Πέθαινα για αυτή τη σειρά. Πιτσιρίκι του δημοτικού. Την ξαναβλέπω τώρα που την ξαναμεταδίδει το Action 24 και ξαναζώ το χρόνο εκείνο. Ο ΡΟΤΖΕΡ ΜΟΥΡ ήταν ο πρώτος ηθοποιός στην τηλεόραση που θαύμασα μικρός τόσο πολύ, όπως θαύμαζα τους ηθοποιούς στον κινηματογράφο.
Αυτά που με τραβούσαν πάνω του στην πρώτη κι ανώριμη «κριτική» μου αξιολόγηση, ως παιδί ακόμα, ήταν πρώτα το χιούμορ του. Πάνω του μελέτησα, επειδή τον είχαμε και μέσα στο σπίτι, αυτό που λένε φλεγματικός Αγγλος και που ακόμα δεν ήξερα τι θα πεί η λέξη «φλεγματικός».
Υπήρχαν κι άλλοι που μου άρεσαν τις μέρες του Σάιμον Τέμπλαρ, όπως ο «Βαρώνος», ο «Φυγάς» , οι «Επικίνδυνες αποστολές» αλλά «ΩΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΤΕΜΠΛΑΡ». Ετσι έλεγα.
Μετά ήρθαν κι οι «Αντίζηλοι» με τον Τόνυ Κέρτις και το ολοκληρώσαμε.
Κάποια στιγμή είχε έρθει και στην Ελλάδα, εκεί στα τέλη της δεκαετίας 60, έγινε χαμός, παρόλο ότι ακόμα δεν είχαν πουληθεί πολλοί τηλεοπτικοί δέκτες ώστε να τον γνωρίζουν, δεν είχε ξεκινήσει ο «Αγνωστος Πόλεμος» κι ο Ρότζερ Μουρ πέρασε σε όλες τις κοσμικές και κοινωνικές στήλες των εφημερίδων. Αρα, και με λίγους δέκτες, αυτός ήταν σταρ. Τόσο σταρ που κυκλοφόρησε και στα κέντρα και πήγε κι εκεί που εμφανιζόταν τότε η Ζωζώ Σαπουντζάκη , τους φωτογράφισαν μαζί, μετά από μέρες τους συνέλαβαν οι εγχώριοι παπαράτσι να διασκεδάζουν και παρέα σε κάποιο άλλο κέντρο κι άρχισαν κάτι φήμες περί «ειδυλλίου». Γύρευε.. Πάντως ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ έδωσε τότε ρέστα με αφορμή αυτή τη φημολογία, γράφοντας ένα ευθυμογράφημα στις καλές του ώρες με τίτλο «Κι εμείς πάμε πολύ καλά στο «Βέμπο»». Υποτίθεται πως ο Ρότζερ Μουρ έλεγε στη Ζωζώ τα μελλοντικά του σχέδια σε Χόλυγουντ κλπ κι εκείνη του επαναλάμβανε κάθε τόσο τη φράση «Κι εμείς πάμε πολύ καλά στο «Βέμπο»» όπου συνεργαζόταν τότε η Ζωζώ.
Αρα, ήταν σταρ ο Ρότζερ Μουρ από τότε, ίσως ο πρώτος μεγάλος σταρ που γεννήθηκε από την τηλεόραση.
Ωστόσο, επειδή από μικρός ασχολιόμουν (και με κυνηγούσαν γονείς και δασκάλες…) άρχισε να μου κάνει εντύπωση που αυτός ο ηθοποιός, με την τόση τσαχπινιά, με αυτό το χιούμορ και τη χαριτωμένη αλλά και γοητευτική εμφάνιση που έκανε τόσο πάταγο στην Ελλάδα των περιορισμένων ακόμα τηλεοπτικών δεκτών, δεν είχε κάνει τίποτε το αξιόλογο ως τότε , στο σινεμά.
Είχαι παίξει δεύτερο και τρίτο βιολί στο «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» του Ρίτσαρντ Μπρουκς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Βαν Τζόνσον, είχε παίξει και σε ένα με την ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ , αμερικάνικο που είχε γυριστεί στην Ισπανία, με τίτλο «Το θαύμα» όπου πρωταγωνιστούσαν ο Βιττόριο Γκάσμαν κι η Κάρολ Μπέικερ.
Και στα δύο φιλμ που είχαν γυριστεί σχεδόν μια δεκαετία πριν από τον «Αγιο», έβγαινε μικρός, λίγος κι ασήμαντος. Ένα ωραίο μεν παιδί αλλά που δεν έκανε γκελ.
Το «γκελ» του το βρήκε η τηλεόραση κι ο ρόλος του «Αγιου». Είναι αυτό που το διδάχτηκα από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και το έχω γράψει πολλές φορές, ότι ο ηθοποιός περιμένει το ρόλο που θα έρθει και θα του αναδείξει τα προσόντα, δηλαδή την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Αρκεί να είναι τυχερός και να του έρθει ή να του έρθει νωρίς.
Ο Σάιμον Τέμπλαρ έδωσε στον Ρότζερ Μουρ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ. Του ανέδειξε όλο αυτό που ο ίδιος διέθετε αλλά τα ρολάκια του ξανθού γόη που του έδιναν στο Χόλυγουντ, δεν ήταν σε θέση να του αναδείξουν το παραμικρό. Εως και του μίκραιναν κι αυτό που είχε. Ο «Αγιος» του ανέδειξε τα στοιχεία, τον έκανε ΡΟΤΖΕΡ ΜΟΥΡ. Και για το πόσο σπουδαία επένδυση ήταν αυτός ο ρόλος, το είδαμε στη συνέχεια με την κίνηση ΜΑΤ που του επιφύλαξε η ΖΩΗ: Να γίνει ο νέος Τζέημς Μποντ ύστερα από την οριστική αποχώρηση του ΣΟΝ ΚΟΝΕΡΥ.
Κι ο Ρότζερ Μουρ με την έτοιμη από τον «Αγιο» προσωπικότητα έρχεται κι ανανεώνει τον θρυλικό 007.
Για τον «Τζέημς Μποντ» ως χαρακτήρα έχουν γραφτεί πολλά. Σε σύγκριση με τον Σον Κόνερυ που ήταν χρονικά ο πιο κοντινός, είπαν όλοι πως ο Κόνερυ ηταν «καλύτερος».Ηταν εντελώς άδικο διότι τόσο ο Κόνερυ όσο κι ο Μουρ την προσωπικότητα τους έδωσαν στο ρόλο, ανεξαρτήτως ρόλου. Όπως κι όλοι όσοι τον υποδύθηκαν. Πλην Τζορτζ Λέιζεμπυ που ήταν ο απόλυτα ασήμαντος και Τίμοθι Ντάλτον που έπεσε στην κακή εποχή με τα παρηκμασμένα σενάρια πριν επανεκκινήσουν τη μηχανή με τους καινούργιους.
Ο ΡΟΤΖΕΡ ΜΟΥΡ υπήρξε ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ως ΜΠΟΝΤ με την κυριολεκτική έννοια της λέξης «μοναδικός»: Εδωσε ένα στοιχείο που οι άλλοι δεν είχαν δώσει, το ΧΙΟΥΜΟΡ του Σάιμον Τέμπλαρ. Ο 007 στα χρόνια του Μουρ απόκτησε χάρη και τσαχπινιά κι είχε όλη την προσωπικότητα για επιβολή στην οθόνη, στο να εξουσιάζει την οθόνη. ΚΙ αναδείχτηκε ως ο πιο εμπορικός από όλους τους Μποντ που πέρασαν από το πανί.
Για το είδος που αποκαλείται «ταινία Τζέημς Μποντ» αυτό είναι μεγάλο προσωπικό credit.
Από κει και πέρα, άλλα πράγματα που να αποβούν σπουδαία, δεν έκανε. Ηταν ηθοποιός περιορισμένων δυνατοτήτων, έπαιζε σε κάτι πολεμικές περιπέτειες χωρίς απαιτήσεις αλλά κι αυτό οφείλω να το πω, δεν βρέθηκε και το σενάριο εκείνο ή ο σκηνοθέτης η ο παραγωγός που θα τον έβαζαν σε κάτι αξιόλογο και σε αυτό να του ζητούσαν να κάνει star- performance. Δεν βρέθηκε ας πούμε ένα «Birdman» και να δοκιμαστεί πάνω σε αυτό ώστε η προσωπικότητα του να εμπλουτιστεί κινηματογραφικά.
Όμως αυτό που έμεινε, δεν είναι καθόλου μα καθόλου λίγο. Κάθε ηθοποιός κάνει την καριέρα του και δεν μπορεί να ζητιέται από όλους να έχουν παίξει το ίδιο κλασικό ρεπερτόριο ώστε να κριθούν ως ηθοποιοί.
Ο Ρότζερ Μουρ κρίθηκε για τα στοιχεία της χαρισματικής προσωπικότητας που έδωσε στους ρόλους οι οποίοι ζητούσαν προσωπικότητα ολκής κι όχι υποκριτική ολκής, εξού κι αυτά που γράφω σήμερα.
Εξού κι η εκτίμηση στο χώρο του θεάματος όπου τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό, εξού κι ο «τίτλος» του ΣΕΡ που του αναγνώρισε η Βασίλισσα Ελισάβετ, εξού κι η ανθρωπιστική δραστηριότητα με την UNICEF κι η μεγάλη φιλία που τον συνέδεε με την Ωντρευ Χέπμπορν…
Εξού και ξαναβλέπουμε τον προ 55ετίας μαυρόασπρο ΣΑΙΜΟΝ ΤΕΜΠΛΑΡ σε μια εποχή που η τηλεόραση συναγωνίζεται τον μεγάλο κινηματογράφο.
Αν δεν είναι αυτά, credits, τότε ποια είναι;