Γενναίο επειδή μέσα από το χρονικό της Αντίστασης τολμά να κοιτάξει τα πράγματα από μια διαφορετική σκοπιά και να κάνει κεντρικό ήρωα της ιστορίας τον ίδιο τον Χάιντριχ και να δει τα πράγματα από τη δική του μεριά. Κι αυτό το βρήκα εξαιρετικά προωθημένο κι ανοιχτόμυαλο , το ότι οι συντελεστές του φιλμ που αποφάσισαν να κάνουν ένα τέτοιο έργο και να το δουν με αυτό τον τρόπο, τόλμησαν. Όπως μου είχαν κάνει εντύπωση κι οι Δανοί με την ταινία τους «LANDOFMINE» (ελλ. τίτλος «ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟ»), που είχε προταθεί και για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, όπου είχαν δείξει μια πλευρά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που καθόλου δεν τους κολάκευε. Όταν στην Ελλάδα των άκρων και της υποταγής δεν τολμούν να δείξουν στα κανάλια «ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ» κι ας πρόκειται για τη μοναδική ελληνόφωνη ταινία της Κατίνας Παξινού κι ας είχε κάνει πρεμιέρα το έργο του Αλέξη Πάρνη ως θεατρικό στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ενωση- σήμερα η νέα κατάσταση δεν επιτρέπει αναφορές στην ελληνικότητα της Κύπρου και στα σχετικά…. Τόσο στην περίπτωση των Δανών όσο και του «στόχου», αυτή η τόλμη του να κινηθούν με τους όρους της Τέχνης κι όχι της Προπαγάνδας που θα προβάλει ή θα ικανοποιεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, πολύ με είχαν προβληματίσει έως και θετικά. Διότι , όπως έχω τονίσει πολλές φορές κι είναι πράγματα που έχω διδαχτεί για να εξελιχθώ ως κριτικός κατανοώντας το αντικείμενο της Τέχνης με το οποίο καταπιάνομαι κι όχι τα τσιτάτα των θεωρητικών αποφθεγμάτων, στην Τέχνη αυτό που εξετάζουμε δεν είναι η ιδεολογία των καλλιτεχνών,. Η οποία είναι δικαίωμα τους διότι η Τέχνη πρέπει να είναι ΕΛΕΥΘΕΡΗ άρα κι ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΗ, αλλά το πώς διαχειρίζεται κάποιος καλλιτεχνικά την ιδεολογία του. Πως την διαχειρίζεται δηλαδή με τους όρους της Τέχνης. Αυτή είναι, άλλωστε, κι η ΔΙΑΦΟΡΑ της ΚΡΙΤΙΚΗΣ από την ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ!
Στη συγκεκριμένη ταινία που εξετάζουμε, αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι το γεγονός πως δεν υιοθετεί φυσικά την πολιτική ιδεολογία του δήμιου Χάιντριχ, όμως, από την άλλη εξετάζοντας τον ως κεντρικό ήρωα ενός δράματος, οφείλει από σεβασμό στους κανόνες της Τέχνης κι όχι κατά παράβασιν αυτών, να τον κοιτάξει πρισματικά και να τον δει όχι σχηματικά, ως ένα «ναζιστικό γουρούνι» δηλαδή, αλλά ως χαρακτήρα, να τον ερευνήσει διεξοδικά κι από πολλές μεριές. Και να τολμήσει επίσης να δείξει , κάτι απόλυτα δικαιολογημένο όταν μιλάμε για ήρωα δράματος, την πίστη του σε αυτό που ο ίδιος πίστευε, την ίδια στιγμή που εξάρει το αγωνιστικό φρόνιμα των Τσεχοσλοβάκων αντιστασιακών, ωστόσο αφήνει και κάποια ερωτηματικά σχετικά με το αν απέδωσε ή όχι στον αντιστασιακό αγώνα η εκτέλεση του Χάιντριχ, διότι μετά από αυτό ξεκληρίστηκε όλη η Αντίσταση.
Δεν λέω ότι πρόκειται για μεγάλη ταινία. Μια αντιστασιακή περιπέτεια είναι, σε αυτό τα είδος υπάγεται, δεν πρόκειται για κάποιο βαθύ ψυχογράφημα περί Χάιντριχ, δεν είναι φερειπείν ο «ΝΙΞΟΝ» του ΟΛΙΒΕΡ ΣΤΟΟΥΝ, ούτε επιδιώκει να δώσει σαιξπηρικές διαστάσεις στον ήρωα. Τον αντιμετωπίζει ως ήρωα μιάς πολεμικής περιπέτειας με στοιχεία δράματος κι ανταποκρινόμενοι οι συντελεστές στις επιταγές του είδους, τον βλέπουν τον ήρωα τόσο όσο χρειάζεται ώστε η πολεμική τους περιπέτεια να διαθέτει και μια σεναριακή ποιότητα κι όχι μονοσήμαντες ή σχηματικές καταστάσεις. Η «διόπτρα» της παρατήρησης περί Χάιντριχ αρχίζει και τελειώνει με τις ανάγκες του συγκεκριμένου είδους. Ο Αυστραλός ηθοποιός ΤΖΕΙΣΟΝ ΚΛΑΡΚ ανταποκρίνεται θαυμάσια στα αιτούμενα κι όλως εξαιρετική θα έλεγα πως είναι για μια ακόμα φορά η ΡΟΖΑΜΟΥΝΤ ΠΑΪΚ στο ρόλο της συζύγου, η οποία, σύμφωνα με το σενάριο, έπαιξε καθοριστικό ρόλο πάνω του. Η Πάικ εξελίσσεται σε πρωταγωνίστρια-παρτενέρ εμβέλειας ενώ μπορεί να σηκώσει και ταινία στους ώμους της όπως είχε αποδείξει με «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε».
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός πως ενώ πρόκειται για αγγλόφωνη διεθνή παραγωγή, οι βασικοί δημιουργοί της είναι ΓΑΛΛΟΙ: Ο σκηνοθέτης ΣΕΝΤΡΙΚ ΧΙΜΕΝΕΖ κι η σεναριογράφος ΟΝΤΡΕ ΝΤΙΒΑΝ, που τυγχάνει να είναι και σύζυγος του ενώ βασίζεται σε βιβλίο επίσης Γάλλου συγγραφέα, του ΛΟΡΑΝ ΜΠΙΝΕ.