Θα ξανακάνω focus στη Ρόμμυ Σνάιντερ, όπως είχα κάνει και τότε, την πρώτη φορά που το είχα δει κι είχα μείνει εμβρόντητος τόσο με την ίδια όσο και με την ταινία… Θα επαναλάβω ότι και τις φορές που ακολούθησαν , από τη Ρόμμυ Σνάιντερ ξεκινούσα.
Είναι η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας της ερμηνευτικά, βρίσκεται στην καλύτερη της ώρα και στη μεγάλη δεκαετία της… εκεί από τα τέλη του 1968 όταν έκανε την «Πισίνα» (στην Ελλάδα παίχτηκε τη σαιζόν 1969-70)κι εμφανίστηκε πιο ωραία από ποτέ και συγχρόνως ώριμη δραματική ηθοποιός. Κι αυτό συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία ’70 ως την τραγική της ώρα το 1982… Ηταν φαινόμενο αυτό που συνέβαινε με τη Ρόμμυ Σνάιντερ πως όσο μεγάλωνε όλο κι ομόρφαινε ως γυναίκα, όλο κι έλαμπε περισσότερο ως κινηματογραφική προσωπικότητα, όλο και κατέπληττε ως ηθοποιός.
Το «ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ» ήταν η αποθέωση της. Και το χάζευα όλο αυτό και τώρα.
Συνειδητοποιώντας ότι σε αυτή την ταινία διεισδύει τόσο βαθιά στην ηρωίδα, ώστε γίνεται η ηρωίδα, μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτή η δυναμική κι εύθραυστη κι απελπισμένη γυναίκα του φιλμ είναι η ίδια η Ρόμμυ Σνάιντερ.
Ισχύει!
Αυτό όμως έχει να κάνει και πολύ με τον ίδιο τον Ζουλάφσκι αλλά και με τον συγγραφέα ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΦΡΑΝΚ που συνεργάστηκε στο σενάριο με τον σκηνοθέτη για τη μεταφορά στην οθόνη αυτού του βιβλίου που φέρει τον τίτλο "Αμερικάνικη νύχτα", χωρίς να έχει σχέση με το δοξασμένο φιλμ του Τρυφφώ- απλή συνωνυμία
Και μιλώ για αυτούς, επειδή συνειδητοποίησα πως δίπλα στη Ρόμμυ που είναι το κάτι άλλο, είναι εξίσου συγκλονιστικοί και οι άλλοι ηθοποιοί όπου κι αυτοί ζουν την καλύτερη στιγμή της καριέρας τους. Ο ΦΑΜΠΙΟ ΤΕΣΤΙ, που ξεκίναγε με προοπτικές αλλά κάπως γρήγορα χάθηκε στη μέση της διαδρομής είναι εξίσου εξαιρετικός με τη Ρόμμυ στο δικό του μέρος, εκφράζει κι αυτός την ερωτική απελπισία του δικού του ήρωα. Ο ΖΑΚ ΝΤΥΤΡΟΝ επίσης ως σύζυγος στον οποίο οφείλει πολλά η «Ρόμμυ»- Ναντίν τη λένε στο έργο-και δεν τολμά να φύγει, να τον εγκαταλείψει ενώ έχει ερωτευτεί τον άλλο διότι ξέρει ότι του οφείλει και δεν θέλει και να τον βλάψει, είναι επίσης στην καλύτερη του ώρα. Είναι το φιλμ από το οποίο θα τον θυμόμαστε. Ο ΚΛΑΟΥΣ ΚΙΝΣΚΥ; Αυτή η «μούρη», αυτή η φυσιογνωμία, αυτή η έκφυλη γοητεία αλλά κι αυτή η καταγραφή του φακού ειδικά όταν προβάρει «Ριχάρδο Γ’»..
Τους αναφέρω όλους αυτούς διότι θεωρώ ότι το φιλμ αυτό είναι μια πολύ σύνθετη δουλειά, ότι κάπου είναι οι ηθοποιοί του. Κι είναι οι ηθοποιοί του επειδή ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο έχουν κάνει λεπτοδουλειά στην εμφύσηση πνοής ζωής στους ηθοποιούς μέσα από τους ρόλους, σαν να τους έβαλαν να παίζουν δικά τους βιώματα.
Εκεί αποδίδω μέρος της επιτυχίας και της κλασικότητας και του ότι το φιλμ είναι ένα από τα καλύτερα που παρήγαγε η Ευρώπη (συνολικά-όχι μόνο η Γαλλία διότι είναι και συμπαραγωγή με πολλούς) στη δεκαετία 70.
Ο φακός παρακολουθεί από κοντά τους ηθοποιούς καθώς ερμηνεύουν τις απελπισμένες σχέσεις είτε αφορούν στα αισθήματα είτε στην Τέχνη είτε στην ίδια την ύπαρξη .Δεν είναι απλώς μια καλή αισθηματική ταινία. Είναι μια εξαιρετικά φτιαγμένη ταινία πάνω στην απελπισία αλλά και τη λύτρωση της αγάπης παρόλο ότι οι άνθρωποι υποφέρουν στο πέρασμα της ενώ συγχρόνως οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούν και τις αγωνίες αλλά και την υπερβολική έκφραση τους από το χώρο στον οποίο βρίσκονται: Είναι άνθρωποι του θεάτρου. Το θέατρο παίζει ρόλο στην ταινία, είναι διαρκώς παρόν, κι οι χαρακτήρες είτε ηθοποιοί είναι είτε σκηνοθέτες είτε και φωτογράφοι που απαθανατίζυν γυρίσματα στο πλατό ή και πρόβες στο θέατρο, ενέχονται σε αυτό τον στρόβιλο, σε αυτό τον κυκεώνα των συναισθημάτων και της υπερβολικής έκφρασης τους.
Αυτό όλο είναι που κάνει το έργο larger than life, του δίνει αξία και σημασία για κινηματογραφική παρακολούθηση, να κατακτήσει και να συναρπάσει. Κι ο Ζουλάφσκι αποδεικνύεται εδώ ο πιο ενδεδειγμένος για αυτό το εγχείρημα διότι όλο αυτό που τον εκπροσωπεί και που φαίνεται στο πως διδάσκει τους ηθοποιούς και με ποιους χαρακτήρες ταυτίζεται ως προσωπική διαδρομή στον κόσμο του σινεμά, δικαιώνει πλήρως τις υπερβολές για τις οποίες κατηγορήθηκε σε επόμενα έργα. Εδώ τις δικαιώνει διότι πατά σε γερό σενάριο, κάτι που δεν συνέβαινε στην περίπτωση της «Δαιμονισμένης» ή της «Δημόσιας γυναίκας» όπου εκεί οι ακρότητες έμεναν μετέωρες για να προκαλέσουν εμφύλιο μεταξύ πιστών θαυμαστών και επικριτών. Στο «Σημασία έχει να αγαπάς» πάλλονται οι άνθρωποι που έχουν λόγους να πάλλονται από το σενάριο, και πάλλεται κι ο σκηνοθέτης προσεγγίζοντας τους εσωτερικά, αναδύοντας τους κι αναδεικνύοντας τους σε μεγέθη οθόνης κι αποκτά προσωπική υπογραφή μετεξέλιξης της «νουβέλ βάγκ» στα 70ς- κάτι, όμως, που δεν κατέληξε σε «κίνημα» αλλά σε προσωπική υπογραφή Ζουλάφσκι.
Το μόνο που αισθάνθηκα αυτή τη φορά είναι πως σαν να διέκρινα κάποια ρυτίδα στο έργο, σαν να μην έχει το ίδιο εκείνο εκτόπισμα που είχε στα 70ς. Όμως, και για ρυτίδα να πρόκειται, είναι ρυτίδα όμορφου ανθρώπου.
Θα με ενδιέφερε πολύ η γνώμη θεατών νεωτέρων ηλικιών, κάτω από 30, όχι των «παπαγάλων» που βγαίνοντας από το σινεμά θα επαναλάβουν ή θα μηρυκάσουν τα όσα διάβασαν, μα των άλλων: Εκείνων που βλέπουν σινεμά αλλά είναι πολύ νέοι, δεν έχουν βιώματα σαν κι αυτά των ηρώων, ούτε εγώ τα είχα όταν το είδα πρώτη φορά ‘οπου δεν είχα κλείσει ακόμα τα 18, όμως στην ηλικία εκείνη ζούσα σε μια εποχή όπου αυτά τα πάθη είχαν παρουσία. Σε σημερινούς θεατές νεωτέρων ηλικιών όπου το 2017 το σινεμά έχει αλλάξει, για τα αισθήματα μιλούν με ένα άλλο τρόπο και προσεγγίζονται μέσω διαδικτύου, αναρωτιέμαι αν η ταινία βρίσκει την εφαρμογή της και στις νεώτερες ηλικίες. Επαναλαμβάνω , το αν μπορεί και «μιλάει» απευθείας κι όχι μέσω… .παπαγαλίας.