Όχι μόνο δύναμη αλλά κι αυτοπεποίθηση τόσο στον προσωπικό της αγώνα όσο και στη μη κατάθεση των όπλων ως γυναίκα κι ας της έχει αφαιρεθεί ένας μαστός, τριάντα χρόνια πίσω κι ενώ στο μεταξύ έχει «θάψει» ανθρώπους που ήταν υγιείς όταν εκείνη προχωρούσε στην μαστεκτομή , τότε που ήταν νέα, ή ανθρώπους νεώτερους που η βιολογική τους ώρα αποδείχτηκε περιορισμένη.
Ενπάση περιπτώσει δεν είναι έργο ούτε πάνω στην αρρώστια ούτε πάνω στο θάνατο ούτε στο πεπερασμένο. Είναι ένα έργο πάνω στο πείσμα και στην αγωνιστικότητα κι όλο αυτό επιδιώκει να το πεί και καταφέρνει να το δείξει πλάθοντας γυναίκα ηρωίδα, το λέει μέσα από μια γυναίκα. Μια καλοστεκούμενη 65άρα, η οποία είναι τελευταία ιδιοκτήτης- ένοικος ενός παλιού οικοδομικού συγκροτήματος, κάπου στο Ρίο (;) (υπάρχει μια θολούρα ως προς τις περιοχές που οφείλεται στο ότι για το συγκεκριμένο ελήφθησαν υπόψη μάλλον οι Βραζιλιάνοι θεατές κι όχι το διεθνές κοινό), κι η οποία αρνείται να πουλήσει το δικό της διαμέρισμα και παραμένει ολομόναχη ένοικος ενός πολυόροφου αδειανού κτιρίου. Μεγάλος οικοδομικός οργανισμός ενδιαφέρεται για την κατεδάφιση του κτιρίου και την ανέγερση στη θέση του ενός υπερ- μοντέρνου αλλά εκείνη δεν θέλει να αφήσει την «γή» της, τον χώρο της. Κι υφίσταται εκβιασμούς, απειλές και πολλά άλλα μα αυτή επιμένει κι αντέχει.
Όμως το ιδιαίτερο μυστικό της ταινίας που την κάνει ξεχωριστή δεν είναι η σκέτη αγωνιστικότητα διότι πολλά έργα παγκοσμίως έχουν γίνει με ήρωες ανθρώπους που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την περιουσία τους και να την παραδώσουν αμαχητί.
Εδώ υπάρχει αξία επειδή όλο το θέμα και το εξ αυτού εξαγόμενο story, δεν περιορίζονται σε αγωνιστικά στερεότυπα αλλά πιάνουν το θέμα από αλλού: Από ένα εξαιρετικά γραμμένο πρωταγωνιστικό γυναικείο χαρακτήρα, από μια ηρωίδα με ιδιάζουσα ψυχολογία , από μια γυναίκα που στη διεκδίκηση αλλά και στην αρρώστια αλλά και στην γυναικεία πλευρά της ζωής κινείται ως Γυναίκα – με το Γάμα, Κεφαλαίο . Και προβάλλεται ένα γυναικείο πορτραίτο το οποίο καταλήγει να είναι όλη η ταινία.
Αυτό μεταβάλει την ταινία σε εμπειρία του απρόβλεπτου μια και οι καταστάσεις που συναντάμε αφορούν στην εξέλιξη αυτού του χαρακτήρα. Κι αν κάπου- κάπου στην ταινία κάτι ξενίζει, αυτό δεν αφορά στο φιλμ , στο γράψιμο του και στη σκηνοθέτηση του (σενάριο-σκηνοθεσία ΚΛΕΜΠΕΡ ΜΕΝΤΟΝΚΑ ΦΙΛΟ) αλλά στην ψυχολογία μιάς απρόβλεπτης ηρωίδας.
Από αυτή την άποψη είναι κρίμα που η ταινία δεν έτυχε ευρύτερης διεθνούς αποδοχής κι αναγνώρισης αλλά από ό,τι πληροφορήθηκα εκ των υστέρων πολεμήθηκε στην ίδια της τη χώρα, για τις καταστάσεις διαφθοράς ως προς τις απαλλοτριώσεις που υπαινίσσεται. Και σαν να έγινε ένα μίνι (ή και…. μάξι- για τα δεδομένα του) πραξικόπημα στην εθνική επιτροπή επιλογής ταινίας για υποβολή στα Οσκαρ κι ενώ θεωρείτο δεδομένη η υπεροχή αυτού του φιλμ, έγιναν κάτι πολεμικές εις βάρος του με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί και να επιλεγεί στη θέση του κάποιο άλλο το οποίο και δεν … φτούρησε.
Περισσότερο κρίμα , όμως, ήταν για την πρωταγωνίστρια ΣΟΝΙΑ ΜΠΡΑΓΚΑ. Η οποία, όταν ήταν νέα, τόσο στο Χόλυγουντ όσο και στην πατρίδα της και σε διεθνείς άλλες απόπειρες, αντιμετωπιζόταν ως καλλίγραμμη και φιδίσια Λατίνα καλλονή και τίποτε περισσότερο ενώ τώρα που ο Χρόνος αποτυπώθηκε στο πρόσωπο της, μπόρεσε και πήρε ένα τέτοιο ρόλο . Κι όχι μόνο τον σήκωσε ηρωικά αλλά τον υποστήριξε με εξαιρετική λιτότητα, ως μια ώριμη κι ολοκληρωμένη ηθοποιός και πραγματικά, θα μπορούσε να είχε έστω συζητηθεί, αν όχι και να εξασφάλιζε θέση, στην πεντάδα του Οσκαρ.
Ωστόσο για μένα, το πιο αποκαλυπτικό στοιχείο γύρω από αυτή την ταινία είναι πως η λάθος διαφήμιση κι οι θολές κριτικές το άφηναν να μοιάζει με κάτι απωθητικό και μίζερο ενώ πρόκειται για ένα από τα ωραία έργα ανθρώπινης αισιοδοξίας, γυναικείας αυτοεκτίμησης και ανυποχώρητης μαχητικότητας.