Επέλεξα το «εν κατακλείδι» λοιπόν για την ταινία του Χέινς επειδή κατά τη διάρκεια της προβολής της πέρασα από πολλούς και ποικίλους… «μαιάνδρους» που άλλοτε με ανέβαζαν κι άλλοτε με κατέβαζαν.
Καταρχάς να επισημάνω ότι είναι εντελώς διαφορετικό από άλλα φιλμ του σκηνοθέτη αν και το «διαφορετικό» στην περίπτωση του Χέινς δεν αποτελεί έκπληξη- το συνηθίζει. Να, μόνο που κάποιες φορές παρασυρόμαστε να τον ταυτίζουμε με εκείνες τις αναπαραστάσεις ταινιών Χόλυγουντ αλα δεκαετία 50, τύπου «Ο Παράδεισος είναι μακριά» και «Carol».
Ε, εδώ λοιπόν ενώ ξεκινάμε να δούμε, ή νομίζουμε ότι θα δούμε , κάτι από τα «παλιά», επειδή η υπόθεση μας λένε πως διαδραματίζεται κατά το ήμισυ στα τέλη της δεκαετίας του 20 και παρατίθεται μαυρόασπρα, εν τούτοις ο τρόπος είναι διαφορετικός. Αρα, υπάρχει διαφορετικότητα έως κι αυτονομία… Και φαίνεται κι από το πόσο διαφορετική φωτογραφία του βγάζει εδώ ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΛΑΧΜΑΝ, ο σταθερός συνεργάτης του, που δεν μας έχει ούτε πολύχρωμα ούτε «παστέλ» αλλά στο χρώμα σαν να μας παραπέμπει στο ντοκουμέντο ενώ στο μαυρόασπρο γουστάρει να φωτίσει αλά βουβό σινεμά.
Λοιπόν…Το έργο αφορά σε δύο παράλληλες ιστορίες. Η μία τοποθετείται σε σύγχρονη εποχή στη Μινεσότα κι είναι έγχρωμη κι αναφέρεται στην ιστορία ενός αγοριού, η δεύτερη είναι μαυρόασπρη , μας πάει στη Νέα Υόρκη του 1927, που είναι το τέλος του βωβού κινηματογράφου και μας λέει την ιστορία ενός κοριτσιού.
Στην ιστορία του αγοριού, στο ξεκίνημα ,υπάρχει «θέμα». Ενας αψυχολόγητα μοντέρνος και καλά τρόπος γραφής , μας πετάει από το ένα στο άλλο, δυσκολευόμαστε να συντονιστούμε με τη μία, βλέπουμε τη Μισέλ Γουίλιαμς να συνομιλεί με το παιδί και να δηλώνεται μαμά του, την ίδια ώρα που ένα απόκομμα εφημερίδας την δηλώνει ως νεκρή, μας διακόπτει για να μας πάει στην ιστορία του 20, ύστερα ακούμε για μια θεια κλπ, κλπ… ενώ αντίθετα στην ιστορία του κοριτσιού, αν και παίζεται ως βουβό σινεμά, τα πράγματα κυλούν ομαλότατα από πλευράς αφήγησης. Κι η ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΟΥΡ σε ρόλο βεντέτας του βωβού σινεμά που στη συνέχεια γίνεται πρωταγωνίστρια του θεάτρου , σημειώνει με την παρουσία της.
Καθώς εκτυλίσσονται οι ιστορίες , στρώνει και το θέμα του αγοριού, αν και την ΜΙΣΕΛ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ δεν την ξαναβλέπουμε κι αυτό μας λυπεί, και καταλαβαίνουμε πως μάλλον θα δούμε ταινία παιδιών. Και πράγματι αυτό συμβαίνει. Ωστόσο η Τζούλιαν Μουρ, έχει μια επανεμφάνιση στο τέλος που της δίνει και καλό φινάλε και θυμίζει κάτι από το ρόλο της στις «Ωρες»….
Η σύνδεση των ιστοριών, ο κοινός παρονομαστής δηλαδή, αφορά στο ότι το αγόρι είναι κουφό λόγω ατυχήματος ενώ το κορίτσι είναι κωφάλαλο…
Με τις εναλλαγές, που κάποτε μπερδεύουν και πλήττουν ελαφρώς τον θεατή μια και δεν βλέπει να εμφανίζεται κάτι σοβαρό στην πλοκή παρά να επαναλαμβάνονται μοτίβα, προχωράει το έργο, το οποίο όμως όλο και κάποιες εκλάμψεις διαθέτει, όλο και καλλιεργεί και μια συγκίνηση, η μουσική του ΚΑΡΤΕΡ ΜΠΕΡΓΟΥΕΛ βοηθάει απόλυτα την ταινία καθώς έχει μοτίβα και ήχους που θυμίζουν , χωρίς να αναπαράγουν επακριβώς, τη μουσική συνοδεία των βουβών ταινιών, εντυπωσιάζει η σύλληψη του Χέινς στο που θα χρησιμοποιήσει ήχους και σε ποια σημεία οι ηθοποιοί θα μιλούν ή θα διαβάζουμε τα χείλη τους…τελικά όλα κάποια στιγμή εξηγούνται, τίποτε δεν μένει μετέωρο είναι η αλήθεια, η συγκίνηση δουλεύεται διαρκώς διότι έχουμε και παιδιά σε πρώτο πλάνο και τα παιδιά είναι ένα στοιχείο συγκίνησης …Όμως κι όταν φτάνουμε στην κορύφωση, στη σύζευξη των ιστοριών, δεν μας αποκαλύπτεται κάτι «ΜΕΓΑΛΟ» από καμία άποψη. Ούτε καν με μελοδραματικούς όρους, μια σκηνή grandeρε παιδί μου που να μας κάνει κομμάτια ώστε να δικαιολογηθεί η ταινία ή και να δικαιωθεί έστω ως μελό. Δεν είναι πολύ larger than life αυτό για το οποίο έγινε τόση φασαρία.
Κι ενώ έχουμε όλα αυτά τα ανεβοκαταβάσματα στην παρακολούθηση, ενώ βλέπουμε ότι τα παιδάκια είναι που κρατούν το βάρος (ξεχώρισα το κοριτσάκι για την εκφραστικότητα του- το αγοράκι είναι χαριτωμένη φατσούλα αλλά που και πού ξεφεύγει σε υπογραμμίσεις σε αντίθεση με άλλα παιδάκια αμερικανικών ταινιών που σε αφήνουν άφωνο όπως παίζουν σαν επαγγελματίες… )ενώ έχουμε όλες τις επιφυλάξεις… συμβαίνει το εξής: Μόλις διατυπώσουμε τις επιφυλάξεις κι εκτονωθούμε, ξαφνικά συνειδητοποιούμε πως η επίγευση που μας έμεινε από όλο αυτό ήταν τελικά ΘΕΤΙΚΗ. Ένα γλυκό συναίσθημα αφήνει η ταινία, μια γλυκιά διάθεση. Κι αυτό είναι κάτι που προσμετράται στα υπέρ της ταινίας και του σκηνοθέτη .
ΚΙ είναι κι αυτό που θα κρίνει την οριστική και τελική τύχη της ταινίας σε ταμεία και σε Ακαδημίες.Διότι τελικώς ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ. ΚΙ αυτό στο σινεμά είναι ζητούμενο