομάδα όσο στο αλόγιστο ξεστοκάρισμα που δεν επέτρεψε να φανεί η ταινία όσο θα της άξιζε.
Πρόκειται για γαλλο-πολωνική συμπαραγωγή, γυρισμένη από Γαλλίδα σκηνοθέτη, την ΑΝΝ ΦΟΝΤΑΙΝ (από Λουξεμβούργο λένε τα τυπικά βιογραφικά της-πάντως στο γαλλικό σινεμά σταδιοδρομεί, όπως άλλωστε κι ο Ελβετός Γκοντάρ «πολιτογραφήθηκε» Γάλλος) η οποία έχει δώσει «πολωνικό» ύφος στην ταινία και θα έλεγα ότι είναι μια προχωρημένη κι ώριμη δουλειά της. Η σκηνοθέτης αυτή κάνει προσεκτικά βήματα, κατακτά εδάφη, έχει κάνει θαυμάσιες κομεντί (όχι σαν κι αυτές του σωρού που βλέπουμε τα καλοκαίρια), έχει κάνει βιογραφίες , έχει κάνει δράματα και τώρα καταπιάνεται με κάτι πιό δύσκολο.
Η υπόθεση μας μεταφέρει στην Πολωνία του 1945 γύρω από ένα καθολικό μοναστήρι όπου μια σειρά από καλόγριες έχουν πέσει θύματα βιασμού από Ρώσους στρατιώτες και κυοφορούν τον καρπό της «αμαρτίας» τους. Μία Γαλλίδα γιατρός ειδοποιείται με απόλυτη μυστικότητα, και το θαυμάσιο, θα έλεγα σενάριο, κατορθώνει και μετατρέπει σε πλοκή και σε εξέλιξη, θέματα και ιδέες που αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους και δίνουν πνοή και δραματική υπόσταση στο έργο.
Αν κάτι λείπει από την ταινία είναι το στοιχείο της ποίησης κι αυτό είναι που αδυνατεί να την εκτοξεύσει σε υψηλότερα διαμετρήματα. Όμως ως αφήγηση είναι κινηματογραφικώς άριστη, πρόκειται για αφηγηματικό κινηματογράφο ποιότητας (άλλωστε κι ο υπογράφων είναι πιο κοντά στον αφηγηματικό κινηματογράφο από όσο στον ποιητικό- προσωπικά με ελκύει περισσότερο το σινεμά που αφηγείται μια ιστορία) όπου στα αφηγηματικά πλαίσια, η Φονταιν καταφέρνει και πιάνει και ποιητικούς τόνους. Απλώς, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον ποιητικό κινηματογράφο και στους ποιητικούς τόνους μιάς αφήγησης, μιάς ιστορίας.
Το έργο προσφέρει στο θεατή, μαζί με τα δραματική απόλαυση και σωρεία μηνυμάτων και θεμάτων πάνω στον Πίστη, στη Μητρότητα, στην Αμαρτία, στο νόμιμο και στο παράνομο, παρακολουθεί τον μοναστικό βίο κι είναι σαφέστατη η πλεύση από το πώς έχει φτιάξει κεντρική ηρωίδα όπου μέσα από αυτήν παρακολουθεί ο θεατής την ιστορία, άρα και τις θέσεις των καταστάσεων που θίγει. Κεντρική ηρωίδα είναι η Γαλλίδα γιατρός του Ερυθρού Σταυρού, τη δική της ιστορία πάνω στο θέμα μας λέει το φιλμ, κι οι θεατές (βασικός σεναριακός ΚΑΝΟΝΑΣ) βλέπουμε το έργο μέσα από τα δικά της μάτια. Αν ας πούμε την ίδια ιστορία ήθελε να μας την πει το φιλμ μέσα από την ηγουμένη ή μέσα από κάποια από τις παθούσες νεαρές μοναχές, θα έπρεπε να γραφτεί ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο πάνω στο ίδιο θέμα.
Εξαίρετο σενάριο, το επαναλαμβάνω, όπως εξαίρετη κι η δουλειά της σκηνοθέτη Ανν Φονταιν και βεβαίως η φωτογραφία που μας βάζει απολύτως στο πολωνικό κλίμα του 1945. Αποδοτική η ΛΟΥ ΝΤΕ ΛΑΑΖ στο ρόλο της Γαλλίδας γιατρού, αν και δεν «γράφει» φυσιογνωμικά στο φακό με τη μία.