Δηλαδή, σαν να μην κατάφεραν τα «ξένα χέρια» να της δώσουν υπόσταση, μια κι ο Κλούνεϋ ξέφυγε από τη φάση εκείνη όταν τον υποστήριζαν σκηνοθετικά στο «Καληνύχτα και καλή τύχη» κι επειδή το παρα-έπαιξε σταρ με τους γάμους και τις κοσμικότητες και τις εμπορικότητες, δεν ξέρει να κάνει ταινία το σενάριο των Κοέν. Τώρα πιά για «αυτούς» δεν είναι καλός σκηνοθέτης…
Πρόπερσυ πάλι, εκείνοι που ήθελαν να επιτεθούν στον Στίβεν Σπίλμπεργκ έτσι γενικώς επειδή είναι Σπίλμπεργκ κι ως πετυχημένος πρέπει να τον αμφισβητούν αν δεν πρέπει και να τον μισούν, φρόντισαν εντελώς «προβοκατόρικα» να απαλείφουν από κριτικές και πληροφορίες τα ονόματα των αδελφών Κοέν που υπέγραφαν το σενάριο της «Γέφυρας των κατασκόπων» και κατηγορούσαν τον Σπίλμπεργκ για «ψυχροπολεμική ιδεολογία» ενώ το έργο το είχαν γράψει οι Κοέν.
Βλέποντας το «SUBURBICON» και διασκεδάζοντας με αυτό , χωρίς να καταλάβω πότε πέρασε η ώρα και δεν εκνευρίστηκα που δεν έκανε διάλειμμα (κι αυτό είναι μια συνήθεια μου απαραίτητη για την ευχάριστη έξοδο στο σινεμά), αναρωτήθηκα: Αν δηλαδή αύριο, μας πουν ότι το έργο το είχαν σκηνοθετήσει οι Κοέν κι ότι είχε χρησιμοποιηθεί το όνομα του Κλούνεϋ για να κάνουν πλάκα σε κάποιους, θα έλεγαν τα ίδια; Η θα άρχιζαν να του βρίσκουν αρετές; Διότι προσπάθησα να καταλάβω σε τι διαφέρει αυτή η ταινία των Κοέν από το «Καυτό απόρρητο», από το «Αριζόνα τζούνιορ», από το «Ω αδελφέ που είσαι;» αλλά κι από το «Χαίρε Καίσαρ» κι από το «πέρασμα του Μύλερ» κι από πολλά ακόμα, χώρια ότι είναι απείρως ανώτερο από την «αβάσταχτη γοητεία»;
Σε τι διαφέρει; Εργο των Κοέν είναι κι αυτό, κι ο Τζορτζ Κλούνεϋ , ως σκηνοθέτης, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να μεταφέρει, να προβάλει, και να αποτυπώσει επί του «φιλμ» το πνεύμα των Κοέν. Αν δηλαδή μας έλεγαν εξαρχής πως πρόκειται για την καινούργια ταινία των Κοέν, αυτομάτως το «Suburbicon» θα είχε γίνει απολύτως δεκτό;
Διότι αυτό που είδα είναι πάλι μια μαύρη κωμωδία, με υπερέχον το γκροτέσκ στοιχείο, την υπερτόνωση δηλαδή κι υπερ-διόγκωση κάποιων ακραίων καταστάσεων, είδα να ξεκινά με «χρώματα» κωμωδίας , σαν να αφηγείται παραμύθι που συμβαίνει στα προάστια της δεκαετίας του ’50 και που σιγά σιγά «σοβαρεύει» επειδή βλέπουμε εισβολή σε σπίτι, κακοποίηση της ενοίκου, θάνατο στη συνέχεια με θύμα την τελευταία εξαιτίας του χλωροφορμίου, και αμέσως μετά πληροφορίες στο τραπέζι πως η εισβολή στο σπίτι, η κακοποίηση κι ο θάνατος είχαν να κάνουν με οργανωμένη δουλειά από το σύζυγο και την δίδυμη αδελφή της. Τα βλέπουμε όλα μπροστά μας, με αστυνομική αφήγηση αλά «Φάργκο» όπου κι εκεί ξέραμε το έγκλημα και ποιος το έχει κάνει και περιμέναμε να δούμε πως θα εξελιχτεί η υπόθεση, πως θα αποκαλυφθεί ο ένοχος , πως θα βρεθεί η άκρη.
Συγχρόνως, κατά την εξέλιξη της ταινίας, έβλεπα τους Κοέν «ολοζώντανους», το μαύρο χιούμορ να μην εγκαταλείπει ποτέ την αφήγηση, τις υπερβολές , τις όποιες υπερβολές να τις μεταβάλει σε γκροτέσκο όπως ανέφερα και προηγουμένως, τους υπερτονισμούς ων χρωμάτων αλλά και των καταστάσεων και των διαλόγων και το αστυνομικό στοιχείο της αγωνίας με τους ενόχους γνωστούς εξ αρχής, από το ξεκίνημα σχεδόν της ταινίας, τον απληροφόρητο θεατή να τον συναρπάζει.
Φυσικά, αν πήγαινε κάποιος, έχοντας προηγουμένως διαβάσει τίποτε κριτικές που στηρίζονται στη θεωρία του auteur διότι δεν ξέρουν τίποτε άλλο μια κι αγνοούν το κινηματογραφικό αντικείμενο (και δεν υπαινίσσομαι εγχώριους- αυτά τα κακά» ξεκινούν απέξω κι η Αμερικούλα με τους κυνικούς κριτικούς της έχει μεγάλο μερίδιο στην ευθύνη διότι μη νομίζετε πως επειδή είναι Αμερικάνοι ξέρουν και το σινεμά και το πώς γίνεται…) κι έλεγαν φερειπείν ότι ο Κλούνεϋ δεν τα κατάφερε, ότι πρόδωσε τους Κοέν, ότι διέσυρε το έργο τους κλπ, κλπ… Ε, μη νομίζετε. Αυτό το έργο, όπως τους καθοδήγησαν , θα έβλεπαν. Αυτό θα έβλεπαν. Διότι ο κόσμος που δεν ξέρει παρασύρεται κι αποστηθίζει και μετά μιμείται κι ύστερα αναπαράγει.. Θα το έπιαναν από αυτό το σημείο, από το ξεκίνημα. Ότι ο Κλούνεϋ δεν ξέρει κι ότι κακοποιεί τους Κοέν που του εμπιστεύτηκαν το σενάριο τους. Το ότι ο Κλούνεϋ έχει μαθητεύσει δίπλα στους Κοέν, ότι μαζί τους έχει κάνει ταινίες ων ουκ έστιν αριθμός, ότι δίπλα σε αυτούς έμαθε το σινεμά κι έτσι αποφάσισε να γίνει και σκηνοθέτης, κι ότι οι Κοέν τον ξέρουν καλά κι έτσι του εμπιστεύτηκαν σενάριο… κλπ, κλπ , αυτά για να τα σκεφτεί ο κόσμος πρέπει κάποιος να του τα πει. Επειδή δεν θα του τα έλεγαν, αν είχε διαβάσει τέτοιου είδους κριτικές πριν πάει στην ταινία, αυτά θα «έβλεπε».
Αν δεν είχε προλάβει να τις διαβάσει και πήγαινε «παρθένος» κι «αμόλυντος» τότε , εφόσον θα ήταν γενικώς απληροφόρητος, θα αντιδρούσε ανάλογα, πιθανόν κι αρνητικά, όπως θα είχαν αντιδράσει οι απληροφόρητοι και στα άλλα έργα των Κοέν όπου θα έβλεπαν εκείνες τις υπερβολές, όπως δεν θα είχε καταλάβει και ποτέ του τι διάολο είχε εκείνο το «καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» κι οι κριτικοί το ανέβαζαν στα ύψη κι η Ακαδημία του έδινε όλα τα μεγάλα της Οσκαρ τη χρονιά εκείνη. Η, αν δεν ήταν απληροφόρητοι γενικώς περί Κοέν αλλά δεν είχαν προφτάσει να διαβάσουν της συγκεκριμένης ταινίας τις κριτικές, θα έβλεπαν ένα ακόμα διασκεδαστικό έργο των Κοέν με όλα τα αναγνωρίσιμα του έργου τους στοιχεία. Λίγο καλύτερο από κάποια άλλα τους, λίγο κατώτερο από μερικά της παραγωγής τους.
Κι ο ΜΑΤ ΝΤΕΪΙΜΟΝ κι η ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΟΥΡ στο διπλό ρόλο της (που έχει γραφτεί σαν να ήταν… μονός) κι ο υπέροχος πιτσιρικάς κι ο ακόμα πιο υπέροχος ΟΣΚΑΡ ΑΪΖΑΑΚ στο ρόλο δύο σκηνών όλων κι όλων όπου φτιάχνει ένα εκπληκτικό τύπο, γκροτέσκας ερμηνείας, που εξελίσσει την ιστορία και τον εμφανίζουν στην οθόνη σχεδόν μια ώρα μετά το ξεκίνημα της υπόθεσης, είναι ακριβώς στο πνεύμα των Κοέν που το διαχειρίζεται ο Κλούνεϋ.
Στο ίδιο πνεύμα είναι και το σκηνογραφικό (συμπεριλαμβανομένου και του ενδυματολογικού) ύφος με τις απαραίτητες υπογραμμίσεις όπου σαν να σκηνογραφούν και να ντύνουν ανθρώπους για να παίξουν κωμωδία οι οποίοι όμως καλούνται να την παίξουν ως δράμα αλλά με κωμικές υπονομεύσεις, εξαιρετική η μουσική του ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΝΤΕΣΠΛΑ, θυμίζει τη μουσική που του χάρισε το ΟΣΚΑΡ στο «GRAND BUDAPEST HOTEL», κι αν σκεφτεί κανείς το «γκροτέσκο» του πράγματος, καταλαβαίνει και την επιλογή.