Σεναριογράφος του φιλμ είναι ο ΑΑΡΟΝ ΣΟΡΚΙΝ, ο πολύς (σεναριακά) Ααρον Σόρκιν, που βασίζεται εδώ στο βιβλίο της αληθινής ηρωίδας, την οποία ενσαρκώνει η ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΪΝ, κι ο οποίος Σόρκιν κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο.
Κι αυτό που διαπίστωσα όταν τελείωσε η ταινία ήταν πως ο Σόρκιν, για την ώρα, κατατάσσεται σε μια ομάδα σεναριογράφων, που ως σεναριογράφοι είναι σημαντικοί, αλλά το σκηνοθετικό, όταν πάνε να σκηνοθετήσουν, δείχνουν σαν να μη «το έχουν».
Κάπου εκεί τοποθετώ κι εκεί αποδίδω την αμηχανία που προκάλεσε σε μένα η ταινία κι όσο κι αν το θέλησα, όσο κι αν το επιδίωξα, δεν μπόρεσα να παρασυρθώ, δεν κατάφερε η ταινία να με συνεπάρει.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ταινία δεν είναι «καλή».
Προσπάθησα να καταλάβω την ηρωίδα. Στο πως μας την έδωσε. Το ξεκίνημα της ως σκιέρ , το ατύχημα της στο σκι και το πώς στη συνέχεια αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διεξαγωγή παιχνιδιών πόκερ που νόμος και τζογαδόροι έριζαν για το αν ήταν ή δεν ήταν παράνομο. Κι η ηρωίδα βρέθηκε να ζει καταστάσεις κινδύνου, ταπείνωσης και διασυρμού για τη διοργάνωση αυτών των χαρτοπαιγνίων. Το «γιατί;» με ακολούθησε σε όλη την ταινία. Μόνο η πρόκληση του ίδιου του κινδύνου θα μπορούσε να είναι η απάντηση, διότι αυτή η πρόκληση την οδήγησε εκεί που την οδήγησε όταν ήταν σκιέρ, η ίδια πρόκληση μπορεί, λέω «μπορεί», να ήταν αυτή που την ώθησε στον τζόγο κι από την άλλη με μπέρδεψε ο ατίθασος χαρακτήρας της που δηλωνόταν στη σχέση με τον πατέρα (με τον οποίο μοιράζεται μια πολύ καλή σκηνή στο τέλος και την παίζουν θαυμάσια τη σκηνή τόσο η Τσαστέιν» όσο κι ο ΚΕΒΙΝ ΚΟΣΝΕΡ στη θέση του ψυχίατρου πατέρα) αλλά δεν δηλωνόταν στο αφεντικό-νταβατζή που την ταπείνωνε και της πέταγε τα κουλούρια στη μούρη επειδή δεν του άρεσαν.
Δεν είναι όμως εκεί το κύριο πρόβλημα , για να είμαι ειλικρινής. Είναι στο διαρκές voiceover όπου η Τσαστέιν δεν παύει ούτε στιγμή σχεδόν, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, να μας αφηγείται την ιστορία της ακαταπαύστως και να βλέπουμε σε εικόνες όσα μας αφηγείται με ένα φρενήρη «σκορσεζικό» ρυθμό, τύπου «Goodfellas» και κυρίως «Casino», όπου περίμενα τους τίτλους φινάλε μήπως και δω στο μοντάζ το όνομα της Θέλμα Σουνμέηκερ, της μοντέζ-σωτήρα του Σκορσέζε. Κι όταν είδα τρία άλλα ονόματα μοντέρ, τότε ξεκαθάρισα οριστικά με τα αίτια και τα αιτιατά μου, με το ότι δηλαδή, για να μιλήσω χοντρικά, ο Σόρκιν δεν επιχείρησε να κάνει σκηνοθεσία με βάση το σενάριο, να βγάλει σκηνοθεσία μέσα από αυτό, όπως κάνουν οι σεναριογράφοι-σκηνοθέτες, παρά σαν να υιοθέτησε μια «έτοιμη» σκηνοθεσία, σαν να μιμήθηκε κάτι «ξένο» δηλαδή και το ανέθεσε σε τρεις μοντέρ εκ των οποίων οι δύο έχουν κι οσκαρικό παρελθόν με υποψηφιότητες. Αρα, ουσιαστικά, τη σκηνοθεσία την είδε «εξωτερικά», ουσιαστικά την ταινία του την έχουν βγάλει οι τρεις μοντέρ!!!!!!!!!!!!!
Ετσι λοιπόν έχουμε μια «φρενήρη» ταινία που μέσα από το μοντάζ μας δείχνει τη ζάλη του πόκερ και κατεπέκταση και της ηρωίδας, σε ακριβή παραγωγή με ωραία νυχτερινά γυρίσματα που μεταφέρουν την αίσθηση της νύχτας και στους εσωτερικούς χώρους .Το άγνωστο γυναικείο όνομα που υπογράφει την φωτογραφία, η ΣΑΡΛΟΤ ΜΠΡΟΥΟΥΣ ΚΡΙΣΤΕΝΣΕΝ , δεν είναι και τόσο άγνωστο από πλευράς τίτλων ταινιών στο βιογραφικό της, είναι Δανέζα, βγαλμένη από τη μεγάλη εκείνη Πανεπιστημιακή Σχολή που έχω επισκεφτεί και στην οποία κάνω συχνά-πυκνά αναφορές και βλέπω, σε συνδυασμό με την υποψηφιότητα μιάς άλλης συναδέλφου της στο Σωματείο Διευθυντών Φωτογραφίας, της Ρέιτσελ Μόρισον στο «Mudbound», πως δεν θα αργήσει η μέρα που θα δούμε γυναίκα και στο Οσκαρ φωτογραφίας- όχι πάντως σε αυτό το φιλμ!
Δηλαδή είναι μια ταινία που μας βάζει «μερικώς» μόνο στον κόσμο του πόκερ, ούτε στη ψυχολογία των παικτών στέκεται και στην μπλόφα ή στα διάφορα σχετικά και σχετιζόμενα, ούτε επίσης στους μαθηματικούς υπολογισμούς μιάς παρτίδας, αλλά στην περίπτωση αυτής της ηρωίδας , της Μόλλυ Μπλουμ, όπως την περιέγραψε η ίδια στο βιβλίο της. Οπότε κι ο Σόρκιν ως σεναριογράφος-διασκευαστής λειτούργησε. Γι αυτό και δεν θα του χρεώσω το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει εμβάθυνση διότι δεν γνωρίζουμε και τους όρους με τους οποίους δόθηκαν τα δικαιώματα του βιβλίου. Θα του πιστώσω ότι το δόμησε ώστε να γίνει σενάριο αλλά τα της σκηνοθεσίας, της πραγμάτωσης δηλαδή σε φιλμ, θα τα κρατήσω με τις ενστάσεις που ανέφερα πιο πάνω.
Η ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΪΝ αποδεικνύει ξανά ότι είναι προικισμένη, ότι είναι απαστράπτουσα, ότι είναι ηθοποιός και γυναίκα μαζί αλλά από την άλλη αυτός ο διαρκής χαμηλός τόνος στην ομιλία της σε αυτή την ταινία που δεν γνωρίζω αν ήταν δική της επιλογή ή μέρος της σκηνοθεσίας, πάντως στη σκηνοθεσία εντάσσεται κι αυτό (διότι τι είναι η σκηνοθεσία; Είναι ολόκληρη η ταινία!)σε συνδυασμό με το διαρκές voiceover δεν φέρνουν το καλύτερο απογειωτικό αποτέλεσμα. Η Τσαστέιν, όμως, έχει τον τρόπο να κερδίζει τα βλέμματα.
Εξαιρετικός παρτενέρ ο ΙΝΤΡΙΣ ΕΛΜΠΑ, τον είδα και στο «ΒΟΥΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ» να «ακομπανιάρει» την Κέητ Γουίνσλετ και διαπίστωσα ότι μπορεί και φτιάχνει με τις συμπρωταγωνίστριες του χημεία κι ελκυστικές αντιθέσεις.