Η φόρμα είναι το βασικό στοιχείο της Τέχνης, για όποια Τέχνη κι αν μιλάμε, είναι αυτή που μεταβάλει σε έργο μία Ιδέα. Ιδέες μπορεί να έχουμε πολλοί, μπορεί να έχουμε κι όλοι. Αυτό, όμως, που μας λείπει και δεν γινόμαστε καλλιτέχνες παρά μένουμε παρατηρητές, κριτικοί ή και απλοί θεατές είναι η κατοχή της Φόρμας, αυτής δηλαδή που θα αρχίσει να μεταβάλει σε έργο ό,τι συλλάβαμε.
Από εδώ ξεκινά η κριτική της ταινίας «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ» του σκηνοθέτη-σεναριογράφου-παραγωγού (σύμφωνα με τα creditsτης ταινίας) ΓΙΟΥΛΙΑΝ ΡΟΖΕΝΦΕΛΝΤ.
Ο οποίος κάνει ένα έργο το οποίο ξεκινά να επισημάνει περιεχόμενο. Από την αρχή, όμως, αυτό που έχει επισημανθεί είναι η αισθητική κι η οπτική αρτιότητα. Το περιεχόμενο για το οποίο θέλει να μιλήσει το έργο (πάντα θα τονίζω στις κριτικές μου ΤΟ ΕΡΓΟ, κι όχι ο «δημιουργός» διότι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και με τις αρχές περί Τέχνης αυτό που μιλάει είναι το έργο) είναι ο προβληματισμός πάνω στο που βρίσκεται η Τέχνη σήμερα. Η στόχευση γίνεται και με σατιρική διάθεση και με μηδενισμό και με ασέβεια, κυρίως όμως η σατιρική διάθεση απέναντι στην κενότητα των καλλιτεχνικών κινημάτων στις μέρες μας είναι που δεν χρεώνει το έργο ως «ασεβές».
Η σεναριακή του ιδέα είναι να φτιάξει κατά κάποιο τρόπο ένα αριθμό από μανιφέστα πάνω σε ισάριθμα πράγματα περί Τέχνης και Πολιτισμού, να τα μεταβάλει σε μονολόγους , να τα υπερασπιστεί πάνω από όλα με βάση την αισθητική των εικαστικών Τεχνών και να συνεργαστεί με την ΚΕΗΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ στο να ερμηνεύσει αυτή τους μονολόγους του ΜΑΝΙΦΕΣΤΟΥ .
Μερικά σημεία είτε στο διάλογο είτε σε σκηνές της ταινίας είναι έως και ευφυή. Θα έλεγα μάλιστα ότι επιλέγει προσεκτικά τα βέλη και τους στόχους κι επί της ουσίας λέει ενδιαφέροντα πράγματα ακόμα και για τη «νουβέλ βαγκ» και για το «dogma» και για διάφορα άλλα.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν βρήκε το ανάλογο σενάριο ώστε να τα εντάξει και να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά.
Όμως από την άλλη, ένα έργο που θέλει να προβληματιστεί πάνω σε κάτι τέτοιο το οποίο είναι χύμα κι άναρχο, κανονικά δεν πρέπει να έχει κι ένα ανάλογα γραμμένο σενάριο ώστε η φόρμα να συνάδει με το περιεχόμενο;
Πάνω σε αυτό σηκώνει να γίνει πολλή συζήτηση πριν «εκδοθεί» η οποιαδήποτε απόφαση, κυρίως η «καταδικαστική». Σε αυτή τη συζήτηση, που θα παρομοιαζόταν και με δίκη, θα μπορούσαν να ανταλλαγούν δεκάδες επιχειρήματα ,κι από τις δύο μεριές, και σίγουρα η υπεράσπιση θα έπρεπε να κατέβει πολύ μελετημένη.
Επειδή, όμως, δεν πρόκειται για «δίκη» αλλά για σινεμά, τα κινηματογραφικά ζητήματα παραμένουν και δεν καταφέρνουν να συμπαρασύρουν όλους τους θεατές στις αναζητήσεις του φιλμ παρά μόνο εκείνους που θα συλλάβουν εξ αρχής την πρόθεση, το σκοπό, του έργου!
Ωστόσο, στην ταινία υπάρχει η ΚΕΗΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ, η οποία πραγματικά φαίνεται ότι γούσταρε να παίξει και σε κάτι διαφορετικό και χωρίς επί της ουσίας ρόλο, καταφέρνει να δημιουργήσει, εκμεταλλευόμενη κι αξιοποιούσα το μεγάλο προσόν της που είναι οι εκφράσεις της, σε συνδυασμό με ένα πρόσωπο γωνιώδες που σηκώνει πολλή παρέμβαση από το μακιγιάζ ώστε να συμπληρώνει την ηθοποιό. Η Μπλάνσετ θα μπορούσε να θεωρηθεί και σύγχρονος, αρσενικός Αλεκ Γκίνες, «ο ηθοποιός με τα χίλια πρόσωπα» όπως τον αποκαλούσαν στον καιρό του τον αείμνηστο Βρετανό, χάρη σε αυτή την ξεχωριστή προίκα της. Οσοι ακόμα αναρωτιούνται γιατί ηττήθηκε στην «Ελίζαμπεθ» στα Οσκαρ από την Γκουίνεθ Πάλτροου στο «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» ας ανατρέξουν σε αυτό, στην πέραν του ρόλου φυσική εκφραστικότητα και στη διαρκή συνδρομή του μακιγιάζ. H ερμηνευτική αξιολόγηση γινεται με βάση το ρόλο!!
Όμως η Μπλάνσετ είναι και μια εξαιρετικά εκπαιδευμένη ηθοποιός, απολύτως καλλιεργημένη, με ένα τρίτο σημαντικότατο προσόν (υπάρχει κι ένα τέταρτο που έχει να κάνει με τα χέρια της τα οποία ξέρει να χειρίζεται στο φακό όσο ελάχιστες στις μέρες μας) κι αυτό το προσόν δεν είναι φυσικό αλλά δουλεύτηκε και τιμά την ίδια ως καλλιτέχνιδα: Η ΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ. Χάζευα την άρθρωση, δεν έχανα ούτε σημείο στίξης, η αδερφή μου που παρακολουθούσε την ταινία μου σχολίασε ότι θα μπορούσε να τη δει και χωρίς υπότιτλους χάρη στην διαυγέστατη, κρυστάλλινη άρθρωση της Κέητ Μπλάνσετ.
Κι εκεί καταλαβαίνεις ότι η ταινία με τα όσα προβλήματα οφείλει στην Αυστραλή ηθοποιό τεράστια ευγνωμοσύνη. Χάρη στην Μπλάνσετ το έργο γίνεται υπαρκτό, είναι για χάζεμα το πώς μιμείται ή παίζει τους μονολόγους και φυσικά δεν απέφυγα τη σκέψη ότι στην Ευρώπη μόνο οι Σκανδιναβοί, οι Ολλανδοί κι οι Ελληνες θα μπορέσουν να απολαύσουν αυτό το θαύμα της άρθρωσης διότι σε όλες τις άλλες χώρες , θα την ντουμπλάρουν.