Ο Παντελής Βούλγαρης κάνει μία από τις τρεις ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ κινηματογραφικές δουλειές του, δίπλα στα «ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ» και την «ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ».
Και μετατρέπει σε ΑΛΗΘΙΝΟ ΔΡΑΜΑ το χρονικό της εκτέλεσης των 200 της Καισαριανής. Βάζοντας στο σενάριο, που συνυπογράφει με την ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ, ως επικεφαλής της ιστορίας, σχεδόν ως κεντρικό ήρωα μέσα από τον οποίο μας την αφηγείται, τον νεαρό διερμηνέα-κρατούμενο, κάτοχο της γερμανικής γλώσσας, δίνοντας βάρος στη σχέση του με τον Γερμανό αξιωματικό, όπου ανάμεσα τους παίζεται ένα παιχνίδι επιβολής και ταπείνωσης με λανθάνοντα , αλλά πολύ λανθάνοντα, ερωτισμό.
Αν για κάτι με ενθουσιάζει η ταινία είναι το ότι το βάρος της σκηνοθεσίας πέφτει συνειδητά στο ότι εδώ κάνουμε ένα ΔΡΑΜΑ, με αφορμή ένα ιστορικό γεγονός κι όχι ένα σεμινάριο Ιστορίας κολλημένοι στο γεγονός, ξεχνώντας ότι πήγαμε να δούμε κινηματογράφο.
Το λέω διότι κάποιες ενστάσεις, όχι δικές μου φυσικά, θα είναι αναπόφευκτες, σχετικά με το γεγονός πως αποφεύγεται η πλήρης αναφορά πως οι 200, ΚΑΙ ΟΙ 200,που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, ήταν Κομμουνιστές κι ότι υπήρχε ειδική παράγραφος στην καταδικαστική απόφαση της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης ότι πρέπει να εκτελεστούν για αυτό το λόγο.
Επίσης κάποιες ενστάσεις θα ακουστούν επί του διαβόητου «εκβιάζει τη συγκίνηση» κι αναλογίζομαι πόσες φορές διάβασα ή άκουσα αυτή την ατυχή ή και ανόητη έκφραση που δεν έχει καμία σχέση με την Τέχνη. Η συγκίνηση είναι ζητούμενο. Δεν υπάρχει ορισμός στην Τέχνη που να την αποτρέπει- το αντίθετο μάλιστα. Αν στην Τέχνη μιλάμε για «εκβιασμούς», αυτοί έχουν να κάνουν με το ίδιο το δημιούργημα και με το σενάριο όταν «εκβιάζει» συμπεριφορές ηρώων, χαρακτήρων, προς μία κατεύθυνση ενώ ο χαρακτήρας , όπως διαμορφώνεται, δεν βάδιζε αυτή την οδό. Όταν δηλαδή το σενάριο μετατρέπει ένα χαρακτήρα σε μαριονέτα που τον μεταχειρίζεται ως να τον καθοδηγούν οι σπάγκοι , σαν να ήταν κουκλοθέατρο. Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις η Τέχνη αναγνωρίζει «εκβιασμό». Όταν καταφέρνει ο σκηνοθέτης ή ο σεναριογράφος να πιάσει συγκίνηση από τον θεατή, τότε έχουμε ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ!
Ο Βούλγαρης το έχει το επίτευγμα στο «Τελευταίο σημείωμα» ανά χείρας. Του το αναγνωρίζω με τον πιο ένθερμο τρόπο κι ας μου επιτρέψει, να τον συγχαρώ γι αυτό.
Αναγνωρίζω , βέβαια, και την πολιτική ένσταση εκείνων που θα επικαλεστούν τα περί κομμουνιστικής ταυτότητας των 200 αλλά δεν θα τους ακολουθήσω διότι θα επικαλεστώ πάλι την Τέχνη και θα υπενθυμίσω, σε πολλούς που το αγνοούν και πέφτουν στην παγίδα της προπαγάνδας κατηγορώντας για προπαγάνδα εκείνους που δεν κατέφυγαν σε αυτήν, πως αυτό που κρίνουμε σε ένα έργο δεν είναι η ιδεολογία του δημιουργού αλλά ο τρόπος της καλλιτεχνικής διαχείρισης της. Το αν δηλαδή διαχειρίζεται ο καλλιτέχνης την ιδεολογία του με τους όρους της Τέχνης ή με τους όρους της προπαγάνδας.
Στο «Τελευταίο σημείωμα» οι όροι της Τέχνης είναι οι κυρίαρχοι και με πολύ ευρηματικό τρόπο, ο Βούλγαρης αλλά κι η Καρυστιάνη, που συνυπογράφει το σενάριο, δηλώνουν κάποιους χαρακτήρες ως κομμουνιστές και κάποιους άλλους όχι. Καλλιτεχνικά είναι σωστό, ιστορικά δεν αλλοιώνει το πνεύμα του έργου.
Από κει και πέρα για την ταινία μόνο επαίνους έχω, για το πώς διαχειρίζεται το δράμα της και για το πώς αξιοποιεί τους ηθοποιούς ξεκινώντας από το casting, που πραγματικά το βρήκα εξαιρετικό. Οπου στους τίτλους είδα πως το υπογράφει η κόρη του σκηνοθέτη, η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ κι επίσης της ζητώ κι αυτής να μου επιτρέψει να την συγχαρώ. Επειδή συγκέντρωσε απρόβλεπτες κι αχρησιμοποίητες φυσιογνωμίες, επειδή έδωσε ευκαιρία σε ηθοποιούς να αναδείξουν τα προσόντα τους, επειδή συγκινήθηκα που είδα τον ΤΑΣΟ ΔΗΜΑ, τον οποίο θυμάμαι χρόνια να παλεύει στο θέατρο, από τον καιρό του Θεάτρου Ερευνας του Δημήτρη Ποταμίτη και που μόλις τώρα ο κινηματογράφος αποφάσισε να τον αξιοποιήσει και του έδωσε ένα υπέροχο ρόλο με σκηνοθετική υπερ-φροντίδα από τον Παντελή Βούλγαρη, όπου στην κλιμάκωση ,ειδικά στη σκηνή του κρητικού χορού ,κάποιες ώρες πριν την εκτέλεση ,φτάνει ο Δήμας σε συγκλονιστικά επίπεδα.
Το παρόμοιο ισχύει για όλους τους ανθρώπους που έχουν διαλέξει εκεί μέσα και θα επισημάνω επίσης τον ΑΙΝΕΙΑ ΤΣΑΜΑΤΗ ,που παίζει τον συγκρατούμενο ο οποίος συγκρούεται διαρκώς με τον ήρωα για το ότι επέλεξε να γίνει διερμηνέας του εχθρού. Κι αυτόν τον επισημαίνω λόγω casting μα και λόγω της δικής του εκφραστικότητας αλλά και για τον τρόπο που αξιοποίησε το πρόσωπο του ο Παντελής Βούλγαρης (μαζί, φυσικά με τον διευθυντή φωτογραφίας ΣΙΜΟ ΣΑΡΚΕΤΖΗ, ο οποίος εν γένει έχει κάνει εκπληκτική δουλειά σε κάμερα και φωτισμούς αλλά κυρίως στα κοντινά πλάνα των ηθοποιών) και του προβάλει ένα βλέμμα σκοτεινό, υγρό όπου σε μερικά σημεία αυτά τα υδατωμένα μαύρα μάτια, όπως τα κινηματογραφούν Σαρκετζής και Βούλγαρης μου θύμισαν ανάλογα του Ομάρ Σαρίφ στο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (όχι ως ομοιότητα ηθοποιού, καταλάβετε τι λέω).
Ο Βούλγαρης βρέθηκε σε πολύ καλή ώρα της καριέρας του και με τους συνεργάτες φτάνει σε υψηλά αποτελέσματα μιλώντας για ΤΑΚΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ στο μοντάζ όπου ο βετεράνος Ελληνας μοντέρ φανερώνει την κλάση του. ΚΙ η μουσική του υιού Βούλγαρη , του «Theboy», α, είναι υπέροχη. Αλλοτε υπογραμμίζει κι άλλοτε περνά στην αντίστιξη απέναντι σε αυτό που συμβαίνει στην εικόνα. Και βέβαια, τα κοστούμια της ΓΙΟΥΛΑΣ ΖΩΙΟΠΟΥΛΟΥ που δεν είναι καθόλου εύκολα ως δουλειά διότι έχει να ντύσει κρατούμενους και να πετύχει αισθητική αρμονία , όπου το σενάριο απλώς της υπαγορεύει ενώ η αρμονία ολοκληρώνεται με τις χρωματικές επιλογές και τους χώρους, που δεν είναι βέβαια πολλοί, του σκηνογραφικού υπεύθυνου ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ.
Συνεχίζοντας με τους ηθοποιούς, θα αναφέρω φυσικά τον Γερμανό ΑΝΤΡΕ ΧΕΝΙΚΕ, που στο ελληνικό σινεμά μας τον είχε γνωρίσει η Αγγελική Αντωνίου στο «Εντουαρντ», στο ρόλο του στρατιωτικού διοικητή , με εκείνη την ψύχρα στο βλέμμα, τη γεμάτη υπαινιγμούς, και θα αφήσω τελευταίο τον πρώτο των πρώτων, τον ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, που εξελίσσεται ραγδαία κι αυτό που έχω να πω για αυτόν είναι το σύντομο «ΤΟ ΕΧΕΙ!». Είναι γεννημένος για το σινεμά, είναι αληθινός πρωταγωνιστής.
Η κλιμάκωση είναι το μεγάλο στάνταρντ του Βούλγαρη στην ταινία, που συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια μα στο τελευταίο μεγάλο κομμάτι από την παραμονή της εκτέλεσης με τον κρητικό χορό ως και την ίδια την εκτέλεση και τον τρόπο στησίματος και κινηματογράφισης μας οδηγεί στη γνήσια κινηματογραφική απόλαυση. Και τον ευχαριστούμε γι αυτό.
Δεν θα γκρινιάξω για τίποτα; Υπάρχει ένα. Με τον ήχο. Όταν μιλούν κάποιοι ηθοποιοί. Μήπως και φταίει η άρθρωση ορισμένων;