Διότι ως ΘΕΑΤΗΣ γοητεύτηκα. Κι ήταν εκείνο το παιχνίδι της γοητείας στο σινεμά όπου με την πρωτοβάθμια αντίδραση του θεατή δεν έχεις να πεις και πολλά. Μόνο που αυτό για την κριτική δεν φτάνει.
Και δεν φτάνει, επειδή καθώς την έβλεπα την πρώτη φορά, αναλογίστηκα το ακριβώς ανάποδο ότι θα μπορούσε να συνέβαινε σε άλλους θεατές, να έμεναν δηλαδή απέξω και να διέγραφαν με μια μονοκοντυλιά «τώρα αυτό τι ήταν και του έδωσαν και Χρυσό Φοίνικα;»
Κυρίως θα αντιδρούσαν, σκέφτηκα, με αυτό τον τρόπο είτε θεατές που μπορεί να βρέθηκαν «τυχαία» στην προβολή της είτε κι άλλοι που να ήθελαν να μιμηθούν κάποιους θεωρητικούς ή να παπαγαλίσουν θεωρητικά τσιτάτα και να ξεκίναγαν από τη θεωρία του auteur και να σπαταλιόνταν στο τι είδους auteur είναι ή θέλει να είναι ο Σουηδός ΡΟΥΜΠΕΝ ΕΣΤΛΟΥΝΤ.
Εγώ δεν ξεκίνησα από εδώ. Διότι δεν μου το επέτρεψαν κι ο ίδιες οι Κάννες με την επιλογή τους. Κι όχι μόνο επειδή είμαι πολέμιος της θεωρίας και ξεκινώ πάντα από το ΕΡΓΟ! Μια κι οι Κάννες φέτος, όπως πριν λίγα χρόνια και με τη «ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ», έργο ήταν αυτό που επέλεξαν για «Χρυσό Φοίνικα» κι όχι auteur με αφορμή κάποιο έργο (β Τσεϋλάν , Φον Τρίερ και άλλους…)
Σαν να ήθελαν οι της κριτικής επιτροπής να ξεχωρίσουν ένα φιλμ που διαλέγει να πει με δικό του διαφορετικό τρόπο ένα κοινωνικό ζητούμενο. Σαν να επιβράβευσαν καλλιτεχνική παρέμβαση πάνω σε είδος, όπου όλο αυτό συνοδευόταν κι από αισθητική ανάλογη μια κι η αισθητική είναι κι αυτή μέρος του τρόπου που θα διαλέξεις να πεις μια ιστορία, που θα θελήσεις να παρέμβεις σε νόρμες και κανόνες, όταν θελήσεις να εντάξεις σε «είδος» ένα είδος.
Η αμηχανία φάνηκε κι από το πώς μας είχαν συστήσει την ταινία όταν προβλήθηκε στο διαγωνιστικό και κυρίως όταν απέσπασε το πρώτο βραβείο: «ΚΩΜΩΔΙΑ»! Από την πρώτη στιγμή που το είχα διαβάσει αντέδρασα καχύποπτα ή και φιλύποπτα (αν το προτιμάτε!) σχετικά με το πόσο κωμωδία ήταν κι αν ήταν αυτή η «κωμωδία».
Φυσικά και δεν είναι κωμωδία με τους κανόνες του είδους που γνωρίζουμε, από την άλλη, όμως, εφόσον διαχωρίζουμε τα έργα σε δύο μεγάλες κατηγορίες κι ακολουθούν οι υποδιαιρέσεις τους κι οι εξειδικεύσεις τους, τότε σίγουρα δεν το λες «δράμα», τότε στην κατηγορία «κωμωδία» το εντάσσεις κι ας μην είναι έργο της κωμικής, ξεκαρδιστικής σχολής. Σάτιρα είναι, υποδιαίρεση φυσικά κι αυτή της κωμωδίας, όπως είναι κι η φάρσα και διάφορα άλλα που τα δανείζονται και τα δύο είδη όπως λχ η ηθογραφία που μπορεί να είναι και κωμική, μπορεί όμως και δραματική αναλόγως με τα στοιχεία που υπερτερούν, σάτιρα λοιπόν.
Σάτιρα επειδή με ένα σκωπτικό τρόπο επιδιώκει να ρίξει μια ματιά σε θέματα του καιρού μας κι εφευρίσκει μια ιδέα στην οποία μπορούν να εισχωρήσουν κι η σουρεαλιστική διάθεση ή και το γκροτέσκο και τίποτε από αυτά να μην είναι επίσημα δηλωμένο παρά αντίθετα να έχει ενταχθεί στην ανάλαφρη αφήγηση της ιστορίας από την ταινία. Και τελικά το γκροτέσκο και το σουρεαλιστικό να βγαίνουν μέσα από την ιστορία και καθόλου από το ύφος που υιοθέτησε ο σκηνοθέτης.
Η «Πλατεία» του τίτλου θα μπορούσε να εκληφθεί κι ως μια αλληγορία της εποχής μας.. άλλωστε ως κάτι τέτοιο πάει να πλασαριστεί κι είναι μεν σωστό αλλά εκεί μπορεί να αρχίσει και να μπερδεύει κάποιους θεατές και να προκληθούν κι ενστάσεις περί του τι ακριβώς αλληγορία είναι και περί της χρήσης ή της αποτελεσματικότητας των συμβολισμών κι αν αυτοί οι συμβολισμοί εντοπίζονται πλήρως.
Η υπόθεση μας μεταφέρει σε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης και ο ήρωας είναι ο επιμελητής αυτού του ιδρύματος ο οποίος φλέγεται μοντέρνων ιδεών περί ανθρωπισμού κι αλτρουισμού, ετοιμάζει κι ένα «δρώμενο» που θα λέγεται «πλατεία» στο οποίο θα αποδεικνύεται η θεωρία του , κατά πως πιστεύει ο ίδιος, συγχρόνως τον βλέπουμε ως ένα πολύ συμπαθητικό και χαλαρό άνθρωπο, χωρισμένο, τη σχέση του με τα παιδιά του, την επαφή με μια γυναίκα από το χώρο κλπ, κλπ αλλά κι ένα θέμα που ενσκήπτει και του αλλάζει τα δεδομένα: Του κλέβουν το κινητό και το πορτοφόλι Κι ο τρόπος με τον οποίο αποφασίσει να αντιδράσει δεν έρχεται σε πλήρη αρμονία με αυτά που πιστεύει, με όσα πράττει και με ό,τι ο ίδιος είναι κι εκπροσωπεί. Κι είμαστε εδώ που μπορεί κάποιοι να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σημαντικότητα των όσων λέγονται και του τρόπου με τον οποίο δείχνονται , του ότι οι συμβολισμοί δεν γίνεται ξεκάθαρο τι ακριβώς μπορεί να αντιπροσωπεύουν .
Όμως όλα αυτά που λέγονται και δείχνονται, γίνονται με ένα πολύ όμορφο τρόπο. Ακόμα κι αν οι χρόνοι κι η διάρκεια θυμίσουν τα περσινά του «Τόνι Ερντμαν» που αδικαιολογήτως τραβούσε σε μάκρος τις σκηνές. Εδώ δεν τραβά σε μάκρος τις σκηνές αλλά την ίδια την ταινία. Όμως είναι όμορφος ο τρόπος, υπάρχει μα χαλαρότητα και μια ιλαρότητα σαν βασικός άξονας της σκηνοθεσίας μέσα από την ερμηνευτική καθοδήγηση, ο πρωταγωνιστής ΚΛΑΕΣ ΜΠΑΝΓΚ είναι πραγματικά συμπαθέστατος κι αληθινά αξιαγάπητος, τα κοψίματα των σκηνών είτε σε σενάριο είτε σε μοντάζ κρατούν άσβεστη τη χαλαρότητα και την ιλαρότητα, υπάρχει η αισθητική όπου οι χώροι συνάδουν με το μουσείο και με τον ήρωα, χωρίς να είναι καθόλου επιτηδευμένοι στο μεταμοντέρνο τους-κάθε άλλο, η σύγχρονη Σουηδία είναι εντελώς παρούσα , το ίδιο κι η φωτογραφία που επιδιώκει να φωτίσει ουδέτερα τα καλόγουστα απαλά και διακριτικά χρώματα της σκηνογραφίας.
Με άλλα λόγια όλο αυτό καταφέρνει και λειτουργεί και καταλήγει σε μία και μόνο λέξη που θα μπορούσε νε το περιγράψει και να το ορίσει: ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟ.!!
Το αν το «ασυνήθιστο» συμβαδίζει με το «σημαντικό» είναι οι αιχμές στις οποίες θα δοκιμαστεί και θα δώσει τις περαιτέρω εξετάσεις της η ταινία. Σε κοινό κι Ακαδημίες.