Όπως, όμως, έχουμε πει από εδώ πολλές φορές και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, τα έργα κρίνονται με βάση αυτό που είναι. Κι όχι μόνο δεν κάνει να τους ζητάμε να ήταν κάτι άλλο από εκείνο που ήθελαν να είναι μα επιπλέον υπάρχει και κάτι ακόμα πολύ θεμελιώδες: Το έργο πρέπει να ξέρει τον στόχο του, τη συνολική στόχευση του.
Επειδή φερειπείν στο συγκεκριμένο υπάρχει ως ηρωίδα η Βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας, η Αυτοκράτειρα αν θέλετε, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε συγγραφέας, κάθε σεναριογράφος, κάθε έργο που θέλει να ασχοληθεί με κάτι από την Βικτώρια, πρέπει να καταφεύγει στο Μάθημα Ιστορίας ή στο σεμινάριο περί αποικιοκρατίας. Είναι έτσι σαν να βάζουμε χαλινάρια στην Τέχνη και να μην της επιτρέπουμε, να τη λογοκρίνουμε δηλαδή, να δείξει τα πράγματα που η ίδια η Τέχνη θέλει να δείξει στο εκάστοτε έργο της.
Εδώ έχουμε ιστορικό πρόσωπο, ιστορικό πλαίσιο αλλά το σενάριο, το οποίο έγραψε ο ικανότατος ΛΗ ΧΟΛ, σεναριογράφος του «Billy Elliot» για τον οποίο είχε προταθεί για Οσκαρ σεναρίου, αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό της ζωής του προσώπου. Το πρόσωπο είναι η Βικτώρια της Αγγλίας, στα τελευταία της χρόνια, όταν μετά από προσωπικές απώλειες αλλά κι από το βάρος του Χρόνου και των ευθυνών, έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον και μόνο την ώρα του φαγητού δείχνει ζωντάνια, τρώγοντας λαίμαργα και σχεδόν πρωτόγονα , ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον για τη ζωή. Στο πρόσωπο ενός πανέμορφου, νεαρού Ινδού υπηρέτη όπου οι φυσικοί νόμοι της ΕΛΞΗΣ κάνουν αποτελεσματική δουλειά.
Με αυτό το περιστατικό καταπιάνεται το σενάριο κι ο συγγραφέας δεν ξεφεύγει ούτε ρούπι από αυτό που χάραξε.
Κι αυτό είναι η διακριτικότητα, που χαρακτηρίζει κι όλο το έργο, κι η λεπτότητα κι ο πολιτισμός αφήγησης κι ένα κέντημα που απλώνεται σε χαρακτήρες και στενό περιβάλλον κι αυτό το κέντημα δεν είναι μόνο του σεναρίου αλλά και της σκηνοθεσίας, προπάντων αυτής θα έλεγα. Διότι ο ΣΤΗΒΕΝ ΦΡΗΑΡΣ , ως σκηνοθέτης με τεράστιες γνώσεις, στο κάθε έργο ξέρει τι θέλει το σενάριο να δείξει κι ο ίδιος ως σκηνοθέτης να δημιουργήσει πάνω σε αυτό το σενάριο.
Το ύφος της ταινίας θα τιμούσαμε να πούμε ότι μπαίνει και στις περιοχές της κομεντί. Το χιούμορ, σε μεγάλο κομμάτι του έργου, υπερτερεί έναντι των δραματικών στοιχείων, τα οποία αφήνονται για το τελευταίο κομμάτι. Και τα οποία έρχονται ως λογική συνέχεια διότι οι άνθρωποι ήταν αυτοί που ήταν, από το ξεκίνημα του έργου , η προσέγγιση ήταν διογκωμένη απέναντι σε τύπους, ήθη κι έθιμα και προκαταλήψεις οπότε αυτή η διόγκωση τα μετέβαλε σε κωμικά αλλά η κλιμάκωση που αφορά ανθρώπινες αδυναμίες και θεσμούς απέναντι τους, είναι επόμενο να κορυφώνεται ως δραματική.
Συνεπώς, το συγκεκριμένο έργο δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο και να παραγεμιστεί με στοιχεία ιστορικής τοιχογραφίας, αποικιοκρατίας, Ινδιών, Βρετανικής Αυτοκρατορίας κλπ, πέραν όσων το είδος στο οποίο εντάσσεται το σενάριο κι υπηρετούνται οι κανόνες του, επιτρέπει κι ορίζει. Κι αυτό είναι το καθαρά υπαινικτικό ή σχολιαστικό όπου η όποια ιστορική αναφορά ή και κριτική απέναντι σε θεσμούς ή πρόσωπα, δεν μπορεί να ξεπερνά το επιτρεπτό αυτό όριο που ορίζεται από το έργο. Είναι βασικοί κανόνες δραματουργίας αυτοί, όπως και να γίνει.
Και στα παιδιά, όταν δίδασκα στο Εργαστήρι του αείμνηστου ΒΑΣΙΛΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, τους έλεγα ότι πρέπει να θυμούνται πως πάντα θα παίζουν το ρόλο του έργου. Κι όταν έχουν να υποδυθούν ιστορικό φερειπείν πρόσωπο ή γενικώς ένα υπαρκτό πρόσωπο, καλό είναι μεν να μελετούν και την Ιστορία για να πάρουν μια ευρύτερη ιδέα, αλλά μέχρι εκεί. Διότι δεν θα παίξουν το πρόσωπο της Ιστορίας αλλά το πρόσωπο του έργου που είναι ιστορικό. Ως παράδειγμα συνήθιζα να αναφέρω την «Αγία Ιωάννα» όπου η ίδια ηρωίδα γραμμένη από τον Μπέρναρντ Σω, τον Μάξγουελ Αντερσον και τον Ζαν Ανούιγ σε τρία εντελώς διαφορετικά έργα, είναι μια διαφορετική δραματική ηρωίδα αφού αλλιώς την πλάθει ο κάθε συγγραφέας οπότε κι η ηθοποιός που θα την παίξει πρέπει να ξέρει ποια ακριβώς Αγία Ιωάννα παίζει. Το ίδιο ισχύει και για όλες φυσικά τις ηρωίδες και δη τις ιστορικές.
Στο «ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΙ ΑΜΠΝΤΟΥΛ» έχουμε την Βικτώρια του Λη Χωλ σε σκηνοθεσία Στίβεν Φρήαρς, η οποία είναι διαφορετική από άλλες Βικτώριες ιστορικών δραμάτων ή και ρόλων. Άλλη η Βικτώρια που έχει ένα έργο πάνω της, άλλη η Βικτώρια που θα εμφανιστεί ως παρένθεση της μιάς σκηνής σε ένα άλλο κι άλλου τύπου έργο.
Η ΝΤΕΗΜ ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΝΤΣ πετυχαίνει ένα ακόμα ερμηνευτικό επίτευγμα κι ένας από τους λόγους, σε επίρρωση και του παραπάνω, είναι πως έχει ξαναπαίξει την Βικτώρια στο «Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΗ ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΑΟΥΝ». ΚΙ ενώ υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, μια κι εκεί πάλι η Βασίλισσα της Αγγλίας και του ακραίου πουριτανισμού μπερμπάντευε μετά τη χηρεία της, με τον κοινό θνητό Μπράουν, μόνο που τώρα μπερμπαντεύει διαφορετικά.
Σε αυτό το σενάριο η Βικτώρια είναι μερικά αρκετά χρόνια αργότερα, είναι διαφορετικής ηλικίας, όπως άλλωστε κι η ίδια η Τζούντι Ντεντς, βάζει στοιχεία καινούργια που έχουν να κάνουν με διαφορετική ψυχολογική στιγμή και ηλικία της Βασίλισσας, είναι όμοια αλλά και διαφορετική η προκατάληψη της καμαρίλας που αντιμετωπίζει- κι εδώ όλο παίζεται πάνω στους νόμους της έλξης, όπως ανέφερα και στην αρχή. Αν μου έβαζαν την άσκηση , που έχω διδαχτεί στα courses έξω, στην Αμερική κυρίως, για μονολεκτική απάντηση στην ερώτηση «What’s the story- or the movie- about?» θα απαντούσα «Η ΕΛΞΗ». Πάνω στην έλξη στήνεται όλο το σκηνικό ,όλη η ιστορία. Στην έλξη που ασκεί ο όμορφος νεαρός, μελαμψός Ινδός στη Βασίλισσα. Κι οι υποδειγματικές λεπτές αποχρώσεις τόσο του σεναρίου και προπάντων της σκηνοθεσίας του Φρήαρς που μεταλαμπαδεύεται στους ηθοποιούς, είναι να παίζουν πάνω στη λεπτή διαχωριστική γραμμή της έλξης από το ερωτικό ξεμυάλισμα. Είναι η έλξη ενός προσώπου που δίνει φτερά σε ένα παραιτημένο, κουρασμένο άνθρωπο. Όταν το πρόσωπο αυτό είναι βασίλισσα ή κάποιο πρόσωπο της Ιστορίας τότε γίνεται largerthanlife, γίνεται πράξη σπουδαία και τέλεια κι ελκύει και τον θεατή. Όταν συμβαίνει σε ταπεινές καταγωγές, τότε θέλει άλλη προσέγγιση αυτή η έλξη, εκεί απαιτείται ο απόλυτος ρεαλισμός. Ωστόσο κι η κωμωδία ως είδος μπορεί να πει το δικό της λόγο σε παρόμοιο περιστατικό και για να λειτουργήσει οφείλει να τον πει με τους κανόνες της κωμωδίας.
Η «ΝΤΕΗΜ»ΤΖΟΥΝΤΙ σε κάνει να χαζεύεις τις λεπτομέρειες του παιξίματος της, και το κέφι εντέλει με το οποίο το κάνει, σου εκπέμπει από το πανί ότι γουστάρει να παίζει, ότι ζει για αυτό, από αυτή την άποψη μου θύμισε την Αντιγόνη Βαλάκου. Πόσο γούσταρε να παίζει. Και την κράτησε αυτό μέχρι το τέλος. Εχει μια σκηνή η «Ντέημ» όταν τρώει μια απογοητευσάρα κι ανεβαίνει τη σκάλα εντός ανακτόρων, όπου ξαφνικά έχει καμπουριάσει το σώμα της, ανεβαίνει τα σκαλιά σαν κυρτωμένη στα δύο ενώ ταυτόχρονα είναι κι εκνευρισμένη. Τι θα πει Ηθοποιός να εξουσιάζει το Σώμα του απέναντι στο μέσον, αν είναι σκηνή ή οθόνη.
Όμως όλο αυτό της Τζούντι δεν το αφήνω εκτός Φρήαρς. Ο σκηνοθέτης έχει φτιάξει θεικό κλίμα για να κινηθούν όλες αυτές οι λεπτεπίλεπτες ερμηνείες . Και στο χιούμορ και στο σχολιασμό τονίζει με ευφυή τρόπο τις διαφορές στη λεπτομέρεια. Και το κλίμα δεν περιορίζεται μόνο στο ερμηνευτικό αλλά στο σύνολο. Στη φωτογραφία που σε βάζει κι αυτή στην περιοχή της Τέχνης όπου ο ΝΤΑΝΥ ΚΟΕΝ εδώ κινείται με το φως κι όχι με το ημίφως του «ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ» και φτιάχνει αριστοτεχνικές εικόνες, στα κοστούμια όπου η ΚΟΝΣΟΛΑΤΑ ΜΠΟΥΛ, η στενή συνεργάτης του Φρήαρς απεργάζεται κομμάτι ιδιωτικών στιγμών της Βασίλισσας και του περιβάλλοντος αλλά και του Αμπντούλ που τον ντύνει στα μπροκάρ και στα χοντρά μετάξια όταν τον βάζει στον κύκλο της η Βικτώρια με αποθέωση το μαύρο μπροκάρ κοστούμι της κηδείας .
Και βέβαια θα κλείσω με τον Αμπντουλ μια κι είναι η απρόσμενη (γιατί «απρόσμενη»; ) έκπληξη, όπου ο ΑΛΙ ΦΑΖΑΛ δεν είναι μόνο όμορφος και γοητευτικός κι ο Φρήαρς τον αβαντάρει εξαιρετικά μα είναι κι αποδοτικός στην ερμηνεία του και στέκεται στα ίσια απέναντι στο θηρίο που λέγεται ΝΤΕΗΜ ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΝΤΣ. Ερμηνευτικό σύνολο σε σύντομες σχετικά εμφανίσεις και συντελεστές σε μακιγιάζ, σκηνικά είναι υπό την λεπτεπίλεπτη μπαγκέτα του Φρήαρς. Το ίδιο κι η μουσική του ΤΟΜΑΣ ΝΙΟΥΜΑΝ που κι αυτή «υπηρετεί».