Η παρακολούθηση της τώρα, λόγω Ευρωπαικών, με έβαλε σε σκέψεις και για το παραπάνω, το οποίο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ταινία. Και τούτο επειδή την υπογράφει ο ΦΟΛΚΕΡ ΣΛΕΝΤΟΡΦ, ο οποίος είναι αξιολογότατος Γερμανός σκηνοθέτης αλλά και χαρακτηρισμένος auteur, και στα τελευταία χρόνια, όπως συμβαίνει και με τους άλλους συμπατριώτες του-συναδέλφους του που δοξάστηκαν ως auteurs στα 70ς, κι εννοώ τον ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ, τον ΒΕΡΝΕΡ ΧΕΡΤΖΟΓΚ, την ΜΑΡΓΚΑΡΕΤΕ ΦΟΝ ΤΡΟΤΑ, τους παραπετούν τώρα, για να μην πω τους περιγελούν. Επειδή δεν μπορούν να τους σηκώσουν ως auteurs, ως ..τι θέλει να πει ο ποιητής.
Και σε αυτό το σημείο ξεκινά μια αδικία, εκείνη η αδικία που χαρακτηρίζει αυτή τη θεωρία είτε όταν υμνεί είτε όταν καταχεριάζει. Διότι ποτέ δεν εξετάστηκε το έργο μα ο auteur. Ποτέ δεν γράφτηκε η μαγική φράση «η ταινία λέει» μα «ο Σλέντορφ-ας πούμε-λέει»
Κι έτσι, επειδή τώρα δεν κάνουν ταινίες auter- ίστικες αλλά… κανονικές, «χειροτονείται» ο δημιουργός χωρίς να κοιτάνε τι λέει η ταινία.
Κι η ταινία αυτή που υπογράφεται από τον Φόλκερ Σλέντορφ λέει αρκετά. Βέβαια, στο δεύτερο μέρος κάπου σκαλώνει. Κάπου αυτό στο οποίο καταλήγει και που είναι το κύριο ζητούμενο, μένει καθηλωμένο, δεν απογειώνεται. Περιμένουμε σε όλο το πρώτο μέρος την επιτέλους συνάντηση ενός πρώην ζευγαριού κι όταν αυτή επέρχεται παρά τις δραματικές εξηγήσεις, το φινάλε κι η ολοκλήρωση καταλήγουν στο «λίγο».
Σε αυτό βέβαια, φταίει εν πρώτοις το σενάριο. Βασίζεται χαλαρά σε διήγημα του ΜΑΞ ΦΡΙΣ, άλλοτε πρωτοπόρου των γερμανόφωνων γραμμάτων και της λογοτεχνίας τους πού έμπαινε στην ίδια μοίρα με τον ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΤΥΡΕΝΜΑΝΤ (ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ τον εισήγαγε στην Ελλάδα με την «ΑΝΔΟΡΑ» στη σαιζόν 1962-63 και στη συνέχεια ανέβασε και το «Ο ΜΠΙΤΕΡΜΑΝ ΚΙ ΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ» ενώ ο ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ παρουσίασε στη σαιζόν 1963-64 «ΤΟ ΣΙΝΙΚΟΝ ΤΕΙΧΟΣ») αλλά το σενάριο, αν κοιτάξει μάλιστα κανείς και τους τίτλους των θεατρικών του που ανέφερα, δεν παραπέμπει σε τίποτε το πρωτοποριακό. Εντάξει, είναι ένα διήγημα από το οποίο προφανώς πήρε ο Σλέντορφ τον κορμό και τον μετέτρεψε σε σενάριο μαζί με τον ΚΟΛΜ ΤΟΪΜΠΙΝ, το οποίο αφηγείται ένα lοvestory ηλικιωμένων.
Όμως έχει ενδιαφέρον. Απλώς το ενδιαφέρον εξαντλείται στο πρώτο μέρος. Όταν ο ήρωας που τον παίζει με λιτά εκφραστικά μέσα ο ΣΤΕΛΑΝ ΣΚΑΡΣΓΚΑΡΝΤ, ο οποίος είναι συγγραφέας, έρχεται από το Βερολίνο στη Νέα Υόρκη για να προμοτάρει το νέο του βιβλίο. Κι εκεί πληροφορείται διεύθυνση και τηλέφωνο της παλιάς του αγαπημένης της Ρεμπέκα, με την οποία έχει να ιδωθεί πάνω από 10 χρόνια. Ενώ, στη ζωή του υπάρχει μια άλλη γυναίκα που βρίσκεται κι εκείνη στο ταξίδι μαζί του.
Το πρώτο μέρος, που μας ξετυλίγει σιγά σιγά το πορτραίτο-χαρακτήρα του συγγραφέα, τις θέσεις του πάνω στη λογοτεχνία, το οικογενειακό και συγγραφικό του background, μας εμπλουτίζει με τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν και μας οδηγεί στο σασπένς για αυτή τη μυστηριώδη Ρεμπέκα που του στοίχειωσε τη ζωή, είναι έως κι εξαιρετικό. Βλέπουμε ψυχολογική λεπτομέρεια, βλέπουμε άξια διαχείριση της κατάστασης και της μετατροπής σε πλοκή ενός έρωτα από τα χθες , βλέπουμε τις φάσεις της συνάντησης και τα βλέμματα τους που δείχνουν ότι κρύβουν πολλά για το κοινό τους παρελθόν και το ότι η εκάστοτε συνάντηση τους αδυνατεί να εκδηλωθεί σε παρανάλωμα, υπάρχει κάτι που τους μπλοκάρει και φλεγόμαστε από την επιθυμία να μάθουμε τι έχει συμβεί ενώ από την άλλη χαιρόμαστε που βλέπουμε δύο μεσήλικες να βιώνουν μια ερωτική ιστορία σιωπών που δεν επέτρεψε σε αυτά τα δύο πρόσωπα να συνεχίσουν να είναι μαζί ενώ βλέπουμε και τον αντίκτυπο αυτής της ερωτικής ιστορίας και στο περιβάλλον τους, προπάντων στη δεύτερη, την τωρινή δηλαδή, γυναίκα του.. Όταν στο δεύτερο μέρος οργανώνεται με απόλυτα συνωμοτικό τρόπο η καθοριστική πλέον συνάντηση, στο μέρος του τίτλου, που είναι κάπου στο Λονγκ Αϊλαντ, αυτά που δίνονται ως εξήγηση για το χωρισμό τους και το μετέπειτα κλείσιμο του ζητήματος, φαντάζει πολύ «λίγο». Με την έννοια ότι γίνεται κάτι καθημερινό, καθόλου σημαντικό, μια ιστορία σαν όλες τις άλλες του «εκείνος που αφήνει εκείνη και του εκείνη που αφήνει εκείνον» χωρίς να φιλτράρεται καν από τον κόσμο της διανόησης και την ιδιότητα του συγγραφέα, που χαρακτήριζε τις πράξεις και τις κινήσεις του πρώτου μέρους.
Η Γερμανίδα ηθοποιός ΝΙΝΑ ΟΣ, παρά το ότι στη σκηνή της αποκάλυψης του μυστικού στο δεύτερο μέρος έπαιξε με εκφραστική συγκίνηση, συνολικά μου φάνηκε πολύ λίγη στο να είναι ο μοχλός του ζευγαριού. Αντίθετα, μου άρεσε η supporting, η ΣΟΥΣΑΝΕ ΒΟΛΦ, στο ρόλο της τωρινής, αληθινή δραματική ηθοποιός που ξεχειλίζει από δραματικότητα κι όταν οι σκηνές της δεν έχουν το ειδικό βάρος, ωστόσο κι εκεί και σε όλες τις εμφανίσεις της καταφέρνει και «ΔΙΝΕΙ» την ηρωίδα της στους θεατές, έτσι όπως την έχει φτιάξει.
Κι όπως σκεφτόμουν τα του Μαξ Φρις, και του διηγήματος κι έκανα τις αναγωγές στα χρόνια που ο Σλέντορφ θεωρείτο auteur κατέληξα σε μια παράξενη διαπίστωση: Πως ο σκηνοθέτης αυτός ειδικεύτηκε στη μεταφορά βιβλίων στην οθόνη είτε στα πολύ μεγάλα του όπως «Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΙΝΑ ΜΠΛΟΥΜ» και «ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ» (για το οποίο είχε πάρει το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1980 καθώς και «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες εξ ημισείας με το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα) είτε και στα μεσαία του σαν τον «ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑΚΟΥ» ή και στα ημιπετυχημένα του καλή η ώρα το «ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΣΟΥΑΝ».
Αρα, από πού συνήγαγαν τότε οι «νονοί» τον τίτλο του «auteur» αλλά μήπως και έφταιγε σε ένα βαθμό και το διήγημα του Φρις το οποίο από τη φύση του δεν μπορούσε να δώσει μεγάλο έργο;
Κι όμως, ως θεατή, η ταινία δεν με άφησε αδιάφορο. Κινηματογραφικά δε, έστεκε απολύτως. Κι από φωτογραφία κι από ρυθμό (βλ μοντάζ)