Αν τον είχα μπροστά μου αυτό που θα του έλεγα θα ήταν το εξής: Αγαπητέ Τρέυ, κανόνισε και ξεκαθάρισε τι ακριβώς θέλεις να κάνεις στην κινηματογραφική σου καριέρα. Αν επιθυμείς δηλαδή να φτιάξεις καλές ταινίες στο μέλλον ή αν θέλεις να πείσεις για auteur εκείνους που νομίζεις ότι θα σου φιλοτεχνήσουν το προφίλ σου. Κι ότι με κακές ταινίες θα καταφέρεις και να την σκαπουλάρεις. Δεν θα την σκαπουλάρεις, όμως, φιλάρα διότι ό,τι και να γίνει αυτό που θα μείνει είναι το έργο! Σύμφωνοι, πολλοί τη γλυτώνουν με μετριότατες ταινίες επειδή τους σύστησαν ως auteurs. Επειδή, όμως, το δικό σου είδος δεν φεστιβαλίζει, δεν σε βλέπω να παίρνεις και πολλά εύσημα από εκεί, οπότε θα είναι κρίμα το ταλέντο σου να πάει χαμένο.
Διότι αυτό που βλέπω, παρακολουθώντας την ταινία, είναι εκείνο που έγραψα στον πρόλογο. Κι ήθελα να σιγουρευτώ ότι σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο ώστε να κατανοήσω πλήρως τι είχε συμβεί. Ο σκηνοθέτης υπερεκτίμησε τον σκηνοθέτη εαυτό του και προτίμησε να προχωρήσει χωρίς προσοχή στο σενάριο, υποτίμησε την έννοια σενάριο. Παρόλο ότι θα έπρεπε από εκεί να έχει ξεκινήσει.
Ποτέ δεν καταλαβαίνουμε επακριβώς τι γίνεται στην ταινία, ποιοί είναι οι άνθρωποι, για ποιο λόγο συγκρούονται, κι όπου το υποψιαζόμαστε, διότι κάποτε πρέπει και να το υποπτευθούμε, πάλι τίποτε δεν γίνεται σαφές, μας τσακίζει με τα αναπάντητα κενά του.
Στη χώρα μας αυτοί που έγραψαν καλά είναι οι ίδιοι που έγραψαν καλά και για το «Suntan» που ήταν υποδειγματικό παράδειγμα ελλιπούς σεναρίου με ελλείψεις ασυγχώρητες.
Αν λοιπόν ο Τρέυ νόμισε ότι με τις ατμόσφαιρες και τους εντυπωσιασμούς θα κερδίσει εκείνους τους κριτικούς ανά τον κόσμο που γουστάρουν τα ανολοκλήρωτα έργα επειδή ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι αυτά είναι και τά καλά μια και σε αυτά έχουν λόγο οι ίδιοι, να συμπληρώνουν αυθαιρέτως τα κενά, δηλώνοντας τα έτσι ως ελλειπτικά αριστουργήματα, του λέω ότι το πέτυχε. Εμάς όμως όμως δεν μας ξεγέλασε, δεν μας εξαπάτησε, διότι αυτό που είδαμε είναι , από σεναριακή άποψη, μια κακή ταινία. Από σκηνοθετική, όχι. Όμως κι η σκηνοθετική άποψη τι τελικά είναι;
Θα σας τα γράψω όπως τα είδα στο φιλμ: Κάπου κάτι έχει συμβεί, κάποιοι κυκλοφορούν με μάσκες αντι- ασφυξιογόνες , κάποιοι άλλοι επιτίθενται σε ανθρώπους, μέσα σε σκοτεινά δάση, από το διάλογο αδυνατούμε να καταλάβουμε τι έχει συμβεί, ποιοι είναι αυτοί που δέρνουν, ποιοι είναι οι άλλοι που τις τρώνε, γιατί ο ΤΖΟΕΛ ΕΤΖΕΡΤΟΝ δέρνει και βασανίζει στο δάσος εκείνο τον μελαχρινό νεαρό που του μιλάει για ένα σπίτι όπου έχει τη γυναίκα του και το παιδί του; Καταπάτηση; Εχει πέσει λοιμός; Κι ο Ετζερτον τι ρόλο βαράει; Για να τα ξεκαθαρίσουμε κάνουμε «αμάν» αλλά σαφείς απαντήσεις, ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, δεν παίρνουμε ποτέ. Χώρια ότι εγώ μπερδεύτηκα με τον Ετζερτον που είχε Αφρο-Αμερικανή σύζυγο ή δεν ήταν και την έκαναν έτσι να φαίνεται οι φωτισμοί οπότε εδώ μπορούσαμε να είχαμε και σκηνοθετικό πρόβλημα; Βλέπετε, όταν δεν λειτουργεί το σενάριο κι είναι το έργο «τρύπες και στο πουκάμισο/και στο σακάκι τρύπες» (για να θυμηθούμε ένα τραγούδι που έλεγε ο Κώστας Χατζής!) διάδρομοι διάσωσης δεν υπάρχουν πολλοί.
Το έργο ούτε ως είδος μπορεί να λειτουργήσει με όλα αυτά τα ελλείμματα διότι τι ακριβώς είδος «τρόμου» είναι αυτό που βλέπουμε κι αν είναι τρόμος κι αν είναι μεταφυσικό κι αν δίνει κοινωνική εκδοχή στον τρόμο ή μήπως το αντίθετο;
Όλα αυτά θα μπορούσε να τα έχει δουλέψει σεναριακά οπότε με το είδος δεν θα είχαμε πρόβλημα, θα μπορούσε κάλλιστα τότε να δηλώσει και υπογραφή.
Όμως υποτίμησε τόσο πολύ την έννοια σενάριο οπότε, ό,τι κι αν προσπαθήσει να σώσει δεν σώζεται, σαφώς και θα αρχίσουν οι «δικοί του», να μας λένε ότι είδαν όσα το έργο δεν έδειξε, κι όσα εμείς στο έργο δεν είδαμε.