Το λέω επειδή «Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ» κινδυνεύει να «τιμωρηθεί» αν ξεκινήσει κανείς από το αν ήταν καλύτερο του προηγουμένου.
Επειδή αποτελεί ενός είδους «άτυπη» συνέχεια, του φιλμ «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΣΟΥ» όπου τα ίδια πρόσωπα επανέρχονται σε διαφορετική ιστορία.
Βέβαια, στην Ελλάδα θα είναι υποκρισία να έχει ΓΡΑΦΤΕΙ κάτι τέτοιο (τονίζω με κεφαλαία το ρήμα «ΓΡΑΦΤΕΙ») επειδή το φιλμ εκείνο είχε πάρει κριτικές ίσως και χειρότερες από το τωρινό, εις πείσμα κάθε κινηματογραφικής και καλλιτεχνικής λογικής.
Ούτε που ξέρουν τι σημαίνει ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΤΡΟΥΕΜΠΑ, ούτε γνωρίζουν ποια σεβάσμια θέση κατέχει στο ισπανικό σινεμά ο σκηνοθέτης αυτός, ως δημιουργός λεπτών πολιτικών σατιρικών κωμωδιών σοφιστικέ χαρακτήρα, ο οποίος , όμως,δεν «φεστιβαλίζει» ώστε να τον συναντούν κάθε τόσο στις Κάνες…
Ωστόσο, η χάρη του στις κινηματογραφικές κοινότητες είναι μεγάλη, έχει φτάσει δε ως την Αμερική κυρίως λόγω ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΪΛΝΤΕΡ που ήταν εκείνος οποίος είχε μιλήσει πολύ θερμά για το έργο του Τρουέμπα, τον θαύμαζε απεριόριστα και δική του υπόθεση θεωρείται η κατάκτηση του Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1994 με το «BELLEEPOQUE» χάρη στις δημόσιες τοποθετήσεις του μεγάλου Γουάιλντερ. Ως ένα πνεύμα μπουνιουελικής αφετηρίας που μεταλλασσόταν σε αφηγηματικό- κατά τον Μπίλυ.
Οπότε, στα πλαίσια της γενικότερης περιφρόνησης του στην Ελλάδα δεν είχαν γραφτεί καλά πράγματα ούτε για το «Κορίτσι των ονείρων» κι ας ήταν εξαίσιο. Εξού και χαρακτηρίζω «υποκρισία» το να χαρακτηριστεί στην Ελλάδα «Η βασίλισσα της Ισπανίας» κατώτερη του «κοριτσιού».
Εξω, όμως, θα μπορούσε να συμβεί. Να πουν δηλαδή εκείνοι οι πολλοί που εκτίμησαν το «κορίτσι» πως αυτή η συνέχεια είναι πιο «ισχνή». Με αυτούς δεν θα διαφωνούσα διότι υπάρχει αντικειμενικό γεγονός, υπάρχει γεγονός.
Όμως θα διαφοροποιούσα τη θέση μου κι από αυτούς αν λάμβανα υπόψη, κι αν το ελάμβαναν κι εκείνοι , πως εδώ έχουμε ένα έργο, μια πολιτική σάτιρα με έντονο το «σινεφιλ» στοιχείο, που απευθύνεται στο κοινό, καλείται να διασκεδάσει το κοινό. Κι επειδή, για να επανέλθω στην Ελλάδα, το «κορίτσι» δεν το είχαν δει αρκετοί για τους ευνόητους λόγους, δεν ξέρω αν αυτή η «δυσαρέσκεια» περνά και στο θεατή.
Η παραγωγή είναι θαυμάσια, είναι εξαίρετα γυρισμένη ταινία, υπάρχει σενάριο με άφθονη υπόθεση και μπόλικα βέλη προς την Ισπανία του Φράνκο στη δεκαετία του 50 και τις σχέσεις που άνοιγε τότε ο Δικτάτορας με την Αμερική, που συνέβαλε στο καλωσόρισμα της φρανκικής Ισπανίας στον ΟΗΕ κι άρχισε τις οικονομικές διευκολύνσεις, κάνοντας σινεμά εκεί πέρα. Παραγωγές του Χόλυγουντ ξεκίναγαν να γυρίζονται στην Ισπανία, όπου έπαιρναν μέρος και πρώην εξόριστοι οι οποίοι επέστρεφαν στην Ισπανία κάνοντας ειδική δήλωση αποκήρυξης και συνέβαινε το παράλογο να τους στηρίζει η Αμερική και να τους προσφέρει κάλυψη την ίδια ώρα που άνοιγε μπίζνες με τον Φράνκο.
Βεβαίως κι ο Φερνάντο Τρουέμπα δεν πάει να κάνει πολιτική πραγματεία, σατιρικό κινηματογράφο κάνει, με τους κανόνες του σινεμά και του είδους που λέγεται σάτιρα θα κριθεί η ταινία, και πάνω σε αυτό το γεγονός βασίζεται η «συνέχεια» της ιστορίας. Η ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ παίζει με την άνεση που έχει κατακτήσει, την σταρ του ισπανικού σινεμά, της οποίας τον πατέρα εξόντωσε ο Φράνκο στον Εμφύλιο, η οποία κατέφυγε στην Αμερική, έγινε κάτι σαν Σαρίτα Μοντιέλ και πολύ παραπάνω, παντρεύτηκε και χώρισε και γκομένιασε με πολλούς διάσημους αλλά χάρη στους γάμους απέκτησε κι αμερικάνικη υπηκοότητα. Κι ως Αμερικανίδα υπήκοος έρχεται στην Ισπανία για να κάνει ένα φιλμ χολυγουντιανό με ισπανική υπόθεση και ηρωίδα την Ισαβέλλα της Ισπανίας ενώ στο συνεργείο θα ξανασυναντήσει παλιούς γνώριμους κι ένα εξόριστο που έχει επιστρέψει και ψάχνει για δουλειά ο οποίος θα μπορούσε να είχε γίνει μεγάλος σκηνοθέτης αν δεν του ανέκοπτε την εξέλιξη το καθεστώς του Φράνκο.
Καθώς κτίζεται η ιστορία, ο Τρουέμπα εμπλουτίζει το έργο με σινεφιλικές αναφορές όπου όλες έχουν κωμικό χαρακτήρα και συγγενεύουν ως πνεύμα με τις ανάλογες των αδελφών Κοέν στο «ΧΑΙΡΕ ΚΑΙΣΑΡ» με το οποίο συγγενεύει το φιλμ τόσο στα πολιτικά (στο έργο των Κοέν επίκεντρο ήταν ο Μακαρθισμός- δεκαετία αναφοράς και πάλι το ’50) καθώς και στα εξαίσια set- συγγένεια καθαρώς κινηματογραφική.
Η υπόθεση κλιμακώνεται με εμπλοκή της Αντίστασης κατά του Φράνκο που εκπροσωπείται μέσα στο κινηματογραφικό πλατό που γυρίζεται η φαινομενικώς άθλια «Ισαβέλα», και στη λύση επιλέγει τη σουρεαλιστική απογείωση μέσω της φάρσας ώστε το έργο να παραμείνει κωμωδία.
Ισως αυτό το τελευταίο να είναι ένα σημείο ή ένα στοιχείο που σηκώνει συζήτηση, όμως αυτή η συζήτηση αν γίνει θα είναι πολύ πλατιά και πολύ βαθιά διότι θα πιάσει τότε όλη την κωμωδία ως είδος και θα κάνουν κάποιες διαπιστώσεις και πάνω στον Αριστοφάνη, και στην Commediadell’Arte και στον Σαίξπηρ. Και τότε θα διαπιστωθεί πως σε κάποιους διαφεύγει η κωμωδία ως έννοια κι ως είδος.
Σίγουρα πάντως, η λύση δεν ικανοποίησε ούτε εμένα που αφέθηκα στο έργο να το δω ως έργο αυτόνομο κι όχι ως συνέχεια κάποιου του οποίου ήμουν ίσως κι ο μόνος κριτικός εν Ελλάδι που είχε εκφραστεί με θερμά λόγια. Όμως, ακόμα κι έτσι, δεν θα μιλούσα για μια χαμένη βραδιά.