Τι είναι αυτό που το κάνει να δουλεύει στόμα με στόμα και να γνωρίζει η «Ααβόρα» που το προβάλλει σε αποκλειστικότητα, σημαντικότατες «πιένες»;
Τι είναι; Κάτι πολύ απλό. Ότι άρεσε στους πρώτους θεατές που πέρασαν απέξω από το σινεμά, είδαν την αφίσα, κάτι τους είπε η φυσιογνωμία του ΦΑΡΕΣ ΦΑΡΕΣ,ο οποίος κάτι «ποιοτικό» τους θύμισε, έκοψαν εισιτήριο, δεν ήξεραν τίποτα για την ταινία κι αυτό που είδαν τους ικανοποίησε πλήρως ύστερα από διάφορα άλλα, διαφημισμένα και πανάκριβα της αγγλόφωνης (βλ αμερικάνικης κι όχι μόνο) εσοδείας και μέσω του φβ άρχισαν να το διαφημίζουν ο ένας με τον άλλο, προσπερνώντας κριτικούς, αστεράκια και λοιπά χρήζοντα βοηθείας φαινόμενα.
Είναι ένα καθαρόαιμο αστυνομικό, το οποίο συντονίζεται και με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο κι από αυτή την άποψη, σε μένα προσωπικά, ταιριάζει περισσότερο στην ιταλική σχολή, τύπου «Suburra» παρόλο ότι, τώρα που γίνεται γνωστό το φιλμ κι αρέσει, προσπαθούν να του βρουν και συγγένειες. Όπως συμβαίνει στα μαιευτήρια, μόλις γεννιέται ένα μωρό όπου μαζεύονται οι συγγενείς κι αρχίζουν και μοιράζουν ομοιότητες στα μέλη των σογιών, αποδίδοντας σε κάθε συγγενή κι ένα όργανο του βρέφους. Ετσι κι εδώ, άρχισαν να λένε πως έρχεται από το «νουάρ» το αμερικάνικο (ναι, έχει μια καταβολή), μερικοί «αντι-αμερικάνοι» προτιμούν τη γαλλική επιρροή του αστυνομικού, άλλοι εντοπίζουν στο ισπανικό αστυνομικό το σύγχρονο που είναι και της μόδας εγώ πάλι ως ιταλόφιλος συγγενής βρίσκω συγγένεια με το ιταλικό που ανέφερα πιο πάνω, κυρίως λόγω της κοινωνικο-πολιτικής αναφοράς. Σαχλαμάρες είναι όλα αυτά αν τα κρίνουμε στην ουσία τους. Σαχλαμάρες ημών των κριτικών. Τα είδη έχουν ρίζες και κανόνες αλλά κι επιρροές. Κι οι επιρροές έρχονται και εγκαθίστανται εντός μας, αφομoιώνονται (όταν μιλάμε για αφομοίωση κι όχι για μίμηση και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει καμία μίμηση) από τους καλλιτέχνες είτε λέγονται σκηνοθέτες είτε σεναριογράφοι κι από κει και μετά έρχονται οι εμπνεύσεις κι οι άνθρωποι που κάνουν τα έργα προσπαθούν να δώσουν «φόρμα» στην έμπνευση τους ώστε η ιδέα να μεταβληθεί σε έργο. Εμείς οι κριτικοί επειδή δεν ξέρουμε να κάνουμε έργα παίζομαι το ρόλο της θείας που προσπαθεί να δει αν το μωρό, που δεν το γέννησε εκείνη, έχει πάρει από το σόι του μπαμπά ή της μαμάς. Η κριτική , τελικά, ξεκινά από την βρεφική στιγμή, από τα σπάργανα..
Ένα φόνο ερευνά η ταινία. Ένα φόνο που λαμβάνει χώρα στο Χίλτον του Νείλου (αμφιβάλλω αν θα τολμούσε διαπλεκόμενος Ελληνας να κάνει αντίστοιχη ταινία με τίτλο «Εγκλημα στο Χίλτον των Αθηνών») με θύμα μια πανέμορφη κοπέλα , όπου τον δολοφόνο τον έχει δει μόνο η μετανάστρια καθαρίστρια που είναι από το Σουδάν και ζει σε υποβαθμισμένη περιοχή αθλίων συνθηκών ενώ την έρευνα την αναλαμβάνει αδέκαστος αστυνομικός, για τον οποίο θα μάθουμε τα πάντα (οικογενειακό background κλπ), έστω και κατά την εκπνοή της ταινίας. Άλλο ένα παράδειγμα του σινεμά, και δείτε το κι από τους Αιγυπτίους, οι οποίοι δείχνουν να γνωρίζουν τους κανόνες του σινεμά καλύτερα από τους ημέτερους εγχώριους, όπου ο ήρωας πρέπει να έχει πλήρη ηλικία πριν αρχίσει το έργο, να έχει παρελθόν, να έχει προιστορία κι αυτή να εκτίθεται διάσπαρτα κατά την εξέλιξη του μύθου. Όχι σαν το «Suntan» που μας είχε τον ήρωα μισό, ούτε καν μισό, κι οι κριτικοί εξυμνούσαν την «ελλειπτικότητα» από άγνοια των κανόνων του σεναρίου που καλούνται να κρίνουν.
Ο φίλος μας ο αστυνομικός, λοιπόν, ο Αιγύπτιος, τον οποίο παίζει φυσικά ο ΦΑΡΕΣ ΦΑΡΕΣ, Λιβανέζος την καταγωγή, που τον ξέρουμε από το σκανδιναβικό σινεμά αλλά ως φάτσα, ως εξαίρετη φάτσα ,τον έχουν χρησιμοποιήσει και σε αμερικάνικες ταινίες, μπαίνει στην έρευνα η οποία θα τον οδηγήσει σε ένα ταξίδι διαφθοράς στους κόλπους της Αστυνομίας αλλά και της Δικαιοσύνης στη σύγχρονη Αίγυπτο (τελικά σε όλο τον κόσμο, στο σινεμά όλου του κόσμου βλέπουμε θέματα διαφθοράς της Αστυνομίας και των θεσμών κι αυτό ας ταρακουνήσει κάποιους) (μόνο στο ελληνικό σινεμά το πάνε απέξω-απέξω μη και θίξουν κανένα οι διαπλεκόμενοι είτε της κινηματογραφίας είτε της κριτικής εξού και δεν έχουμε σινεμά των ΕΙΔΩΝ) και μαζί του κι οι θεατές.
Η υπόθεση τοποθετείται στις μέρες των εξεγέρσεων του 2011 στην Αίγυπτο και καταφέρνει να ενσωματώνει το αστυνομικό στο κοινωνικό ή να αντικατοπτρίζει το γενικό στο μερικό. Επίσης, αξιοποιεί πλήρως τους χώρους , είτε τους φυσικούς είτε και τους εσωτερικούς, κυρίως όμως τους εξωτερικούς, και είναι σαν να μας ταξιδεύει στο Κάιρο των ημερών εκείνων, σαν να γινόμαστε μέρος της δράσης και των όσων συνέβησαν. Με ανάλογη φωτογραφία και σκηνογραφική διεύθυνση.
Όχι, δεν είναι κάτι «σπουδαίο» στο είδος, δεν είναι το καινούργιο «Chinatown», είναι όμως ένα αστυνομικό φιλμ κοινωνικού χαρακτήρα, που σέβεται τον εαυτό του και το είδος κι ο θεατής αισθάνεται πληρότητα. Βεβαίως- να το πούμε κι αυτό!- αν η ταινία ήταν φερειπείν αμερικάνικη θα λέγαμε ότι τα έχουμε ξαναδεί. Εδώ δεν θα το πούμε για τον απλούστατο λόγο πως έχει κάτι ιδιαίτερο δικό της, την αιγυπτιακή της αυθεντικότητα.
Θα επαναλάβω ότι ο Φάρες Φάρες εγγράφεται ως υπολογίσιμη φατσοδύναμη με ικανοποιητικότατη υποκριτική κι ότι γοητεύει και τον φακό κι ότι ο σκηνοθέτης ΤΑΡΙΚ ΣΑΛΕΧ θα με ενδιέφερε για το πριν του αλλά και το παρακάτω του, κατά πόσο είναι σκηνοθέτης των ειδών γενικώς ή του είδους του συγκεκριμένου