Εντυπωσιάστηκα διότι όλη η προδιαφήμιση είχε να κάνει με τον τρόμο, με την προβολή του ονόματος του ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ, ο οποίος έχει γράψει ένα πολύ ενδιαφέρον, από ό,τι φαίνεται κι από την ταινία, μυθιστόρημα, με τον κλόουν που πλασάρεται ως εύρημα, και είναι!, τον οποίο στο εξής θα πρέπει να φοβόμαστε και γενικώς διαφημίστηκε ως κάτι με πολύ τρόμο. Εξού κι αποφάσισα να τη δω και σε αίθουσα με τις υψηλού επιπέδου ηχητικές εγκαταστάσεις των 42 ηχείων ώστε να τρομάξω κι εγώ κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Μόνο που βρέθηκα ενώπιον μιάς άλλης ταινίας από εκείνης που διαφήμιζαν.
Κι αυτό που έβλεπα, πιο πολύ με παρέπεμπε σε μια εντελώς άλλου τύπου ταινία του παρελθόντος που βασιζόταν κι εκείνη σε μυθιστόρημα του ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ παρά σε κάτι από … «CARRIE». Με είχε βάλει στο κλίμα του «ΣΤΑΣΟΥ ΠΛΑΙ ΜΟΥ» (Stand by me).
Βεβαίως , και το έργο έχει να κάνει με τον τρόμο. Ομως ενώ ξεκινά με μια πραγματικά τρομακτική σκηνή, με την περίεργη εξαφάνιση ενός παιδιού μέσα σε υπόνομο, από το χέρι ενός κλόουν που το τράβηξε ως την οπή και το ρούφηξε, εν τούτοις η σκηνοθέτηση κάτι άλλο επισήμαινε που όμως ήταν αρχή ακόμα και δεν μπορούσα να το προσδιορίσω.
Κι ενώ μεταφερόμαστε σε μια επαρχιακή πόλη της Πολιτείας του Μέιν (αν διάβασα καλά μια πινακίδα…), όπου συμβαίνουν εξαφανίσεις παιδιών μεταφυσικού χαρακτήρα κι οι ήρωες της ομάδας βάζουν σκοπό, να το πούμε χοντρικά, να καταλάβουν τι συμβαίνει, τα ζούμε σε ένα κλίμα αλά «στάσου πλάι μου». Σε ένα κλίμα καλοκαιρινό, διακοπών από το σχολείο, σε καταστάσεις που ενώ αντιμετωπίζουν τις απειλές των τεράτων και των κλόουν-φονιάδων αναπτύσσονται παράλληλα σχέσεις και χαρακτήρες και προβάλλονται ισόποσα με το θριλερικό στοιχείο, σε ένα έργο που τονίζει έντονα την ψυχολογία των προ-εφήβων, τη φιλία, την αλληλεγγύη ,τη συντροφικότητα, την άγνοια του κινδύνου αλλά και τη συναίσθηση του κι επιπλέον χωρίς επισήμως αυτό να παραπέμπει στο παραμύθι.
Γι αυτό και πιστώνω πολλά στον σκηνοθέτη ΑΝΤΥ ΜΟΥΤΣΕΤΙ, διότι αυτή η ΣΥΝΥΦΑΝΣΗ καθαρόαιμου θρίλερ τρόμου αλα «νύχτα με τις μάσκες» και κλίματος εφηβικού σκιρτήματος και προβολής παιδικών αντιδράσεων , γίνεται τόσο μαεστρικά, μα τόσο μαεστρικά. Συγχρόνως δεν παραπέμπει σε παραμύθι ενώ με το ίδιο υλικό θα μπορούσαν να έχουν κάνει και «Γκούνις». Βεβαίως κι είναι πολύ γερό το υπόστρωμα, κι εννοώ το μυθιστόρημα του Στήβεν Κινγκ που με τον τρόπο του υπαγορεύει και σκηνοθεσία αλλά σαφώς εδώ υπάρχει σκηνοθέτης και το αποτέλεσμα που πετυχαίνει δεν είναι από τα εύκολα.
Από την άλλη βέβαια, λέμε πως δεν υπάρχει παραμύθι, όμως αρχέτυπα παραμυθιού υπάρχουν. Διότι τα αρχέτυπα του παραμυθιού ή και των παραμυθιών εν γένει, ειδικά των κλασικών που έχουν καταγωγή κεντροευρωπαική, τον τρόμο και τον φόβο τα έχουν κρυμμένα στο υπογάστριο τους . Θα τολμούσα να πω, κοιτάζοντας αυτή την ταινία, πως προλέγουν το θρίλερ. Δηλαδή αν τονίσει ένας σκηνοθέτης λίγο παραπάνω τη γιαγιά με την «Κοκκινοσκουφίτσα» που τις έφαγε ο λύκος και μετά τον ξεκοίλιασε ο κυνηγός και τις ελευθέρωσε.. αν τονίσει το κλίμα βραδυνού φόβου και τον Δράκο που καραδοκεί στην απόδραση του «Κοντορεβυθούλη» με τα βοτσαλάκια.. αν πάρει το κομμάτι από τη «Χιονάτη» και δείξει πιο υπογραμμισμένα την προετοιμασία του φόνου της από την κακιά μητριά καθώς δηλητηριάζει το μήλο για να την εξοντώσει-καλή μέρα καλή μου Αγκαθα… αν δούμε τους «Χάνσελ και Γκρέτελ» να ψήνουν στο φούρνο την κακιά μάγισσα… για να μην πω για το «λύκο με τα εφτά κατσικάκια» και τα ομαδικά φονικά αλλά και το πώς τον νάρκωσαν, του άνοιξαν την κοιλιά, λευτέρωσαν τα φαγωμένα, τον γέμισαν με πέτρες και τον έπνιξαν,, …κι αν… κι αν… κι αν ..για να μην αραδιάσω όλη την παραμυθογραφία. .τότε μπορούμε να κατανοήσουμε ακόμα περισσότερο την τεχνική γραψίματος του Στήβεν Κινγκ σε τούτο το έργο όσο και την ευφυή απόδοση από το σκηνοθέτη που είναι η εξής απλή: ότι το παιδί από τα βρεφικά χρόνια, από την ώρα που αρχίζουν και του λένε παραμύθια δηλαδή, εξοικειώνεται με τον τρόμο, ωστόσο οι γονείς ανησυχούν μη και δει θρίλερ.
Σε τούτη την ευφυή προσέγγιση στηρίζεται το εγχείρημα και σε τούτο ακριβώς, ο υποφαινόμενος εντοπίζει κι εξηγεί την επιτυχία του. Δεν είναι παραμύθι, όμως απευθύνεται σε ανθρώπους , δηλαδή σε παιδιά, που ασυναισθήτως έχουν δεχτεί το παραμύθι του τρόμου , και με την ίδια λογική ζουν τώρα αυτό το σκηνικό.
Η ταινία διασκεδάζει, τρομάζει αλλά σε παιδικό επίπεδο κι όχι ως «ψυχώ», κάπου και συγκινεί, και τα σινεμά είναι φίσκα.