Το πόσο σημαντική ταινία ήταν το «ΑΛΙΕΝ, ο επιβάτης του διαστήματος» δεν χρειάζεται περαιτέρω υπενθυμίσεις ούτε το πόσο μας είχε εντυπωσιάσει ως σκηνοθέτης αλλά κι ως αισθητικός εισηγητής ο Ρίντλεη Σκοτ. Δεν είχε ξαναγίνει ως τότε τέτοιος συνδυασμός επιστημονικής φαντασίας και ταινίας τρόμου.
Μετά, ο Σκοτ προχώρησε σε άλλα μονοπάτια, με καλές, μεγάλες, μέτριες και κάνα δύο κακές ταινίες ενώ το «Αλιεν» συνέχισε τη δική του πορεία ανεξαρτήτως, όπου και συνέβη κάτι εκπληκτικό. Κάθε μία από τις συνολικά κι επισήμως τέσσερις ταινίες την έκανε κι άλλος σκηνοθέτης κι ο καθένας έβαζε κάτι από το δικό του όραμα με αποτέλεσμα τα «Αλιεν» να έχουν όλα το «προσωπικό» τους κάτι τις και να μπορούν να λειτουργούν αυτόνομα. Αν και κατά τη δική μου κριτική αξιολόγηση, με βάση τους κανόνες κι όχι το αυθαίρετο προσωπικό γούστο, τα δύο σημαντικότερα είναι τα δύο πρώτα, εκείνο του Ρίντλεη Σκοτ και το άλλο του ΤΖΕΗΜΣ ΚΑΜΕΡΟΝ.
Μετά από 38 χρόνια ο Ρίντλεη Σκοτ αποφάσισε να το «ξαναπιάσει». Αυτό από μόνο του ήταν «είδηση». Ο Σκοτ ξανακάνει «Αλιεν»!
Ηταν άραγε μια πρωτοβουλία δική του που ξεκίναγε από εσωτερική παρόρμηση, ύστερα από χρόνια δουλειάς και γνώσης να ξαναπιαστεί με εκείνο στο οποίο κάτι θα είχε καινούργιο να δώσει από τη συνολική πείρα που αποκόμισε σκηνοθετώντας πολλά και διαφορετικά είδη κι ορισμένα εξ αυτών έβγαλαν ταινίες πρώτης γραμμής;
Η ίδια η ταινία δεν μου το επιβεβαίωσε αυτό. Αν υπάρχει κάτι καινούργιο , αυτό είναι περισσότερο ακουμπισμένο σε πιο πρόσφατα φιλμ του Σκοτ, σε μικρό βαθμό στον «Διάσωση» και σε μεγαλύτερο ή και μέγιστο βαθμό στον «ΠΡΟΜΗΘΕΑ» παρά στο «Αλιεν». Το «Αλιεν» ελάχιστα το βρήκα να υπάρχει μέσα στο φιλμ, πλην των ελαχίστων σκηνών με τα τερατάκια, που δεν είχαν και κάτι το ιδιαίτερα ξεχωριστό ΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΟΠΤΙΚΩΝ ΕΦΦΕ ΕΙΧΑΝ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟ ΘΕΜΑ «ΤΕΡΑΤΑ». Τερατάκια πιο ευκίνητα, πιο ευλύγιστα.
Το υπόλοιπο περισσότερο μου έμοιαζε σαν «λογική» συνέχεια του «Προμηθέα», μιάς ταινίας του Σκοτ που ελάχιστα μου άρεσε, με εξαίρεση τα οπτικά εφφέ, και λιγότερο του «Αλιεν».
Προσπάθησα με όλη μου την καλή διάθεση, ακόμα και με το περίσσευμα της, να αναγνωρίσω δεξιοτεχνία, πείρα κι όλα τα σχετικά αλλά σκόνταφτα διαρκώς πάνω στην απουσία έμπνευσης ως προς το «Αλιεν», και βασικά στο story, που ήταν και το σημείο εναντίωσης μου με τον «Προμηθέα». Τεχνικά ήταν άψογο αλλά εδώ που τα λέμε τεχνικά άψογες είναι κι όλες αυτές οι ταινίες- άλλωστε σε αυτό το στοιχείο επιτεύγματος βασίζονται, στο τεχνικό. Οσο καλοπροαίρετος συνήγορος, ή έστω και μάρτυρας, υπεράσπισης να είσαι, δεν γίνεται να επικαλείσαι το «τεχνικά άψογο», θα καταλάβει αμέσως το «ακροατήριο» ότι τους πάς για πλάνη, ότι προβάλεις κάτι δεδομένα καλό που δεν είναι όμως εκεί το θέμα. Σαν να επιδιώκεις να αποφύγεις να μιλήσεις για την ουσία που είναι κι αυτή η οποία βάλλεται.
Ούτε τον ΜΑΙΚΛ ΦΑΣΜΠΕΝΤΕΡ βρήκα ιδιαιτέρως αξιοποιημένο, αν κι αναγνώρισα πως στις τελευταίες του ταινίες ο ίδιος (κι εδώ μπορεί να έχει συμβάλλει κι ο Ρίντλεη Σκοτ) επιδιώκει να αποδεσμευτεί από εκείνο το ναρκισσιστικό ύφος του διαρκούς φλερτ προς τον φακό, κάτι που βεβαίως ως ηθοποιό τον τιμά η προσπάθεια, όμως από την άλλη διαπίστωσα ότι του αφαιρεί και στοιχείο της γοητείας του και της προσωπικότητας του αυτή η «απεμπόληση», το οποίο δεν μπορεί να αναπληρώσει με άλλα όπλα, φερειπείν με γνήσια υποκριτική. Βέβαια, στο συγκεκριμένο έργο πώς να το πετύχει όταν ο διπλός ρόλος που κάποια στιγμή εμφανίζεται έχει και τα δύο πρόσωπα να είναι όμοια κι απαράλλαχτα; Δεν του δίνει δυνατότητες, εκείνες τις δυνατότητες που έδωσε στην Σιγκούρνι Γουήβερ, που επίσης δεν είναι μεγάλη ηθοποιός, να αναδειχτεί, να τον κάνει δικό της και στην ταινία του Κάμερον (όχι του Σκοτ- να τα λέμε αυτά!) να παίξει στα ίσα με τα οπτικά εφφέ και να φτιάξει πρότυπο δυναμικής κινηματογραφικής ηρωίδας.
Ωστόσο, με όρους αυστηρά καταναλωτικούς και με όρους δίωρης απόδρασης, δεν θα ήμουν εντελώς επιθετικός. Όμως, με τους ίδιους όρους δεν θα ήμουν επιθετικός απέναντι και σε άλλες ταινίες παρόμοιες, που δεν συνοδεύονται ούτε από «ετικέτα κύρους» στον τίτλο τους ούτε από βαρύ όνομα σκηνοθέτη.