Ξεκινώντας, λοιπόν, από αυτή την «ποδοσφαιροποίηση» δηλώνω ευθαρσώς ότι το φιλμ του ΝΤΕΝΙΣ ΒΙΛΝΕΦ, με ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΕ.
Εκεί ακριβώς που ποτέ δεν με άγγιξε η ταινία του Ρίντλεη Σκοτ, που μέσα στα χρόνια η σύγχυση γύρω από αυτήν πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, κυρίως επειδή κατά καιρούς την ΑΠΟΚΗΡΥΞΑΝ όλοι οι κύριοι συντελεστές της κι εξέθεσαν σε μερικές περιπτώσεις και τους υποστηρικτές. Διότι για ποια ταινία του Ρίντλεη Σκοτ μιλάμε όταν κυκλοφόρησε κατά εποχές σε τρεις διαφορετικές βερσιόν, μια και δεν είχε αποφασίσει ποια ακριβώς ήταν; Από πού κι ως πού μιλούν για «αριστούργημα» όταν το ίδιο το «αριστούργημα» δεν ήξερε που ακριβώς πατά; Το στούντιο την είχε απορρίψει και της άλλαξε τα φώτα, ο Χάρισον Φορντ δεν ήθελε ούτε να τη συζητάει, ο Βαγγέλης επίσης που είχε γράψει τη μουσική ήταν μέσα σε αυτούς κι ωστόσο είχαν βγει κάποιοι ,επειδή μέσα στις ατέλειες και τα κενά νόμιζαν ότι ανακάλυπταν auteur, κι είχαν αρχίσει τους δοξαστικούς. Ωσπου βγήκε ο ίδιος ο auteurμε μια κίνηση του κι έκανε «ρόμπα» τους υποστηρικτές: Η ταινία (για την οποία γράψατε ύμνους) δεν με αντιπροσωπεύει, θα κυκλοφορήσω άλλη βερσιόν. Μετά από χρόνια βγήκε η άλλη βερσιόν αλλά η ταινία εξακολουθούσε να υποφέρει από τα ίδια κενά και να έχει τον ασυμμάζευτο. Συνέβη το παράδοξο, οι υμνητές να υμνήσουν και τη δεύτερη όπως είχαν υμνήσει εκείνη που είχε αποκηρύξει ο δημιουργός της. Μετά ήρθε και μια τρίτη βερσιόν που παραγέμισε την ταινία αλλά το ασυμμάζευτο δεν συμμαζεύτηκε ποτέ. Μόνο όταν δει κανείς την ταινία του Ντενίς Βιλνέφ θα καταλάβει, εφόσον διαθέτει ψυχραιμία και κριτική ματιά, που είχε αποτύχει το φιλμ του Σκοτ.
Διότι το “BLADERUNNER” του 1982, αν για κάτι έμεινε, είναι για το ντεκόρ. Εκείνο το φοβερό εξπρεσιονιστικό ντεκόρ που ήταν κι η καταδίκη της ταινίας αλλά και του Σκοτ μια και το θεσπέσιο σκηνικό καπέλωνε κι έπνιγε την ταινία ενώ ο Σκοτ είχε γοητευθεί και σκηνοθετούσε το αυτάρεσκο ντεκόρ χωρίς να κοιτά τα κενά του σεναρίου. Θα ήταν ατόπημα να μην παραδεχόμουν ότι υπήρχαν στο φιλμ εκείνο ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ εκπληκτικές σκηνές αλλά μια ταινία δεν την κάνουν καλή μόνο τα επιμέρους όταν πάσχει το σύνολο.
Δείτε τώρα στην ταινία του Ντενίς Βιλνέφ με τι τρόπο έχουν μπει όλα σε μια σειρά, με τι τρόπο ο Καναδός σκηνοθέτης, που εξελίσσεται ραγδαία ,κινηματογραφεί το ντεκόρ. Διότι θα ήθελα να το πιάναμε από εδώ. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ το ντεκόρ εδώ είναι απολύτως ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ, ενσωματώνεται στην ταινία και στην αφήγηση, εξυπηρετεί τη σκηνοθετική αλλά και τη σεναριογραφική αν θέλετε αντίληψη, γίνεται μέρος της δράσης κι όχι αυταρέσκεια της ίδιας της ταινίας.
Στο σενάριο δεν υπάρχουν κενά, η κινηματογραφική αφήγηση είναι υποδειγματική, κι ο σκηνοθέτης με τη βοήθεια των συνεργατών και λοιπών συντελεστών καταφέρνει και φτιάχνει ατμόσφαιρα και περιεχόμενο. Ο ΡΟΤΖΕΡ ΝΤΗΚΙΝΣ στη φωτογραφία έχει κάνει μεγαλειώδη δουλειά κι εύχομαι αυτή να είναι η τυχερή του ώστε να πάρει το ΟΣΚΑΡ που το έχει χάσει 13 φορές!!!! Ατμόσφαιρα, φωτισμοί εσωτερικών κι εξωτερικών χώρων, ομοιογένεια, αίσθηση της άμμου και της καταστροφής και το ψυχεδελικό Λος Αντζελες του μέλλοντος να γίνεται ένα διακριτικά εφιαλτικό ντεκόρ που ο φωτισμός το μεταβάλει σε ποιητικό τοπίο… ε, ναι!!!!
Η μουσική; Οπου συνεργάζονται ο ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΓΟΥΟΛΦΙΣ κι ο ΧΑΝΣ ΖΙΜΕΡ πετυχαίνοντας το score που δίνει την εντύπωση ότι είναι το πιο αρμόζον, ότι αναδύεται μέσα από τις εικόνες της ταινίας.
Κι η συνολική σκηνοθεσία φυσικά όπου ο Βιλνέφ κατεβαίνει έμπλεος ιδεών κι εμπνεύσεων, γνώστης και λάτρης του κινηματογράφου, όπου την εκκίνηση του από τα ψαγμένα, μικρά φιλμ μπόρεσε και την εξέλιξε μέσα στο blockbuster χωρίς να εκφυλιστεί ή να ταπεινωθεί, ε…Κι όταν λέμε σκηνοθεσία εννοούμε αυτό που βγαίνει μέσα από το σύνολο όπου το μεγάλο του επίτευγμα συνίσταται αφενός στην εξελικτική αφήγηση κι αφετέρου στην εμβάθυνση, στο περιεχόμενο. Καταφέρνει μέσα από τη σύνθεση αυτή να προβάλει και βαθύ περιεχόμενο στην ταινία μέσα από τις ανθρώπινες ρέπλικες, τα αισθήματα και τα συναισθήματα και με το αστυνομικό μυστήριο να πλανάται γύρω από τον μπάτσο που τον παίζει ο ΡΑΫΑΝ ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ κι ο οποίος αναζητεί τη λύση ενός αινίγματος που θα τον οδηγήσει στον ΧΑΡΙΣΟΝ ΦΟΡΝΤ της προηγούμενης ταινίας.’
Ο Βιλνέφ πέυχε να δώσει περιεχόμενο μέσα από την ψυχαγωγία και την ατμόσφαιρα. Και να μαγέψει στα highlights, ειδικά προς το τέλος που έχει μία «συμφωνία» αναφορών από Σινάτρα ως Πρίσλευ αλλά και στη σωστή δοσολογια των περιπετειωδών σκηνών, τις οποίες έχει σκηνοθετήσει εξαίρετα κι ακόμα πιο εξαίρετα τις έχει μοντάρει ο μοντέρ κάνοντας την ταινία ολοκληρωμένο δημιούργημα.
Στους ηθοποιούς έχουμε επίσης εξαίρετα αποτελέσματα. Ο Ράυαν Γκόσλινγκ μπορεί να μην κάνει αυτό που λέμε μεγάλη ηθοποιία , όμως, κάνει κάτι άλλο ή μάλλον διαθέτει κάτι άλλο, που είναι μέγιστο προσόν: Την αγάπη του φακού! Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που ο φακός μπορεί κι αναδεικνύει ένα πρόσωπο και του δίνει και «βάθος», κάτι που δεν θα διαπίστωνε κανείς αν τον έβλεπε να τα παίζει αυτά χωρίς την παρέμβαση του φακού. Όμως το να σε θέλει ο φακός στην κινηματογράφο αποκτά διαστάσεις κινηματογραφικής ηθοποιίας! Ο ΧΑΡΙΣΟΝ ΦΟΡΝΤ κάνει τον καλύτερο ρόλο των τελευταίων –αν πω 20 ετών θα το πιστέψετε;- της καριέρας του. . Είναι ΑΥΤΟΣ κι είναι αυτό που ήθελε ο Βιλνέφ από αυτόν. Ο σκηνοθέτης του προβάλει κύρος, προσωπικότητα, κι αυτό το ξεχωριστό που μόνο οι κινηματογραφικοί ηθοποιοί διαθέτουν.
Κι οι ρόλοι που πλαισιώνουν, από αυτόν του ΤΖΑΡΕΤ ΛΕΤΟ ως τις κοπέλες που διεκδικούν τον Γκόσλινγκ, είτε την ευαίσθητη ρέπλικα ΑΝΑ ΝΤΕ ΑΡΜΑΣ είτε τη θρασύτατη γήινη ΜΑΚΕΝΖΙ ΝΤΕΗΒΙΣ μα και τη σύντομη εμφάνιση της μεγάλης ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΣ ηθοποιού ΧΙΑΜ ΑΜΠΑΣ σε μια σκηνή όλη κι όλη αλλά σκηνή υποδείγματος…..ναι, έχουν να κάνουν οι ερμηνείες με το περιεχόμενο των ρόλων.
Μια άψογη ταινία από όλες τις απόψεις.