Όχι, δεν ήταν το «reunion» των συμμαθητών, το οποίο ζω προσωπικά τους τελευταίους μήνες και μου έχει αλλάξει τη ζωή, ο λόγος για τον οποίο επέλεξα την ταινία. Ηταν μια έκπληξη που μου επιφύλαξε η ταινία, κάτι σαν συμπαντικό δωράκι για την επιλογή μου. Δεν γνώριζα καν ότι περιλαμβάνει κάτι τέτοιο.
Όμως αφορά στις επιλογές για τις «ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ» και μια κι είμαστε στην αρχή των εκδηλώσεων, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι από τώρα προς τους αναγνώστες. Δεν θα γράψω για όλες τις ταινίες –νομίζω πως είναι ΕΥΚΟΛΩΣ ΕΝΝΟΟΥΜΕΝΟ. Ούτε θα τις δω όλες, δεν γίνεται εκ των πραγμάτων. Οι εκδηλώσεις είναι πάρα πολλές, εγώ εδώ και χρόνια ακολουθώ το δρόμο της οικονομίας στις επιλογές και το ΟΥΚ ΕΝ ΤΩ ΠΟΛΛΩ ΤΟ ΕΥ. Θέλω να απολαμβάνω αυτό που επέλεξα, να του αφοσιώνομαι κι όχι να καταναλώνω εικόνες. Τα έχω κάνει αυτά κάποτε, τότε που έπρεπε. Τώρα γνωρίζω ότι δεν είναι εκεί το νόημα.
Επέλεξα λοιπόν από το πρόγραμμα της Πέμπτης αυτή την ταινία διότι για κάποιο ανεξήγητο λόγο κάτι με έλκυσε προς αυτήν. Ηθελα να δω και κάτι από διαφορετική χώρα, μετά την πρεμιέρα με το αμερικάνικο.
Όχι δεν μετάνιωσα για την επιλογή (έτσι κι αλλιώς έχω και μια άποψη πάνω σε αυτό, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ, διότι ζητούμενο πιστεύω του κάθε κινηματογραφόφιλου είναι να ΔΕΙ μια ταινία κι όχι υποχρεωτικώς να του αρέσει- αυτοί που απαιτούν μόνο να τους αρέσει είναι εκείνοι που αγαπούν, όπως διατείνονται, το «καλό» σινεμά ενώ εγώ αγαπώ το ΣΙΝΕΜΑ όπως και να είναι, επειδή απλώς είναι ΣΙΝΕΜΑ ) αντιθέτως την πήγα ρολόι μέχρι το τέλος. Κι αυτό επειδή είχε ΣΕΝΑΡΙΟ. Ηταν κατά βάση ΤΑΙΝΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Και σε αυτές τρέφω ξεχωριστή αδυναμία.
Κι ήταν σενάριο από εκείνα που ενώ παραθέτουν κι ανιχνεύουν και ξετυλίγουν «μια φέτα ζωής», εν τούτοις , ακριβώς επειδή έχουν ανθρώπους, μπορούν και στο περιστατικό να δίνουν καθολικές διαστάσεις. Οπότε οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι αντιδράσεις τους, οι συγκρούσεις τους, οι εσωτερικές τους παρορμήσεις, γίνονται υλικό πλοκής που κινούν το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος.
Κι ο δύο που συνυπογράφουν την ταινία με τα ονόματα ΝΑΝΑ ΕΚΒΤΙΜΙΣΒΙΛΙ και ΖΙΜΟΝ ΓΚΡΟΣ, που μου είναι παντελώς άγνωστοι, έδειξαν ότι μπορούν και «μεγαλουργούν» εκεί που δικοί μας , και το λέω μετά βαθυτάτης λύπης, θα μας είχαν κάνει να πλήξουμε και να βαρεθούμε και να μη θέλουμε άλλο την κινηματογραφική ζωή μας.
Οι Γεωργιανοί πέτυχαν το αντίθετο: Να διώξουν και την όποια νύστα από τα βλέφαρα καθώς ξεκίνησε η ιστορία. Και να μας μεταφέρουν σε ένα σπίτι όπου η ηρωίδα έπαψε πιά να τους ανέχεται εκεί μέσα, να τους αντέχει, να θέλει να φύγει. Μια γυναίκα μικροαστικής οικογένειας, βαδίζουσα προς τη μέσα ηλικία, κάπως όμορφη αλλά και κάπως αφρόντιστη, που ζει στο ίδιο σπίτι με το σύζυγο, τους γονείς της, την κόρη της που έχει κουβαλήσει και τον γαμπρό και τον μικρό γιό που θα κουβαλήσει κι αυτός μια νύφη όταν πιά η γυναίκα θα έχει γίνει ιψενική Νόρα και θα έχει βροντήξει την πόρτα πίσω της, δεν αντέχει άλλο. Είναι μελαγχολική, είναι σιωπηλή, δεν απολαμβάνει τίποτα, εργάζεται ως καθηγήτρια σε σχολείο, τα γενέθλια της είναι η τελική αφορμή για να εκδηλώσει τη δυσαρέσκεια που της έχουν κουβαλήσει καλεσμένους, χωρίς να τη ρωτήσουν, δήθεν ότι το κάνουν για αυτήν και κάποιοι ίσως το κάνουν. Μόνο που δεν την ρώτησαν αν ήθελε κι εκείνη κάτι τέτοιο ή έστω πως ήθελε αυτή να περάσει τα γενέθλια της.
Το θέμα είναι πως όταν παίρνει την απόφαση, αυτή που μανιάζει εναντίον της είναι η μάνα της, μια από εκείνες τις νοικοκυρές-γιαγιάδες- ο Θεός βοήθεια!! Κι όχι ο άντρας της, ο οποίος προσπαθεί να την καταλάβει και την αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και με ήρεμο τρόπο. Το ανάθεμα το ρίχνει η γριά. Και φυσικά κι οι εκτός σπιτιού συγγενείς της, που είχαν μάθει πάντα να την ελέγχουν.
Το reunionμε τους συμμαθητές έρχεται στο ξεκίνημα του δεύτερου μέρους κι είναι καθοριστικό για την πορεία της, έρχεται όταν αυτή έχει ήδη μετακομίσει στο μοναχικό της διαμέρισμα.
Κι αυτό που εκτίμησα σεναριακά είναι ο τρόπος με τον οποίο βάζει το στοιχείο του προβληματισμού, αφαιρώντας όσο το δυνατόν περισσότερες κουβέντες και μετατρέποντας τις σε εσωτερικές αντιδράσεις της ηθοποιού, η οποία το πετυχαίνει να το μεταδώσει στο θεατή με τρόπους εξαιρετικής λιτότητας στις εκφράσεις της. Η δε σεναριακή κλιμάκωση κι ολοκλήρωση και προπάντων το φινάλε μου άρεσαν εξαιρετικά. Δεν θα αποκαλύψω τίποτα διότι δεν μου αρέσει να αποκαλύπτω φινάλε. Θα πω όμως ότι το έργω τελειώνει απότομα αλλά και περιεκτικότατα αφήνοντας ορθάνοιχτες πόρτες όχι από αμηχανία αλλά από όλα αυτά που θα μπορούσαν να επακολουθήσουν μετά από ένα τέτοιο φινάλε. Επειδή έρχεται απότομα , κάποιοι θεατές μπορεί να ξαφνιάζονται, σα να περίμεναν κάτι ακόμα κι η ταινία τους το διέκοψε. Εμένα αυτό το φινάλε με συγκίνησε όσο τίποτε. Διότι ακριβώς κάνει focus στο ζευγάρι κι είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο μου είχε αρέσει και το «ΜΑΤΙΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ» που δεν έχει φυσικά καμία σχέση με τούτη την ταινία αλλά με είχε ενθουσιάσει η κατάληξη, ότι έδινε το τιμόνι, τα ηνία, στο ζευγάρι, στην έννοια «ζευγάρι»
Οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί σε αυτό το γεωργιανό φιλμ, ΟΛΟΙ ΜΑ ΟΛΟΙ. Και κάτι ακόμα που μου άρεσε: Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ. Αχ τι ωραία γεωργιανά τραγούδια έχουν ενταχθεί μέσα στο μύθο και «σχολιάζουν»(;) την υπόθεση.