Είναι πολύ του «είδους» μου, ανθρωποκεντρική, φιλοσεναριακή και κινείται σε διαφορετικούς χώρους από τον «Λεβιάθαν» εξού και διαθέτει και διαφορετική όψη. Ο παρονομαστής όμως είναι κοινός, αφορά σε πρόσωπα πονεμένα, σκληρά, μάλλον εξ αρχής σκληρά που φτάνουν και γίνονται μισητά για να αποδειχτεί ότι είναι έτσι επειδή είναι πονεμένα. Κι επειδή η αγάπη που λείπει σύμφωνα με τον τίτλο , πρώτα έλειψε από αυτούς αλλά αυτά τα μαθαίνουμε πολύ αργά, όταν βέβαια «πρέπει» να το μάθουμε διότι δείχνει ότι είναι σενάριο με ηλικίες ηρώων πριν αρχίσει το έργο και φυσικά κι από την ώρα που αρχίζει.
Θα έλεγα μάλιστα ότι η ταινία αυτή του Ζβυαγκίντσεφ είναι λιγότερο «ρώσικη» από τον «Λεβιάθαν» παρόλο ότι σε όλη τη διάρκεια δείχνει ρώσικη απολύτως. Οι εικόνες είναι έκτυπα ρωσικές, οι άνθρωποι έχουν σκληρές συμπεριφορές, μόνο που τα θέμα αυτή τη φορά έχει μεγαλύτερη καθολικότητα από εκείνη του «Λεβιάθαν». Κι αυτό επειδή η έλλειψη αγάπης απλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν είναι υπόθεση μόνο καθεστώτων ή πολιτικής διαφθοράς.
Το περιβάλλον αυτή τη φορά είναι αστικό. Σε τέτοιο επίπεδο παίζεται το δράμα κι όχι σε υποβαθμισμένες περιοχές υπό την επιρροή της βότκας.
Τα μπάσιμο της ταινίας είναι συγκλονιστικό. Ένα μικρό παιδί ακούει, κρυμμένο πίσω από την πόρτα, τους γονείς του, που βρίσκονται στα χωρίσματα κι ο καθένας, όπως θα δούμε, έχει τη δική του παράλληλη σχέση, να λένε στον καυγά τους ότι θέλουν να κλείσουν τον πιτσιρικά σε ορφανοτροφείο , ότι δεν τον θέλουν, ότι τους είναι βάρος. Το ξέσπασμα του πιτσιρικά πίσω από την πόρτα είναι από εκείνα που σε αρπάζουν από το λαιμό και σε καθηλώνουν. Η σκηνή αυτή είναι η μία από τις δύο ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΜΕΓΑΛΕΣ του σεναρίου κι η σκηνοθεσία τις κάνει εξαίρετο κινηματογράφο. Η άλλη είναι μια σκηνή στο νεκροτομείο που συγκλονίζει αφενός με το ξέσπασμα της κι αφετέρου καθησυχάζει με τις αμφιβολίες της κι είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο έχει γραφτεί η σκηνή και με το πως έχει στηθεί και πως παίζεται. Κατά τον υπογράφοντα υπάρχει και ΤΡΙΤΗ μεγάλη σκηνή κι είναι ο μονόλογος της γιαγιάς όταν την επισκέπτονται με εντολή της Αστυνομίας για την εξαφάνιση του πιτσιρίκου και βλέπουμε πως ξετυλίγεται το κουβάρι προς τα πίσω κι η έλλειψη αγάπης που φωλιάζει και στις καρδιές αυτών που την δείχνουν την ίδια έλλειψη, στον πιτσιρικά. Η σκηνή για αυτό το λόγο θεωρείται κομβική κατά την δική μου κρίση κι επιπλέον δίνει την δυνατότητα σε μια Ρωσίδα ηθοποιό, από αυτές τις φοβερές, να κάνει το ρεσιταλάκι της.
Διότι ο πιτσιρικάς, μετά από εκείνο τον καυγά των γονέων του όπου κρυφάκουσε πόσο δεν τον θέλουν, εξαφανίζεται. Με καταπληκτικά γραμμένες από το σενάριο τις παρεμβάσεις κι επεμβάσεις της Αστυνομίας που δείχνουν κι αυτές μια σκληρότητα, μια αυστηρή προσήλωση μεν στο καθήκον αλλά κι ωμά, απότομα… θα μου πεις, τι περίμενες;
Το έργο λοιπόν λόγω της εξαφάνισης του πιτσιρικά αποκτά διαστάσεις αστυνομικού μυστηρίου. Δεν θα έλεγα θρίλερ διότι δεν υπάρχει τρόμος. Όμως καθώς προχωρούν οι έρευνες, ξετυλίγονται οι σχέσεις των προσώπων, ξετυλίγονται οι χαρακτήρες κι όλα φτάνουν στο ίδιο σημείο εκκίνησης: Την έλλειψη αγάπης. Χμ! Είναι όμως αυτό; Είναι ένα έργο κουραστικής κι επαναλαμβανόμενης ωμότητας στις ανθρώπινες σχέσεις; ‘Η μήπως, πάνω στην έλλειψη αγάπης έχει να πει κι άλλα πράγματα; Διότι οι χαρακτήρες δεν είναι καθόλου σχηματικοί, αντίθετα, θα τολμούσα να πω ότι σε όλη τη διάρκεια των ερευνών έχει καταφέρει το έργο, και συμβάλλουν σε αυτό οι ερμηνείες των ηθοποιών, να μη μας γίνονται τόσο αντιπαθή τα πρόσωπα ενώ κανονικά θα έπρεπε. Διότι ως γονείς είναι για το απόσπασμα κι οι δύο. Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι πολλοί, όταν συμβαίνει κάτι, συνήθως τα βάζουν με το παιδί, ή αμολάνε κάτι ισχυρισμούς τύπου «μα είναι δυνατόν μητέρα και να μην αγαπάει το παιδί της;» ή και για πατέρα κάτι ανάλογο… Επειδή από το σενάριο είναι δεδομένη εξαρχής η γονεική καταδίκη, το έργο κάνει focus διαρκώς πάνω στη σχέση τους κι είναι ανυπόφορο αυτό που συμβαίνει. Συγχρόνως, όμως, μας τους δείχνει και με τις παράλληλες γνωριμίες που έχουν στον ενεστώτα, τόσο εκείνος όσο κι εκείνη κι εκεί βλέπουμε να εκλιπαρούν κάτι από αυτό που τους έλειψε ή να τους προσφέρεται από τους καινούργιους συντρόφους με ένα τρόπο που δείχνει ότι δεν θα τους ξαναλείψει. Όμως αυτά όλα δίνονται με πολύ ελαφρές πινελιές , με περισσή επιμονή πάνω στη λεπτομέρεια, με σύνθετες κινήσεις που μπορεί να δείχνουν ότι εκτός από την έλλειψη αγάπης μπορεί να παίζει ρόλο κι ο ανθρώπινος χαρακτήρας.. κι αυτά μας τα θίγει ανεπαίσθητα για τους πολλούς κι αισθητότατα για όποιον έχει μπεί βαθιά μέσα στην ταινία.
Το κλείσιμο του έργου, το φινάλε, δείχνει ακριβώς ποιες είναι οι προθέσεις του έργου. Τα σενάριο πολύ προσεκτικά έχει βάλει τέτοια «εμπόδια» στη διαδρομή της εξιστόρησης ώστε να μην κλείσει ως να ήταν αστυνομικό έργο αλλά πάνω σε αυτό που ορίζει ο τίτλος. Κι εδώ δείχνει ότι ο σκηνοθέτης και το σενάριο του δεν ξέφυγαν ποτέ από τον αρχικό στόχο. Ομως βρήκε ένα τρόπο να κρατά ζωντανό συνεχώς το ενδιαφέρον του κοινού μέσω της διεξαγόμενης έρευνας. Το επισημαίνω αυτό επειδή υποψιάζομαι πως όταν κυκλοφορήσει η ταινία στα σινεμά και τη δουν πολλοί θεατές, ίσως ακούσουμε σχόλια περί «επιφανειακής» τοποθέτησης. Δεν είναι επιφανειακό, είναι δεδομένα σκληροί οι άνθρωποι εξ αρχής και ε τη στάση τους μπορεί και να δώσουν υλικό για θρίλερ , να κάνουν άνω κάτω και την Αστυνομία, μόνο και μόνο επειδή γέννησαν σε τραυματισμένη ψυχή ΑΠΕΧΘΕΙΑ!!!!
Τα ντεκόρ των αστικών χώρων, των διαμερισμάτων αλλά και κάποιων συμπληρωματικών είναι εξαιρετικά, η φωτογραφία απεικονίζει το κρύο, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει χιόνι. Η μουσική ποτέ δεν γίνεται απειλητική κι ας μπαίνει σε σκηνές που διεξάγεται η έρευνα, οι ηθοποιοί έχουν κάτι το πολύ «μοντέρνο» πάνω τους, είναι κάπως έξω από τα ρώσικα πρότυπα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο σινεμά.