Κι η η ταινία με ενθουσίασε. Την είδα και την ξανάδα. Τη μελέτησα και κινηματογραφικά και «συστεμικά» και ψυχαναλυτικά , παρακολούθησα δε με εξαιρετικό ενδιαφέρον και το πώς ο ΜΑΡΚΟ ΜΠΕΛΟΚΙΟ, ο κομμουνιστής Μπελόκιο δίνει χώρο και στη Θρησκεία, στην Πίστη. Μου έκανε μάλιστα ξεχωριστή εντύπωση το τελευταίο και δανειζόμενος από τη θεωρία του auteur κάποια πράγματα, θα μπορούσα να κολλήσω και να αρχίσω να λέω για «μεταστροφές» και για τέτοια. Διότι το είδαμε και στην προηγούμενη ταινία του, το «ΑΙΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ» να ψάχνει κι εκεί το ενδιαφέρον του, κάτι που στο παρελθόν μόνο σε Μπελόκιο δεν θα παρέπεμπε.
Δεν κάνει, όμως, μια θρησκευτική ταινία ώστε να αρχίσουμε να λέμε τέτοια και να βρεθούμε τελικά εμείς οι ίδιοι εκτός θέματος. Κάνει ένα δράμα πάνω στο ΠΕΝΘΟΣ. Κι ομολογώ ότι τέτοιο έργο γύρω από το βαθύ πένθος έχω να δω από τα φιλμ του ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ κι από το «ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» του ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕNΤΦΟΡΝΤ.
Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι ο Μπελόκιο το κάνει με μεγάλη κινηματογραφική όρεξη, το κάνει «κέφι». Κάνει κέφι το γεγονός ότι αισθάνεται καλλιτεχνικά και πνευματικά ώριμος για κάτι τέτοιο, και τελικά ανήσυχος και μπράβο του.
Και καταλήγει με ένα έργο πάνω στο πένθος όχι μόνο να μην ψυχοπλακώνει τον θεατή αλλά αντίθετα να του δίνει λύσεις και για άλλα ζητήματα, για πολλών μορφών και λογιών απογοητεύσεις, για πίκρες και ήττες της ζωής και τελικά όχι μόνο να τον βγάζει λυτρωμένο από αυτή την επώδυνη υπόθεση που παρακολούθησε αλλά και γεμάτο, έτοιμο για δράση, δυναμωμένο να κατανοήσει, να πολεμήσει, να παλέψει, να διαχωρίσει το «αν» από το «αν και», όπως δηλώνεται ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ σε κάποια εκπληκτική σκηνή της ταινίας στην οποία θα αναφερθώ ξανά, παρακάτω..
Το σενάριο αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που στην τρυφερή ηλικία χάνει τη μητέρα του κι αδυνατεί να συμβιβαστεί με την απώλεια, με το πένθος, με την παραδοχή του Θανάτου. Το τραύμα είναι πολύ βαθύ, έχει σφηνωθεί μέσα του και τον ξεσκίζει. Τον ακολουθεί ως τα 43 του χρόνια που έρχεται η ώρα του καθαρμού. Μα μέχρι τότε, αυτή η ψυχούλα το πώς έχει βιώσει την απώλεια και την ορφάνια, ούτε λόγος. ΟΥΤΕ ΛΟΓΟΣ.
Ένα από τα θαυμάσια που συμβαίνουν στην ταινία- γι αυτό και δήλωσα ότι ο Μπελόκιο αυτό ειδικώς το έργο το έχει κάνει με κέφι, κινηματογραφικό κέφι εννοώ) είναι πως δεν αφηγείται γραμμικά την ιστορία αλλά ανακατεύει τις εποχές , βάζοντας σημεία ηλικιών να εξηγούν της ψυχολογία σε μια άλλη ηλικία τόσο για το τώρα όσο και για το τότε.
Επίσης, ενώ έχουμε δει, σχεδόν μπροστά στα μάτια μας τον θάνατο της μητέρας στο ξεκίνημα σχεδόν του φιλμ, ο Μπελόκιο σκηνοθετεί μέσα σε ένα κλίμα μυστηρίου τόσο διδάσκοντας τους ηθοποιούς προς αυτή την κατεύθυνση όσο και με την ατμόσφαιρα που έχει επιλέξει. Κι αυτό ας το δουν κάποιοι κύριοι των blockbusters, που μετατρέπουν τα 3D σε άλλες φόρμες πιο καταναλώσιμες και βλέπουμε φωτογραφίες θεοσκότεινες και θολές σε ανώδυνες, διασκεδαστικές υποθέσεις. Κι εδώ, στο «Ονειρα γλυκά» έχουμε σκοτεινή φωτογραφία ατμόσφαιρας και ξαφνικά παρά το σκοτάδι νοιώθουμε να διαχέεται «φως». Τόσο κυριολεκτικά, με το πώς φωτίζει τα πρόσωπα μέσα στη σκοτεινότητα του πλαισίου όσο και στο ότι ως σκηνοθέτης καταφέρνει να περάσει στο θεατή ένα εσωτερικό φως που είναι κι αυτό το οποίο θα μας οδηγήσει στη λύτρωση.
Μιλάμε για πολύ ψάξιμο τόσο στο πένθος όσο και στον ίδιο τον κινηματογράφο.
Η ταινία τρέχει σαν νεράκι, παρακολουθούμε ένα μυστήριο μαζί με το δράμα, σκεφτόμαστε στιγμές – στιγμές τι μυστικό μπορεί να κρύβεται στο θάνατο της μητέρας, έχει διδάξει τον ηθοποιό που παίζει τον πατέρα , τον γοητευτικό ΓΚΟΥΙΝΤΟ ΚΑΠΡΙΝΟ, να έχει ύφος ύποπτο, να παίζει το ρόλο σαν να θέλει ο ήρωας του κάτι να κρύψει κι ενώ το κεντρικό πρόσωπο, ο μικρός Μάσιμο, που κάποια στιγμή μεγαλώνει και πεταγόμαστε από τη μια ηλικία στην άλλη και στα 43 του τον αναλαμβάνει ο εξαίρετος ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΑΣΤΑΝΤΡΕΑ, ζει τις δύσκολες φάσεις, γεμάτος υποψία για τα πάντα. Κι η πρώτη ουσιαστική συνάντηση μας με τον 43άρη Μάσιμο (Μασταντρέα) είναι μια κρίση πανικού, που με τον τρόπο με τον οποίο τη δείχνει ο Μπελόκιο, «καθησυχάζει» και τους θεατές οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζουν παρόμοια κατάσταση και το πανικοβλημένο μυαλό τους (μυαλό μας- τις έχω περάσει κι εγώ κάποτε, ξέρω τι άτιμο πράγμα είναι αλλά έμαθα κι από πού προέρχονται και πως αντιμετωπίζονται) «φεύγει» προς άλλες, αβέβαιες κι αβάσιμες κατευθύνσεις…. Κι ο Μπελόκιο φτιάχνει μια σκηνή όπου όχι μόνο μας εισηγείται τον ήρωα στη συγκεκριμένη πιά ηλικία αλλά και την επεξεργάζεται δραματουργικά, ως κλειδί της υπόθεσης, της εξέλιξης, του τι έχει προηγηθεί και του τι πιθανόν να φέρει για το μέλλον. ΚΙ έχει χρησιμοποιήσει θαυμάσια την ΜΠΕΡΕΝΙΣ ΜΠΕΖΟ στο ρόλο της γιατρού, μια γιατρό, έτσι όπως την έγραψε και τη σκηνοθέτησε ο Μπελόκιο κι όπως την ανέλαβε και την δούλεψε λεπτομερώς η Μπεζό, ώστε ναι, σε μια κρίση πανικού να θέλαμε αυτή τη γιατρό για τα κατεπείγοντα- όχι μόνο της κρίσης αλλά και της ζωής εν γένει. Κι έχει την ευφυία ο Μπελόκιο, όλο αυτό να το βάλει κι ως ατάκα στο φινάλε της σκηνής, να ταυτίσει τους θεατές με τον ήρωα και την περίπτωση, κατά τρόπο μοναδικό.
Όπως κι εκείνη η σκηνή που αναφέρθηκα πιο πάνω σχετικά με τη διαφορά του «αν» και του «αν και» κι είναι σκηνή με τον ιερέα. Κι ερχόμαστε στις απαρχές σχεδόν του κριτικού αυτού κειμένου, όπου αναφέρθηκα στα της θρησκείας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς δείχνει την εκκλησιαστική παρέμβαση στην αρχή της ταινίας, με τι αρνητικό τρόπο, με τι ψέμα και πόση ψυχολογική βία για την αποδοχή ενός ψέματος και πως την δείχνει στο δεύτερο μισό της ταινίας. Και να σκεφτεί κανείς ότι κι οι δύο σκηνές αφορούν στην παιδική ηλικία του ήρωα. Όμως η πρώτη είναι γραμμικά τοποθετημένη στο ξεκίνημα ενώ η δεύτερη που είναι κι η καθοριστική, έχει τεθεί ως «flash-back» , όταν έχουμε ζήσει αρκετά τον Μάσιμο στα 43 του και μετά την κρίση πανικού κι η σκηνή αποκτά άλλη διάσταση: Είναι σκηνή λύτρωσης. Ο Μπελόκιο εδώ πιάνει το καθαρά πνευματικό κομμάτι της Πίστης και της εκκλησιαστικής, αν θέλετε, κατήχησης και το κάνει απολύτως πνευματικό, φάρο κι οδηγό για τον Ανθρωπο. Ενεργοποιεί το νου, ετοιμάζει το χωνευτήρι του μυαλού να αλέσει κόκαλα και να απορροφήσει αυτά που λέγονται και σε ποιόν λέγονται και για ποια συνθήκη λέγονται.
Τι να σας πω. Είχα καιρό να νιώσω έτσι σε ταινία πνευματικού ενδιαφέροντος όπου το «πνευματικό» δεν είναι αποτρεπτικό, είναι «μαζικό», αφορά καθολικώς τους ανθρώπους, δίνει προτεραιότητα στις αξιολογήσεις και στα δεινά της ζωής. Βγήκα λυτρωμένος , έχοντας παραγκωνίσει δικά μου προβλήματα εκείνων των ωρών, τα οποία η ταινία με βοήθησε να τα αξιολογήσω στη σωστή τους διάσταση κι όχι στη μεγαλοποίηση και την υπερφόρτωση που τους έδινα. Βγήκα από την ταινία πετώντας. Με ένα τέτοιο δράμα.