Το οποίο λογικά θα έπρεπε να είναι το ξεχωριστό του διότι μετά από πολλά μα πάρα πολλά χρόνια επιστρέφει στην πατρίδα του Τουρκία για να κάνει εκεί φιλμ, ύστερα από μόνιμη διαμονή στην Ιταλία όπου πρόσφερε στο ιταλικό σινεμά μεγάλες τονωτικές ενώσεις.
Προσωπικά, τον θεωρούσα «Αλμοδόβαρ της Ιταλίας» και πολλές ταινίες του τις έβαζα σε άμεση συνάρτηση με του μεγάλου Πέδρο. Όχι μόνο πάνω στην τόλμη του για το θέμα της ομοφυλοφιλίας που φιλοξενούσε σχεδόν σε κάθε φιλμ όσο και για τον τρόπο με τον οποίο πλούτιζε και κοσμούσε τις ταινίες και το δικό του ήταν ένα στοιχείο «μαγείας» που θαρρείς και το έφερνε από την Ανατολή.
Παρόλο ότι έκανε σπουδαία φιλμ στην Ιταλία, οι Ιταλοί δεν τον θεώρησαν ποτέ δικό τους, δεν τον «έσπρωξαν», δεν προώθησαν τις ταινίες του ούτε σε Φεστιβάλ ούτε σε υποβολές για Οσκαρ ούτε και στα ευρωπαικά, τουλάχιστον με τον ζήλο που προώθησαν άλλα. Και σε συζητήσεις στην Ιταλία όποτε αναφερόμουν στο σύγχρονο ιταλικό σινεμά που υπερ-αγαπώ και δίπλα σε τίτλους του Πάολο Βιρτζί με του οποίου τα φιλμ βρίσκω συγγένειες επί ιταλικού εδάφους, πρόσθετα τίτλους ταινιών του Οζπετεκ, δεν έβλεπα ενθουσιώδεις αντιδράσεις.
Πάντως, το τωρινό του φιλμ που πήγε να το κάνει στην Τουρκία, είναι παραγωγή της RAI. Η RAICINEMA παρουσιάζει… Με τη RAI ταξίδεψε στην Τουρκία και το καλλιτεχνικό προσωπικό των τεχνικών τομέων, μοιράζεται στις δύο χώρες: Οι Ιταλοί κατέχουν όλο το θέμα της υποδομής, Τούρκους έχει πάρει κυρίως για σκηνογραφία κι ενδυματολογία.
Και δεν πήγε μόνο με τη RAI στη γενέτειρα αλλά και με άλλες ιταλικές αποσκευές και πρωτίστως με την «Περιπέτεια» του Αντονιόνι. Τουλάχιστον όλος ο κεντρικός μύθος της εξαφάνισης ενός βασικού χαρακτήρα που στο ξεκίνημα της ταινίας μας φαίνεται πρωταγωνιστικός, είναι επιρροής «Περιπέτειας». Κι εξαφανίζεται όπως κι ο αντονιονικός ήρωας. Απότομα κι ανεξήγητα. Με δόση αστυνομικής περιέργειας, χωρίς το φιλμ να γίνεται ποτέ αστυνομικό.
Ο κεντρικός ήρωας δεν είναι φυσικά ο εξαφανισμένος, αν κι η απουσία του συζητιέται σε όλη τη διάρκεια του φιλμ κι είναι σαν παρουσία. Ο ήρωας ο κεντρικός είναι ο Ορχάν, ο οποίος ζει χρόνια στο Λονδίνο, ασχολείται με τη συγγραφή και τον κινηματογράφο, κι έρχεται στην Πόλη για να συναντήσει τον παλιό του φίλο Ντενίζ, ο οποίος είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης και τον θέλει επειδή ετοιμάζει βιβλίο αυτοβιογραφικό, στο οποίο θα αναφέρεται σε συγγενικά του πρόσωπα και σε ιδιωτικές του στιγμές. Πρόσωπα μπαινοβγαίνουν που καθυστερούν να μας δώσουν την πληροφορία περί του πώς και μέχρι πού σχετίζονται με τα δύο κύρια πρόσωπα, όπως και τι προηγήθηκε στη σχέση των δύο ανδρών, κατά το παρελθόν κι αν προηγήθηκε, όπως επίσης και τι ακριβώς καπνό φουμάρει ο Ντενίς και τι μυστικό κρύβει ο Ορχάν που γίνεται ολοφάνερο ότι κάτι κρύβει. ΚΙ ένα βράδυ ο Ντενίζ εξαφανίζεται. Στον Βόσπορο. Ολως μυστηριωδώς. Ο Ορχάν καθίσταται ύποπτος αφού είναι ο τελευταίος που τον είδε μα όλο αυτό χρησιμεύει ως αφορμή για να ξετυλιχτούν καταστάσεις από το παρελθόν, από το κρυμμένο μυστικό του Ορχάν που αφορά σε οικογενειακή τραγωδία, από τις σχέσεις του εξαφανισμένου Ντενίζ με μια γυναίκα που φλερτάρει τον Ορχάν κι από ένα μυστηριώδη άντρα που ήταν ο εραστής του χαμένου.
Η εντύπωση που μου άφησε η ταινία είναι πως ήθελε εκ νέου επεξεργασία, σαν να μην είχε ωριμάσει εντός του Οζπετεκ, σαν να μην ήταν έτοιμη να γίνει. Διάβασα δε –το λέει και στους τίτλους- πως βασίζεται σε δικό του βιβλίο..
Επειδή γνωρίζω όλα του τα προηγούμενα φιλμ κι είμαι και θαυμαστής του, νομίζω πως την εξήγηση για την όποια αποτυχία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη θεωρία περί ζωτικού χώρου. Πως ένα πράγμα που λειτουργεί σε μια συνθήκη, αδυνατεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο σε μία άλλη.
Ο Οζπετεκ λείπει από την Τουρκία από το 1959, όπου έχει εγκατασταθεί στην Ιταλία. Στην Ιταλία λευτερώθηκε και ως άνθρωπος προφανώς, γλύτωσε από τις προκαταλήψεις επί συντηρητικού τουρκικού εδάφους και μπόρεσε να κάνει αυτά τα υπέροχα που έκανε. Αν τον έπιασε ο νόστος και θέλησε να κάνει κάτι στην πατρίδα, που είναι και το πιο λογικό, ε, στην πατρίδα δεν του φτούρησε. Ο Οζπετεκ έχει γίνει πολύ «Ιταλός» (κι ας μην τον δέχονται απολύτως οι Ιταλοί) κι αδυνατεί να κάνει φιλμ ως Τούρκος. Σαν να είναι μαζεμένος εδώ, σαν να προσπαθεί να ξεφύγει για να μην προκαλέσει, σαν να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο. Κάπου κι οι σχέσεις που θίγονται στην ταινία μοιάζουν να ψευτίζουν.
Από την άλλη, οι άνθρωποι του, οι χαρακτήρες του, έχουν περιεχόμενο, έχουν εσωτερικό βάρος, έχουν δύναμη, διαθέτουν δραματικότητα …ίσως γι αυτό κι οι άτολμα δοσμένες σχέσεις τους καταλήγουν να φαίνονται ασαφείς. Σαν να μη λειτουργεί στον νέο χώρο, που είναι κι ο παλιός αλλά που δεν ήταν ποτέ χώρος της δημιουργίας του. Φαίνεται ξεκάθαρα αυτό σε μια σκηνή προς το τέλος, αρχικά εμπνευσμένη, που στα ιταλικά του φιλμ θα έπιανε «ανθολογία» ενώ εδώ δείχνει και να μην είναι καλά εκτελεσμένη: Μια συνομιλία μέσα από κινητά, σε δρόμο της Κωνσταντινούπολης, όπου εκείνη του λέει ψέματα ενώ εκείνος είναι ακριβώς μπροστά της αλλά κοιτάζει την πλάτη της.
Φυσικά κι έχει φωτίσει και φωτογραφήσει μοναδικά τον Βόσπορο, κυρίως στα νυχτερινά του, οι σκηνογραφικοί υπεύθυνοι έχουν συνυπογράψει με τον Οζπετεκ εκπληκτικά μέρη, όλο το έργο σαν κάτι να θέλει να πει αλλά σαν να μην το λέει με τρόπο τόσο αληθινό.
Ο πρωταγωνιστής που παίζει τον Οχράν είναι ο «Σουλειμάν ο μεγαλοπρεπής», ο ΧΑΛΙΤ ΕΡΓΚΕΝΣ και τον έχει κινηματογραφήσει θαυμάσια, του έχει απελευθερώσει εκφραστικότητα καθώς και ψυχή μέσα από το βλέμμα. Από τον «Σουλειμάν» διάβασα ότι προέρχεται κι ο ηθοποιός που κάνει τον εραστή του εξαφανισμένου, ο Γιουσούφ που είναι τζάνκι και μερικά ακόμα…