Είναι δυσάρεστο συναίσθημα αυτό κι η τελευταία ταινία του ΝΙΚΟΥ ΠΕΡΡΑΚΗ σε σενάριο της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΠΕΗ χαρακτηρίζεται από αυτό .
Συγχρόνως έχει ένα δεύτερο πρόβλημα που κατά τη γνώμη μου είναι κι αυτό που της αποστερεί το γέλιο, το ότι δεν κεντράρει. Σαν να μην έχει αρχή και τέλος, σαν να μην ξέρει προς τα πού να στραφεί, που να επικεντρώσει τα βέλη της σάτιρας της και τελικά δεν βγαίνει ούτε η σάτιρα μέσα σε όλη αυτή την έλλειψη ζυγοστάθμισης και στόχου.
Το «SUCCESSSTORY» του τίτλου περνάει (ή «πουλάει»- και δεν το χρησιμοποιώ επικριτικά το ρήμα) μόνο ως αφορμή για σάτιρα επειδή πολυχρησιμοποιήθηκε ως σλόγκαν στα χρόνια της κρίσης, ειδικά στην πρώτη της περίοδο αλλά παρακάτω δεν…
Ναι, σίγουρα το θέμα της βγαίνει μέσα από εκεί, από την ιστορία ενός μεγαλο-ψυχιάτρου ο οποίος θέλει να κατέβει και στην πολιτική αλλά τα «σκάνδαλα» του πετούν πεπονόφλουδες
Ποια σκάνδαλα όμως; Το ότι η μητέρα του είναι στο ψυχιατρείο και το έκρυβαν; Η το γεγονός πως είναι γκομενιάρης; Με τα επιλεγμένα περιστατικά δεν τελεσφορεί η σάτιρα. Και το δικό της ατελέσφορο δεν φέρνει στο θεατή γέλιο.
Η ταινία μπλέκεται μέσα στη σοβαρή εκδοχή της περίπτωσης του ψυχιάτρου και περισσότερο βλέπουμε ένα νάρκισσο τύπο, μάλλον δραματικά ερμηνευμένο από τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗ και σχεδόν καθόλου κωμικά αν και προσπαθεί να το ελαφρύνει με κάποιους αέρινους τόνους. Δεν το έχει το κωμικό ο Μαρκουλάκης στην ιδιοσυγκρασία του την καλλιτεχνική αλλά δεν είχε και τόσα πολλά πατήματα ώστε να τον βοήθαγε και το έργο έστω εκ πείρας να το βρει και να το προβάλλει. Ενώ το έχει ως σκηνοθέτης σε παραστάσεις κωμωδιών που μπορεί και τις ρυθμίζει και βγάζει γέλιο από τον θεατή. Ερμηνευτικά το κωμικό δεν το έχει αλλά επαναλαμβάνω πως φταίει και το γεγονός ότι δεν κεντράρει κάπου και το έργο.
Η κοπέλα που παίζει πλάι του, η ΦΙΟΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, παρά την απειρία της , μπορεί και στέκεται άνετα και με χάρη ωστόσο κι από το δικό της μέρος τα κωμικά στοιχεία λείπουν κι όπου υπάρχουν δεν λειτουργούν αλλά είναι κι ελάχιστα.
Αφού όλο το έργο είναι παγιδευμένο στα να νομίζει πως είναι κωμωδία μέσω σάτιρας αλλά η σάτιρα να εκτρέπεται σε ψυχολογικό πορτραίτο που μένει κι ημιτελές.
Από το σύνολο της διανομής, προσπερνώ τις γνώριμες μορφές της τηλεόρασης και στέκομαι μόνο στην ΜΑΡΙΑ ΑΛΕΙΦΕΡΗ , η οποία βγαίνει αλλιώτικη από ό,τι την ξέρουμε, στο ρόλο της παραλογισμένης (;) μητέρας αλλά ο ρόλος είναι πολύ μικρός, ίσως όμως και να μην χρειαζόταν παραπάνω διότι πλέον το έργο θα γινόταν ακόμα ιό βαρύ δράμα και θα έχανε πλήρως τον ήδη απολεσθέντα μπούσουλα. Πάντως η Αλειφέρη πρόλαβε και δημιούργησε κάτι δικό της το οποίο αφήνει και τις ωραίες εντυπώσεις.
Με το υπόλοιπο cast προτιμώ να μην ασχοληθώ όπως επίσης και με αυτή την τάση του πάλαι ποτέ να χρησιμοποιούν κριτικούς για κομπάρσους κι οι τελευταίοι να δέχονται πρόθυμα. Είναι μια τάση από το παλιό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου μαζευόταν στις προβολές το commandopiazza και γελούσαν μεταξύ τους, «θερμαίνοντας» και καλά την αίθουσα, που σήμερα, όχι μόνο κάνει «ντεμοντέ» αλλά κι εκτός Φεστιβάλ η και «αβαν πρεμιέρ» που μαζεύονται οι φίλοι κι οι γνωστοί, δεν λειτουργεί σε τίποτε. Για τον έξω κόσμο δεν υπάρχει κανένα αστείο σε όλη αυτή την υπόθεση. Βέβαια, έχει και κάποιες περιπτώσεις κομπαρσαρίας από πρόσωπα του πολιτικο-κοινωνικο-καλλιτεχνικού (βλ τηλεόραση και πάνελ) γίγνεσθαι αλλά ούτε αυτοί βγάζουν κανενός είδους ή τύπου γέλιο διότι η ταινία δεν τους χρησιμοποιεί για να τους σατιρίσει αλλά τους χρησιμοποιεί στα πλαίσια της ίδιας αντίληψης με τη χρησιμοποίηση κριτικών και λοιπών τέτοιων φυσιογνωμιών αλα Φεστιβάλ Θες/νίκης αλλοτινών καιρών…
Δεν είναι πετυχημένο εγχείρημα το «Successstory», όπως δεν πέτυχε ούτε ως πολιτικό σλόγκαν από πλευράς περιεχομένου.