Ο οποίος Περράκης επίσης άλλοτε τους ξινίζει κι άλλοτε τους βρωμάει διότι οι κριτικοί ΔΕΝ αγαπούν το είδος παρά μόνο όταν γίνεται παρελθόν κι εισέρχεται στα Μουσεία. Τότε πράγματι την αναγνωρίζουν ως ακίνδυνη και καταξιωμένη. Στον ενεστώτα, όμως, οι κωμωδίες προσπερνιούνται ως «μπαλαφάρες» κι ως χίλια άλλα υποτιμητικά επίθετα.
Αναφέρθηκα στον Περράκη και στα ελληνικά τεκταινόμενα όχι μόνο για το είδος εν γένει αλλά και για το ίδιο το έργο και για τα περιεχόμενο του. Οπου αυτό που βλέπουμε είναι στην ουσία μια ελληνική κωμωδία. Με την έννοια ότι οι καταστάσεις που καυτηριάζει και τα θέματα που θίγει είναι εντελώς ελληνικά. Η εισαγωγική σκηνή με τις παρανομίες στην ημερήσια διάταξη και με τη σκηνή των συσσωρευμένων σκουπιδιών ανά τας οδούς, καταλήγει κι επίκαιρη. ΚΙ όμως εδώ δεν κάνουμε τίποτε με το είδος. Αφενός επειδή φοβούνται τους κριτικούς κι αφετέρου επειδή θα ενοχληθούν εκείνοι που έχουν συμφέροντα κι απλώνουν τα πλοκάμια τους και στο χώρο της κινηματογραφίας.
Στην Ιταλία, αντιθέτως, αυτά τα προβλήματα τα έχουν λυμένα. Και μόνο το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη ταινία ο διεφθαρμένος δήμαρχος κυκλοφορεί με ύφος και σουλούπι αλα Μπερλουσκόνι ενώ η ταινία είναι παραγωγή της «Medusa», της εταιρίας που έχει περιέλθει στον όμιλο του Σίλβιο, επιτρέπει να καταλάβουμε πολλά για το πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα εκεί, στην κατά τα άλλα όμοια Ιταλία. Εξού κι η σάτιρα σπινθηρίζει σε όλες τις ταινίες αυτές, εξού κι ο ιταλικός κινηματογράφος, εν γένει στο σύνολο του, κατέχει ένα πολύ σημαντικό αριστείο, την σύνδεση του με την κοινωνία. Σε όλα τα έργα, σε όλα τα είδη, από τα πιο ανάλαφρα ως τα πιο προβληματισμένα, η κοινωνική αναφορά είναι διαρκώς πρωτεύουσα. Σε καμία άλλη κινηματογραφία του κόσμου αυτό δεν συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό.
Στα πλαίσια της παράδοσης λοιπόν κινείται αυτή η κωμωδία, που την απόλαυσα όσο δεν περιγράφεται, που γέλασα φωναχτά αρκετές φορές κι υπογράφεται από δύο κωμικούς καλλιτέχνες που στην Ελλάδα ΦΥΣΙΚΑ και ΔΕΝ τους γνωρίζουμε, τον ΦΙΚΑΡΑ και τον ΠΙΚΟΝΕ, οι οποίοι ακολουθούν την παράδοση Φράνκο-Τσίτσο. Μόνο που είναι εντελώς διαφορετικοί, δεν εμπνέονται τόσο από το «γκανγκ» κι είναι κι αυτοί, όπως ήταν κι εκείνοι στη δική τους εποχή, πρόσωπα από την τηλεόραση. Ο Τσίτσο με τον Φράνκο κυρίως σατίριζαν πρόσωπα της τότε τηλεόρασης, ο Φικάρα με τον Πικόνε, έχουν κάνει πολλή τηλεόραση κι οι ίδιοι, ψυχαγωγικές εκπομπές και spettacoli (για να το λέμε show; δεν κατάλαβα….) κι όχι μόνο σήριαλ.
Οι ίδιοι σκηνοθετούν και γράφουν και τα σενάρια τους στα οποία πρωταγωνιστούν, ωστόσο στα σενάρια δουλεύουν κι οι…. «επίκουροι». Κι αυτό είναι ιταλική παράδοση, επίσης
Τώρα, το έργο είναι μια κωμωδία πολύ αστείων καταστάσεων πάνω στην διαφθορά που έχει γίνει πιά θεσμός. Σε μια περιοχή της Σικελίας, παραμονές εκλογών, ο διεφθαρμένος ως εκεί που δεν παίρνει δήμαρχος παύεται από τα καθήκοντα του και τις Εκλογές κερδίζει ο δάσκαλος της περιοχής, ένας υπέροχο άτομο, φίνο, καθαρά, τίμιο, με νέες ιδέες. ΟΙ δύο κωμικοί πρωταγωνιστές είναι τα κουνιάδια του, που τον βγάζουν δήμαρχο, ο ένας εξ ιδεολογίας, ο άλλος εκ του πονηρού. Κι όταν γίνεται δήμαρχος ο ωραίος και καλός , πάει να εφαρμόσει τους «Νόμους». Και τότε εξανίσταται η Παρανομία. Οπου δεν μιλάμε για απλή παρανομία. Μιλάμε για βαθιά κατάσταση, υπόθεση αιώνων, περασμένη στο DNA, δηλαδή τι να συζητάμε τώρα..
Φυσικά, το έργο , έτσι όπως είναι γραμμένο κι όπως σε διασκεδάζει, σου επιτρέπει και να σκεφτείς. Εστω για λίγο. Και μετά να πας παρακάτω. Σου επιτρέπει να προβληματιστείς και λίγο με αυτό που βλέπεις το οποίο σατιρίζει ανελέητα μια κατάσταση. Αυτή όμως η κατάσταση είναι πλέον ένα σύστημα. Όταν η διαφθορά θεωρείται δεδομένη κι ο πολίτης έχει μάθει έτσι να κινείται από τον παππού στον εγγονό, από γενιά σε γενιά κι από αιώνα σε αιώνα, τότε έχουμε να κάνουμε με Σύστημα. Κι αναρωτιέμαι αν αυτό το Σύστημα έχεις το δικαίωμα, ναι θα τολμήσω να το πω έτσι, να το πειράξεις κι αυτό να μη σου εναντιωθεί. Γίνεται; Διότι καταρχάς πρόκειται για ένα Σύστημα που είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, λειτουργεί! Επί αιώνες. Από την άλλη, ένα παγιωμένο Σύστημα μπορείς να το αντικαταστήσεις μόνο με ένα άλλο Σύστημα το οποίο όμως θα φανεί σαν βίαιη εισβολή και θα πάρει καιρό, ίσως χρειαστεί άλλους τόσους αιώνες για να λειτουργήσει, κι αν λειτουργήσει. Αυτός είναι ένας προβληματισμός που στον επιτρέπει η κωμωδία να τον κάνεις, η συγκεκριμένη κωμωδία αλλά και κάθε καλή κωμωδία που εμπεριέχει σάτιρα (με τους κανόνες όμως της κωμωδίας!- το τονίζω αυτό) χωρίς βέβαια- ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!!!- να προπαγανδίζει κάτι τέτοιο ή να το πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση, ως να ήταν δηλαδή αντιπαράσταση ή αντιπαράθεση δύο συστημάτων. Όμως η ευστοχία της επισήμανσης των αδυναμιών του κοινωνικού περιβάλλοντος και η επεξεργασία των καταστάσεων αυτών με τον κωμικό κώδικα, ε, αν θέλεις λίγο να σκεφτείς πάνω σε αυτό που βλέπεις, στο επιτρέπει άνετα. Ως δεύτερη σκέψη, όχι ως κάτι άμεσο ή να πας να συστήσεις την ταινία ως κάτι τέτοιο και να νομίζει αυτός που του τα λες ότι τον στέλνεις σε «άλλο» έργο.
Μακάρι να κάναμε και στην Ελλάδα τέτοιες κωμωδίες, αυτό έχω να πω. Μακάρι να μην την είχαμε απεμπολήσει ως είδος και να συνεχιζόταν μαζικά η παραγωγή της κωμωδίας έτσι όπως συμβαίνει στην Ιταλία. Αφού το «υλικό» το έχουμε έτοιμο…