ΚΙ ενώ κάποτε τα biopicsτα συνήθιζε κυρίως το Χόλυγουντ, τα τελευταία χρόνια μπήκαν κι οι Ευρωπαίοι μαζικά , όταν η Γαλλία, που αγνοούσε το biopicως είδος, μετά την επιτυχία του «ΖΩΗ ΣΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ» που έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Οσκαρ για την πρωταγωνίστρια ΜΑΡΙΟΝ ΚΟΤΙΓΙΑΡ ως Εντίθ Πιάφ, να βάλει κάτω όλες τις διασημότητες της και να τις σινε-βιογραφήσει. Και λόγω συμπαραγωγών και διεθνών χρηματοδοτήσεων μπήκαν στη μέσα κι άλλες Ηπειροι.
Όμως, κι ως εδώ, σε ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΑΣΗ, κανείς δεν θα έχει αντίρρηση, επιχείρησαν την βιογραφία να τη δουν κι ως διαφορετική αφήγηση από τις καθιερωμένες. Μόνο που το «διαφορετικό» μόνο ως λέξη έστω κι ως έννοια δεν φέρνει υποχρεωτικά και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αν δεν υπάρχει συγκεκριμένο σκεπτικό παρα μόνο ντε και καλά το «νέου τύπου»
Οσο κι αν έχουν στην υπηρεσία τους επιστρατευμένους τους διαφημιστικούς κοντυλοφόρους, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αν δεν υπάρχει, αν δεν δηλώνει στο πανί ολοκλήρωση, δεν ξεγελά κανένα κι αφήνει μισές τις γεύσεις.
Φέτος για παράδειγμα είδαμε στην Ελλάδα τρεις τέτοιες «βιογραφίες», τις λεγόμενες νέου τύπου, όπου κι οι τρεις ως δραματικές , κινηματογραφικές βιογραφίες, αποδεικνύονται ελλιπείς. Κι αυτό το «νέου τύπου» περισσότερο μπερδεύει τα πράγματα παρά δείχνει μια αλλαγή στην ουσία.
Στην «ΤΖΑΚΥ» μας περιόρισαν την βιογραφούμενη σε ένα διήμερο όπου συρρικνώθηκε η προσωπικότητα της Τζάκυ Κένεντυ, στον «ΝΕΡΟΥΝΤΑ» πήγαν να δώσουν ποιητική διάσταση στον διώκτη του ποιητή που ο μπάτσος-κεντρικός χαρακτήρας δεν τη σήκωνε, και τώρα στον «ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ» αδυνατούμε να καταλάβουμε ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος εκτός από το ότι ήταν Εβραίος που την κοπάνησε από τη Γερμανία όταν ο Χίτλερ άρχισε τις εκκαθαρίσεις.
Το μόνο που ψελλίζεται ως σκιαγράφηση της προσωπικότητας αυτής, ειδικά για τους θεατές που δεν έχουν εντρυφήσει σε αυτόν, στην Ιστορία του, στο έργο του, είναι πως αδυνατούσε(;) να πάρει ξεκάθαρη θέση εναντίον των Χιτλερικών, κι ότι σαν να τα μάσαγε. Γύρω από αυτό το μοτίβο που επαναλαμβάνεται καθώς ο Τσβάιχ μετακινείται από Βραζιλία σε Αργεντινή κι από κει σε Ηνωμένες Πολιτείες και τούμπαλιν, το ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος δεν το μαθαίνουμε ξεκάθαρα ποτέ. Ούτε στο κομμάτι αυτό της άρνησης του να καταδικάσει επίσημα το καθεστώς των διωκτών ρίχνει κάποιο φως περί σύνθετου χαρακτήρα, ούτε – και για μένα εδώ είναι το πιο σοβαρό «σφάλμα»(;) – παίρνουμε χαμπάρι για το έργο του. Ούτε τι έγραψε ούτε τι είδους συγγραφέας ήταν ούτε περνά τίποτε από το έργο του μέσα στο σενάριο… Τότε τι σόι βιογραφία είναι αυτή; Διότι, αν θέλεις να κάνεις βιογραφία και να την εντοπίσεις σε κάτι συγκεκριμένο κι όχι σε ολόκληρο το βίο κάποιου- δεκτό!- η ταυτότητα του είναι απαραίτητο να φαίνεται στο σενάριο. Αν είναι συγγραφέας δεν μπορεί μέσα από αυτό που θέλεις να δείξεις για αυτόν να μη φαίνεται το έργο του.
Τον Στέφαν Τσβάιχ τον πρωτοπληροφορήθηκα πιτσιρίκι όταν με πήγαν στο θέατρο «Κοτοπούλη» να δω από το θίασο ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ-ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ σε σκηνοθεσία ΚΩΣΤΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ «ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ Τ’ ΑΡΝΙ» που το είχαν παίξει στο Εθνικό του Φώτου Πολίτη ο Βεάκης με την Κατερίνα. Ηταν ένα δράμα που αναφερόταν στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και το έργο στιγμάτιζε τον Βοναπάρτη που με όλη την ηγεμονική ματαιοδοξία του έκλεβε ανερυθρίαστα «του φτωχού τα’ αρνί», την όμορφη, γυναίκα ενός ανθυπολοχαγού του, του Φρανσουά Φουρές. Το έργο είχε μιλήσει στην παιδική ψυχή μου για την ΑΔΙΚΙΑ και διάβασα ακολούθως σε ηλικία δημοτικού σχολείου την «Μαρία Στιούαρτ» και την «Μαρία Αντουανέτα» όπου στην τελευταία μου είχε κάνει εντύπωση η ηρωοποίηση της. Και μου φαινόταν ως κόντρα όλο αυτό στου «Φτωχού τα’ αρνί». Αναδρομικά κι εκ των υστέρων κατάλαβα και κατανόησα περισσότερα περί της πρισματικότητας στην Τέχνη και της ανάλυσης ενός χαρακτήρα που σε εκείνη τη φάση δεν ήμουν έτοιμος, δεν είχα τα κλειδιά για κάτι τέτοιο.
Όλα αυτά τα αναφέρω επειδή σε ένα παιδάκι, ο Τσβάιχ, που δεν ενέπιπτε ηλικιακά στον κόσμο των αναγνωσμάτων του, είπε τόσα. Αρα ήταν ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας -α!, η μόνη ρήση που κρατά η ταινία περί του τι συγγραφέας ήταν έχει να κάνει με την αναφορά πως ήταν ο μεγαλύτερος Γερμανός συγγραφέας της εποχής μαζί με τον ΤΟΜΑΣ ΜΑΝΝ- και με αντικρούσεις που οφείλει να διαθέτει ένας αληθινός διανοούμενος. Η σκηνοθέτης ΜΑΡΙΑ ΣΡΑΝΤΕΡ, οι παραγωγοί και το σεναριογραφικό επιτελείο το θεώρησαν επουσιώδες να περνά κάτι από το έργο του μέσα στα επεισόδια που μας δείχνουν από μια συγκεκριμένη περίοδο; Το έργο κατέληξε σε ιστορία ενός οποιουδήποτε διωκόμενου από τους Ναζί κι όχι σε βιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ.
Την ίδια ώρα, η τηλεόραση έρχεται και τους βάζει τα γυαλιά με βιογραφίες σαν το «FEUD» κι ειδικότερα σαν το «GENIUS» που μαθαίνουμε για τον Αινστάιν, μαζί με τις διώξεις του και τους έρωτες του, και τις ίδιες τις επιστημονικές του έρευνες , ακόμα κι αυτή τη θεωρία της Σχετικότητας.
Κι η πλάκα, η δυσάρεστη πλάκα, είναι πως νομίζουν με αυτές τις βιογραφίες ότι έχουν κάνει τη μεγάλη υπέρβαση και τις υποβάλουν και για το Οσκαρ της Ξενόγλωσσης (τούτο το υπέβαλλε η Αυστρία- το "Νερούντα" η Χιλή), της "Τζάκυ" τα οσκαρικά χαίρια τα είδαμε ). Και μένουν να κοιτάνε με βλέμμα παραπονεμένο τα φιλμ που προκρίνονται αντί των περισπούδαστων αυτοθεωρούμενων «νέων» βιογραφιών.
Από τους ηθοποιούς, πιο πολύ κι από τον πρωταγωνιστή ΓΙΟΖΕΦ ΑΝΤΕΡ, μου άρεσε η ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΣΟΥΚΟΒΑ, που είχα να τη δω και καιρό, στο ρόλο της πρώην συζύγου του Τσβάιχ, την οποία βοηθούσε κι ο ολοκληρωμένος έστω και «μικρός», ολοκληρωμένος πάντως στη συντομία του, χαρακτήρας.
Ως παραγωγή, αναντίρρητα φροντισμένη. Ως σκηνοθεσία, νόμισε πως εξάντλησε το χρέος της με μοντερνιές σαν κι αυτή της εισαγωγής με την ακίνητη κάμερα σε μια άδεια σάλα που περιμένουμε υπομονετικά να γεμίσει…