Κι αυτό που είδα δεν το πίστευα.
Διότι έχει πάνω του όλα, ας πούμε, τα απωθητικά στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Μόνο που σε κάθε ένα από αυτά ρίχνει τη δική του ανατροπή, το δικό του ΜΟΝΟ ΠΟΥ…
Και ξεκινάμε από το σενάριο, όπου κι η κουτσή Μαρία στις μέρες μας για κάθε ελληνική ταινία που βλέπει επαναλαμβάνει το «μότο» πως «πάσχει από σενάριο», ακόμα και σε εκείνες τις φουκαριάρες (ταινίες εννοώ) που τυχαίνει να έχουν σενάριο.
ΜΟΝΟ ΠΟΥ… η ταινία του ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΠΑΣΧΟΥ έχει σενάριο! Απλώς , οι «κουτσές Μαρίες» δεν ξέρουν τι ακριβώς εννοούν κι ότι κάθε είδος, κάθε γραφή, έχει και τη δική του οπτική στο σενάριο. Σενάριο, δεν είναι μόνο το έργο πλοκής. Το «Αφτερλωβ» έχει σενάριο που αφορά όλο σε διάλογο ο οποίος γίνεται ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Ένα σύγχρονο ζευγάρι που «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε». Ο διάλογος που διαμείβεται μεταξύ τους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι φρέσκος, αεράτος, ζωηρός, μοντέρνος, στιλπνός, δεν αμπελοφιλοσοφούν, μιλούν όπως μιλούν ακριβώς τα ζευγάρια και ενώ χαρακτηρίζεται από ωραία κοψίματα, από καταπληκτικές παύσεις, ανάσες, διαφυγές.., έχει τέτοιο ρυθμό ώστε δεν αισθάνεσαι ότι επαναλαμβάνεται διότι στην ουσία μας δείχνει το χρονικό μιας επανασύνδεσης και κάπου μας βάζει στο trip αν αυτοί οι δύο θα καταφέρουν να μείνουν μαζί, ύστερα από όλα αυτά που γίνονται, ή θα ακολουθήσουν τη δική τους πεπατημένη.. ένας από τους δύο να φύγει. Το «ένας φεύγει, ένας μένει, κι ένας κλαίει για τους δυό». Για να μη βαριόμαστε, σημαίνει πολύ απλά ότι τα πρόσωπα μας έγιναν οικεία, ότι νοιαζόμαστε κι εμείς οι θεατές για τη σχέση τους… Αρα, υπάρχουν χαρακτήρες. Δεν νοιάζεσαι για πρόσωπο αν αυτό δεν έρχεται μπροστά σου ολοκληρωμένο . Συνεπώς, η «κουτσή Μαρία» ας το πληροφορηθεί αυτό ώστε να μην επαναλαμβάνει ως «μότο» κάτι που η ίδια αγνοεί.
Το δεύτερο απωθητικό στοιχείο που θα μπορούσε να κάψει την ταινία είναι πως παίζουν μόνο δύο πρόσωπα. Εδώ στο θέατρο και δεν αντέχουμε έργα δύο προσώπων αν οι ηθοποιοί δεν έχουν την λάμψη ή την τσαχπινιά στο παίξιμο ώστε να μας καθηλώσουν. Και θα το ανεχθούμε στον κινηματογράφο και μάλιστα σε έργο δωματίου;
ΜΟΝΟ ΠΟΥ… στο συγκεκριμένο φιλμ, τα πρόσωπα που μας έχουν γίνει σεναριακώς οικεία και νοιαζόμαστε για αυτά και θέλουμε να τους δούμε να πέφτουν αγαπημένοι στο κρεβάτι κι όχι να μαλώνουν διαρκώς άνευ λόγου εξ αιτίας προσωπικών ανασφαλειών του καθενός που δεν κοιτάει τι του χαρίζει το έτερον ήμισυ αλλά κολλάει – και τελικώς τα χαλάει- στο ότι δεν του λέει με τον τρόπο που θα ήθελε να τα ακούσει.
Ξαφνικά σε αυτό που αναφέρω, το καθαρά σεναριακό, το έργο αποκτά καθολικότητα πάνω στα ζευγάρια και σε αυτό έχουν συμβάλει τα δύο νέα παιδιά που κρατούν τους ρόλους. Δυο πρόσωπα. Μόνο . Σε σινεμά αυτά, το τονίζω. Ο ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ είχε δώσει στίγμα στους «Αισθηματίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Εδώ , έχει ανέβει κατακόρυφα. Ταλέντο κινηματογραφικό στο παίξιμο ξεχειλίζει από άκρη σε άκρη του ρόλου, εμπλουτισμός, γοητεία φακού ,χάρη, άνεση, τσαχπινιά, πονηριά, δραματικότητα όταν χρειαστεί και ξαφνικά γραπώνει το φακό και κατακτά την οθόνη. Η ΗΡΩ ΜΠΕΖΟΥ το δικό της μέρος το ξετυλίγει σιγά σιγά. Είναι έτσι κι η σκηνοθεσία αλλά βασικά το σενάριο. Πρώτα αφήνεται ο Φραγκούλης να αλωνίσει κι ύστερα έρχεται εκείνη, σιγά σιγά ξετυλίγει την προσωπικότητα της όπως ξετυλίγεται κι ο ρόλος της και καταλήγει η ιδεώδης παρτενέρ σε αυτή τη σχέση, η ιδανικότερη κόντρα που θα μπορούσε να γίνει για να καταλήξει στην απόλυτη εναρμόνιση με τον συμπρωταγωνιστή, να ολοκληρωθούν σε τέλειο επί της οθόνης ζευγάρι. Να θέλεις αυτούς τους δύο να τους βλέπεις μαζί.
Οι ρόλοι οφείλουν στους ηθοποιούς το απόλυτο για να ζωντανέψει το έργο εξού και φτάνουν ως τη σεναριακή υπεράσπιση.
Άλλο απωθητικό στοιχείο, θα μπορούσε να ήταν ότι ο σκηνοθέτης, σύμφωνα με το σενάριο πάντα, τους έχει κλείσει μέσα σε ένα σπίτι.
ΜΟΝΟ ΠΟΥ… ο σκηνοθέτης ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΠΑΣΧΟΣ δείχνει πως ξέρει κι από σενάριο κι από ντεκουπάζ κι από καθοδήγηση ηθοποιών κι από πλάνα. Με εντυπωσίασε στο ότι έχει ολόκληρες σεκάνς διαλόγου στις οποίες δεν γίνεται ούτε ένα «cut», να αλλάξει ρε αδερφέ γωνία ο φακός. Αφήνει τη σκηνή, τη μεγάλη σκηνή να εκτυλίσσεται μονοπλάνο. ΜΟΝΟ ΠΟΥ,- ΚΙ ΕΔΩ!-, μέσα στη σκηνή που βλέπουμε γίνονται του κόσμου τα πράγματα. Αλλάζουν συναισθήματα κι ατάκες σαν να ήταν στρόβιλοι. Η κάμερα εμπιστεύεται απόλυτα τους ηθοποιούς κι απόλυτα τους αναδεικνύει, κι αυτούς κι αυτά που λένε. Αυτά είναι ικανότητες που ανατρέπουν τις παθογένειες.
ΚΙ επίσης μιλάμε για ένα σπίτι.
ΜΟΝΟ ΠΟΥ αυτό το σπίτι είναι του Νίκου Νικολαίδη και της Μαρί Λουίζ , που σήμερα ζει εκεί ο Συμεών ΝΙκολαίδης και φυσικά το αναγνώρισα διότι έχω περάσει εκεί μέσα δεκαετίες αγάπης αλλά μου έκανε εντύπωση όχι μόνο «το σπίτι που διάλεξε» όπως θα έλεγαν πολλοί διότι δεν είναι πάντα στο χέρι των κινηματογραφιστών, ειδικά σε αυτές τις μικρές παραγωγές, «να διαλέγουν σπίτια» μα είναι και ποια τους προσφέρονται. Το θέμα είναι ότι κατέληξε ενπάση περιπτώσει, χωρίς να ξέρω το παρασκήνιο και δεν με ενδιαφέρει, σε αυτό το συγκεκριμένο, το οποίο το δικαιολόγησε και το εξήγησε ΣΕΝΑΡΙΑΚΑ πως βρέθηκε ο ήρωας μας σε ένα τέτοιο σπίτι και παρέσυρε εκεί την μονίμως πρώην και σταθερά νυν, κι επειδή τυχαίνει να ξέρω το σπίτι, εκτίμησα την άποψη του σκηνοθέτη πάνω στο σπίτι ως χώρους δράσης, την άποψη του δηλαδή πάνω στο ντεκόρ. Δεν ξέρω αν το θέμα άπτεται και της μεταφυσικής κι είχε να κάνει με το ότι φτερούγιζε κάπου εκεί μέσα το πνεύμα του Νικολαίδη, ξέρω όμως πως είδα στα credits το όνομα του Συμεών ΣΣ μη μου ζητήσουν μερικοί να το κλίνω «του Συμεώνος».. όλα κι όλα) στη σκηνογραφική διεύθυνση και της Μαρί Λουίζ στα κοστούμια κι εκεί σιγουρεύτηκα ότι η επιλογή δεν ήταν τυχαία.
Ενπάση περιπτώσει, το αγάπησα πολύ αυτό το ζευγάρι, σε όλα του τα στάδια, σε όλες τους τις ψυχολογίες (θεωρώ ευρηματική τη σκηνή που επιτέλους θα πέσουν στο κρεβάτι και τι είδους διαθέσεις γεννά στους δύο χαρακτήρες) και καταλήγω, για να μην επαναλαμβάνομαι, πως είδα μια ταινία μοντέρνα, ζωηρή, που θα μπορούσε ο καθένας να τις αναλύσει τις «επιρροές» που ανακάλυψε αλλά εγώ αποφάσισα να αποφύγω κάτι τέτοιο κι αντί να ασχοληθώ με τις «αναφορές», προτίμησα να ασχοληθώ με την ίδια την ταινία. Της αφέθηκα να με κατακτήσει δηλαδή. Εγινα το ένα σκέλος του ζευγαριού. Το άλλο σκέλος ήταν φυσικά η ταινία!