Ενας πολυπράγμων κι ανήσυχος σκηνοθέτης, ο ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΜΑΪΝΕΤΙ, που έχει περάσει από πολλούς κλάδους της Τέχνης, ένα αναγεννησιακό παιδί, γεννημένο και μεγαλωμένο στη Ρώμη κάνει αυτή την ταινία και κερδίζει το «DAVID DI DONATELLO» ως…MIGLIOR ESORDIENTE, ως καλύτερος ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΣ.
Ναι, είναι η πρώτη του ταινία και δείτε τι καταφέρνει.
Μα δεν κάνει μιά ταινία του «auteur» σε στυλ εσωτερικές αναζητήσεις ώστε να μιλά για τον εαυτό του και τα προσωπικά άγχη του, αλλά κάνει μια ταινία που είναι κινηματογράφος 100 ο/ο, μια ταινία από αυτές που είναι ζητούμενο στον ιταλικό κινηματογράφο, αυτό που γράφω χρόνια ότι το σημερινό ιταλικό σινεμά δεν έχει ως αναζήτηση τους auteur αλλά τα σενάρια, τα θέματα, τα είδη. Και το παραδέχτηκε κι ο ίδιος στη συνέντευξη του που διάβασα στην Αγγελική Στελλάκη, στο «In.gr», πως αναζητεί το ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ.
Και με την ταινία αυτή ο γοητευτικός Γκαμπριέλε, μια κι έχει κι αυτό το προσόν αφού είναι και ηθοποιός, έχει περάσει κι από τη μουσική σκηνή με πλήθος θαυμάστριες και με μια σειρά πολλών ακόμα δραστηριοτήτων στο χώρο της ευρύτερης Τέχνης έρχεται και δείχνει τι σημαίνει αφενός παράδοση και τι από την άλλη μπορείς να εντάσεις σε αυτήν.
Κι έτσι, βλέπουμε ένα «Ρόμποκοπ» ιταλικού αγγίγματος το οποίο ως εικόνα, ατμόσφαιρα και περιβάλλον μόνο κάτι από «Ρόμποκοπ» ή από «ταινία υπερηρώων» τύπου Marvel δεν θυμίζει ενώ στην ουσία είναι ο ιταλικός λόγος πάνω σε αυτό το είδος και σε αυτά τα φιλμ. Με υιοθετημένο και τον Ταραντίνο, που έτσι κι αλλιώς λατρεύουν κι αυτόν οι Ιταλοί (και που, λόγω καταγωγής προγόνων θεωρούν και δικό τους), χωρίς να ξεπέφτει στον αχταρμά, δένει την προσωπικότητα του με ό,τι έχει αφομοιώσει από το σινεμά, όπου η προσωπικότητα δεν είναι η «υπογραφή» όπως τη συνηθίζουν να την «αναγνωρίζουν» στα Φεστιβάλ αλλά ο ίδιος με τα έργα που του αρέσουν και με το σεβασμό του και την αγάπη του στο αγαπημένο ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ, που είναι κι αυτό το οποίο έχει βγάλει τους αληθινά μεγάλους σκηνοθέτες, αυτούς που μας έμαθαν σινεμά και μας χόρτασαν σινεμά.
Σε μια Ρώμη λοιπόν που δονείται από διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την Αστυνομία εναντίον του ΔΝΤ και της γερμανικής επικυριαρχίας στην Ευρώπη, αυτά που συμβαίνουν κι εδώ δηλαδή (αλλά οι δικοί μας είναι μακριά νυχτωμένοι από το σινεμά των ειδών για να μην τους κάνουν «ντά» οι κριτικοί που δεν ξέρουν, όπως έκαναν με τον Σωτήρη Τσαφούλια στο «Ετερος Εγώ» και που τον διάλεξε η Ταορμίνα για να του δώσει βραβείο σε ένα μήνα) υπάρχουν κάπου στην άκρη κι οι παράνομοι. Διακινητές ναρκωτικών, άνθρωποι της νύχτας, συνεργάτες της Καμόρα, άνθρωποι επεξεργασμένοι από το σενάριο (που τιμήθηκε κι αυτό στα «David di Donatello) οι οποίοι , ως σημερινή εκδοχή ενός παραδοσιακού «λούμπεν προλεταριάτου», έχουν λόγους που είναι χωμένοι εκεί μέσα, σιχάθηκαν την φτώχεια και την ανέχεια και τη γερμανική επικυριαρχία και τους πουλημένους πολιτικούς, και θέλουν να γίνουν κάποιοι, να γίνουν δηλαδή Εξουσία. Να είναι πανίσχυροι ώστε να τους φοβούνται. Διότι έχουν μάθει καλά πως με το φόβο κρατάς τον άλλο ευάλωτο.
Και μέσα σε αυτούς παρεισφρέει ένας φουκαράς πορτοφολάς και σε αυτόν επιφύλαξε η μοίρα να γίνει ο ΥΠΕΡ-ΗΡΩΑΣ της Ρώμης. Από ένα dvd Manga, με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου ένα σεναριακό εύρημα στον φοβισμένο και ξυλοδαρμένο αυτόν φουκαρά, θα δώσει τις υπερφυσικές δυνάμεις, όταν θα τις χρειάζεται, ώστε να μπορεί να σώζει αδύναμους ανθρώπους που βρίσκονται υπό απειλή.
Ο τρόπος με τον οποίο παντρεύει την φαντασία και το παραμύθι των κόμικς με το απόλυτο ρεαλιστικό πλαίσιο, είναι μοναδικός. Γα τον θεατή έχει σε πρώτο πλάνο τη δράση , τα πάντα εξελίσσονται σε κοινωνικής αναγνώρισης περιβάλλον αλλά οι πράξεις κι οι ενέργειες είναι υπερβατικές. Ισως το πιο κοινωνικοποιημένο κόμικς που είδαμε ποτέ.
Με εξαίρετη κινηματογραφική απόδοση, με θαυμάσιους ηθοποιούς, με τον ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΣΑΝΤΑΜΑΡΙΑ που τον παρακολουθώ χρόνια να βρίσκει ένα τόσο ωραίο ρόλο και να κερδίζει το «David di Donatello» όπως κι ο ΛΟΥΚΑ ΜΑΡΙΝΕΛΙ που παίζει τον κακό κι έχει και καταπληκτική φωνή και λέει κι ένα πανέμορφο τραγούδι κι αποδεικνύει ότι έχει στόφα «performer» καθώς και την ωραιότατη ερασιτέχνιδα ΙΛΕΝΙΑ ΠΑΣΤΟΡΕΛΙ που τα καταφέρνει μια χαρά στην αφέλεια, στην παιδικότητα και στις συγκινήσεις, συντελούν στη δημιουργία μιάς ευχάριστης κινηματογραφικής εμπειρίας, μιάς απόλυτης κινηματογραφικής ψυχαγωγίας που δίνει εθνική ταυτότητα σε ένα παγκόσμιο, έστω κι αμερικανικής προέλευσης, είδος.
Το μόνο πρόβλημα για την εν Ελλάδι εμπορικότητα της ταινίας είναι πως επειδή είμαστε ξεκομμένοι από το ιταλικό σινεμά, το έργο δεν ξέρει προς τα πού να κεντράρει σε κοινό. Για τους παλιούς, το ιταλικό σινεμά σταματά στη δεκαετία 70 με ό,τι περιλάμβανε τότε, για τους καινούργιους είναι ένας άγνωστος Χ και μολονότι ως είδος είναι απόλυτα νεανικό, άντε να τους πείσεις να προσπεράσουν την αγγλική γλώσσα και να απολαύσουν ιταλική ταινία. Η να τους δείξεις πάνω σε ένα είδος μπορείς να εξασφαλίζεις τη διασκεδαστικότητα της δράσης αλλά και την ποιότητα της προσέγγισης, το κάτι διαφορετικό και συγχρόνως απόλυτα αναγνωρίσιμο.