Όμως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο κι ούτε ειρωνεύομαι στην αναφορά αφού τα φιλμ εκείνα και τα αγαπώ και τα τιμώ. Όμως ξαφνικά, όλο αυτό γίνεται ένα άλλο. Κι όχι μόνο επειδή βρισκόμαστε στο Σήμερα αλλά επειδή είναι αλλιώτικο όλο το concept.
Δημιουργοί του φιλμ είναι δύο ντοκυμαντερίστες, ο ΜΠΕΝΤΛΕΥ ΝΤΗΝ κι ο ΜΑΡΤΙΝ ΜΠΑΤΛΕΡ. Κι αυτοί, με τις κάμερες τους και με τα συνεργεία τους έχουν αμοληθεί στα παρθένα μέρη του Νότιου Ειρηνικού και καταγράφουν. Καταγράφουν πολιτισμούς, φύση, έθιμα , φυλές, νοοτροπίες πρωτογονισμού αλλά και καθολικότητα ανθρωπίνων αισθημάτων. Κι επειδή προφανώς δεν ήθελαν να το κυκλοφορήσουν ως ντοκυμαντέρ κατέφυγαν και σε μια επινοημένη (;) (κι ως πιο βαθμό;) ιστορία που δεν είναι άλλη από το αρχέτυπο του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Αν και λέγεται ότι υπήρξε μια παρόμοια ιστορία και στην πραγματικότητα κι αυτή αποφάσισαν να μεταφέρουν ή να εντάξουν στην οθόνη.
Ωστόσο, εδώ δεν θα έλεγα ότι είναι η ίδια η ερωτική ιστορία που κινεί το ενδιαφέρον είναι όμως ένας καλός αγωγός για να περάσει το υπόλοιπο φιλμ σε ολόκληρο το φιλμ και να γίνει αυτός ο ενδιαφέρον συνδυασμός που οδήγησε την ταινία ως την πεντάδα του ξενόγλωσσου Οσκαρ εκπροσωπώντας την ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ.
Οπότε περισσότερο μπορούμε να μιλήσουμε για μια καινούργια τάση που παρατηρείται στον κινηματογράφο , όπου όταν κυριαρχεί το based on a true story σε κάθε ταινία με υπόθεση που κυκλοφορεί τελευταίως, καταλαβαίνουμε και πόσο λογικό ακούγεται το να μπαίνουν κι οι ντοκυμαντερίστες σε ταινίες «υπόθεσης» και να παντρεύουν τα είδη.
Η ίδια τάση είχε δώσει πρόπερσυ το «ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ» από την Κολομβία όπου κι εκείνο είχε μπει στην πεντάδα του ξενόγλωσσου Οσκαρ κι ήταν κάτι ανάλογο. Βέβαια τα δύο έργα διαφέρων μεταξύ τους σε πολλά ωστόσο έχουν ως κοινό παρονομαστή ότι μιλούν για Φύση και Πολιτισμούς εξωτικούς και την παρουσία του Ανθρώπου είτε ως εξωτερική παρέμβαση είτε ως στοιχείο αναπόσπαστο αυτού του πολιτισμού.
Η διαφορά της «ΤΑΝΝΑ» (ο τίτλος λαμβάνεται από νησάκι του Νότιου Ειρηνικού) έχει να κάνει και με το ότι οι ντοκυμαντερίστες της την γύρισαν έγχρωμη, άρα στην Ελλάδα σε σχέση με την «Αγκαλιά του φιδιού» θα έτρωγε ρίξιμο αφού το άλλο ήταν και μαυρόασπρο…
Ενπάση περιπτώσει είναι ταινία που δεν διαφημίστηκε όσο θα της έπρεπε, έπεσε και στις αναποδιασμένες εβδομάδες με τις καλοκαιρινές βροχές και την απότομη ανάληψη της διαδοχής από τον Καύσωνα οπότε.. ενός κακού μύρια έπονται.
Είναι ταινία, πάντως, που απευθύνεται σε όλο τον κόσμο αρκεί να ξέρει ο θεατής που θα πάει τι πρόκειται να δει, να έχει μια, πρωτοβάθμια έστω, κατατόπιση. Τότε μπορεί να αφεθεί στη γοητεία της διότι τη γοητεία της την έχει, αδιαμφισβήτητα.