Με συνεπήρε η υπόγεια δύναμη του έργου καθώς κι η κινηματογραφική υποστήριξη αυτού του περιεχομένου. Κι η Τραγωδία του Ανθρώπου που δεν γλυτώνει από τη Μοίρα του. Από το «σημάδεμα» του.
Εν αρχή ην ο λόγος και ξεκινάμε από ένα εκπληκτικό σενάριο που ακολουθεί ως γράψιμο την τεχνική του «MOONLIGHT» (για όσους δεν αντελήφθησαν τη σεναριακή του σημαντικότητα): Ένα σενάριο χωρισμένο σε τρεις πράξεις.
Στην ΠΡΩΤΗ πράξη ανοίγει η πόρτα ενός σπιτιού στο Τελ Αβιβ, μια γυναίκα σε «γκρο πλαν», γύρω στα 45 με 50, βλέπει μπροστά της δύο στρατιώτες και λιποθυμά. Αμέσως οι θεατές καταλαβαίνουμε ότι τραγικό μαντάτο της έφεραν πριν προλάβουν να πουν πολλά. Σεναριακή ελλειπτικότητα στη νιοστή. Δεύτερο πλάνο, ένας άντρας στο βάθος , περίπου συνομήλικος που κοιτάζει έντρομος. Οι υποψίες των θεατών μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έχουν επαληθευθεί: Τους έφεραν την είδηση ότι σκοτώθηκε ο γιός τους που υπηρετούσε στο στρατό. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και κάνουν ακόμα πιο αφόρητο το «γογγυτό» που ξεσπάει. Περιβάλλον του σπιτιού, εξαιρετικό. Ωραία διακοσμημένο, δείχνει ανθρώπους ευκατάστατους, που είχαν μια τακτοποιημένη ζωή η οποία δεν θα είναι πλέον η ίδια. Το σενάριο σπάει τη δράση μεταφέροντας την με ευρηματικό τρόπο σε όλους τους χώρους του σπιτιού ώστε να πάρουμε πλήρη εικόνα. Ντεκόρ και σενάριο βρίσκονται σε …περίπτυξη! Αποθέωση για τον υπογράφοντα, το «ακατάστατο» δωμάτιο του νεκρού και το συρτάρι του γραφείου του όπου από τα αντικείμενα και μόνο καταλαβαίνουμε τι είδους παιδί ήταν αυτό. Αντε τέτοιες λεπτομέρειες να τις συναντήσεις σε ελληνικά σενάρια. Το έργο μας έχει αρπάξει από το λαιμό και μας ταλανίζει. Καθώς έχουμε τις πρώτες αντιδράσεις πάνω στην τραγωδία, τον θρήνο, τις διαδικασίες όλων των ειδών, το θυμό του πατέρα εναντίον των Αρχών, τη λεπτομέρεια με το σκύλο που καταλαβαίνει και πάει να γλείψει τρυφερά το χέρι του αφέντη του κι υφίσταται το ξέσπασμα του με μια βίαιη απομάκρυνση. Οι ετοιμασίες της κηδείας. Πρόσωπα της οικογένειας που πληροφορούνται και συμμετέχουν. Μια αινιγματική γιαγιά, σούπερ αστή, σχεδόν σε ύφος αριστοκράτισσας έως και «σουσούς» που μας γεμίζει αινίγματα μια κι ο γιός της, ο πατέρας του στρατιώτη, της κάνει κάτι παράξενες ερωτήσεις του στυλ αν ξέρει ποιος είναι ο Γιόναθαν (Γιόναθαν είναι το όνομα του γιού- στρατιώτη). Κι ενώ πλησιάζει πιά η ώρα της κηδείας κι ενώ έχουν δοθεί ακόμα και ιατρικές οδηγίες, κι ενώ ετοιμάζεται ολόκληρο τελετουργικό, ξανανοίγει εκείνη η ρημάδα η πόρτα, σε διαφορετικού είδους πλάνο αυτή τη φορά, γενικό, τώρα βλέπουμε τους τρεις στρατιώτες που μπαίνουν κι όχι το σοκ του κοντινού πλάνου, κι αναγγέλλουν την αντι-είδηση: Συγγνώμη , λάθος. Ο στρατιώτης που σκοτώθηκε έχει μεν αυτό το ονοματεπώνυμο αλλά δεν είναι ο γιός σας. Ο γιός βρίσκεται ασφαλής στη μονάδα του. Το ξέσπασμα του πατέρα αυτή τη φορά είναι τρις χειρότερο από εκείνο της αναγγελίας του θανάτου. Δεν ελέγχεται. Καθυβρίζει τις Αρχές κι όλο το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας. Δεν δέχεται ούτε την παρηγοριά. Μου είχε εξηγήσει κάποτε ένας ψυχίατρος ότι αν εμφανιστεί ξανά άνθρωπος που τον νόμιζαν νεκρό και τον κήδεψαν και τον θρήνησαν, η επάνοδος βγάζει πολύ ετερόκλητα συναισθήματα, κάποιες φορές και μίσος. Διότι ο άνθρωπος θρηνώντας και πενθώντας «καθαρίζει» και μετά δυσκολεύεται να ξαναδεχτεί εκείνον που θρήνησε.
Αρα, μας ανεβάζει αυτομάτως το ενδιαφέρον περί του τι θα συμβεί όταν εμφανιστεί ο γιός. Ενώ με το περίτεχνο γράψιμο και την επιδέξια σκηνοθεσία που ακολουθεί ανάλογα, αφενός ο θεατής έχει αισθανθεί ανακουφισμένος, αφετέρου προετοιμαζόταν για ανακούφιση αν ήταν λίγο πεπειραμένος διότι δεν μπορεί σε αυτό τον απότομο θρηνώδη τόνο της εισαγωγής, να συνεχιζόταν όλη η ταινία.
Πράξη ΔΕΥΤΕΡΗ. Σκηνικό η μονάδα που υπηρετεί ο γιός. Κάτι σαν έρημος, κάπου στα βόρεια , προφανώς στα σύνορα με το Λίβανο, όπου η μονάδα του γιού είναι «ήσυχη», ελέγχει τις μεταφορές εμπορευμάτων που περνούν από εκεί. Ο γιός, χωρίς να ξέρει τι έχει συμβεί στα μετόπισθεν, ζει ζωή φανταριλικιού, κάποιες πλάκες, κάποια πειράγματα, κάποιες ονειροπολήσεις, που και που περνάει κάποιο αυτοκίνητο και το ελέγχουν. Μέσα όμως από τα επεισόδια των αυτοκινήτων που σταματούν για έλεγχο, το σοφό σενάριο έχει υπαινιχθεί θέση αντιπολεμική, θέση πάνω στην ταπείνωση εκείνων που περνούν από έλεγχο εκ μέρους των στρατιωτών με πολύ ευρηματικά , σεναριακά, εξαίρετα γραμμένα, επεισόδια ενώ, μέσω του γιού, μας μπάζει και στο χαρακτήρα του πατέρα, στην εξήγηση του ξεσπάσματος όταν αναγγέλθηκε ο θάνατος του γιού, πέραν του οικογενειακού ή πατρικού πένθους… Κι ένα βράδυ , σε παρεξήγηση επάνω, γίνεται η «στραβή». Κι ανοίγουν πυρ εναντίον αυτοκινήτου και στέλνουν άκλαφτους πέντε νεαρούς με νεαρές. Ο γιός στη θέση εκείνου που σκοτώνει, χωρίς καν να γνωρίζει ότι πριν από λίγο θεωρείτο κι ο ίδιος νεκρός. Οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι κουκουλώνουν το περιστατικό και στέλνουν τον στρατιώτη στο σπίτι του χωρίς εξηγήσεις. Εκείνος δεν καταλαβαίνει αν πρόκειται για ΤΙΜΩΡΙΑ..
Πράξη ΤΡΙΤΗ. Ιδιο σκηνικό με την πρώτη πράξη . Το γονεϊκό σπίτι στο Τελ Αβίβ. Σαν να συνεχίζεται όμως το πένθος. Σαν να μιλούν διαρκώς για τον γιό σε παρατατικό ή αόριστο. Σαν να έχει επηρεάσει τη σχέση και του ζευγαριού όλο αυτό το συμβάν. Μα ο γιός ζει, δεν ζει; Αφού είδαμε ολόκληρη δεύτερη πράξη. Γιατί είναι έτσι οι άνθρωποι; Τον «πέθαναν» μέσα τους; Δεν μπορούν να το δεχτούν; Η γυναίκα ξεγυμνώνει πλήρως τον άντρα ρίχνοντας του ευθύνες τεράστιες. Μα γιατί; Οι σκέψεις τρέχουν ανάκατες στο μυαλό ημών των θεατών που βλέπουμε την ταινία. Μα τι γίνεται; Μήπως κι έβαλαν λάθος τις μπομπίνες; Μα την ψηφιακή εποχή τέτοια δεν γίνονται… Ως εκεί φτάνει η παράνοια μας καθώς είμαστε πλήρως παρασυρμένοι από το δράμα.
Κι εδώ , στο σημείο αυτό, σταματάω την εξιστόρηση διότι… αλίμονο. Ερχεται η σειρά του θεατή. Ηδη έδωσα υπέρ το δέον πληροφορίες αλλά αυτό το έργο μόνο δι αυτού του τρόπου συνιστάται. Το από δω και πέρα ας το δει ο θεατής κι η κριτική ας τον έχει βοηθήσει να μπεί στο κλίμα και στην έξαρση.
Ένα δράμα που μέσα από ανθρώπους θίγει ανώτερα ζητήματα, θαρρείς κι ήθελε να κάνει μεταφορά αρχαίας τραγωδίας στο σήμερα. Μόνο που δεν έχει βασιλιάδες και θεούς…Μωρέ τους έχει κι αυτούς αλλά με άλλο τρόπο…Οι άνθρωποι είναι που σημαδεύονται.. Οι ηθοποιοί που τους ερμηνεύουν είναι εντελώς αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά ο ηθοποιός που παίζει τον πατέρα ο οποίος διαθέτει και κινηματογραφική γοητεία και δυνατή υποκριτική, όπως κι η ηθοποιός που παίζει τη μάνα- σύζυγο (σημειώνω και τις δύο ιδιότητες, υπάρχει λόγος, όπως γινόταν με την Μιράντα Ρίτσαρντσον στο «Μοιραίο πάθος» του Λουί Μαλ). Κι η κινηματογράφηση κι ο ρυθμός κι όλα..
Ασυζητητί ΤΑΙΝΙΑΡΑ!