To «αλλά…» έχει να κάνει με το ζητούμενο. Το οποίο βεβαίως κι από πλευράς συνέπειας με αυτό που ήθελε να είναι, δεν μπορεί να κατηγορηθεί με τίποτα.
Ταινία χαμηλών τόνων, ιστορία χαμηλών τόνων (στον τρόπο που την αφηγούνται κι όχι στο περιεχόμενο της το οποίο έχει μπόλικα στοιχεία εξάρσεων), σκηνοθεσία χαμηλών τόνων, ηθοποιία χαμηλών τόνων. Και συντονισμός όλων των ερμηνευτών στον ίδιο χαμηλό τόνο ώστε να μην υπάρχει παραφωνία, να βγαίνει το όλον όπως το σχεδίασαν, το φαντάστηκαν , το θέλησαν.
Όταν το δεις έτσι, διότι έτσι είναι κι αντικείμενο του είναι αυτό που λέγανε παλιά «φέτα ζωής», με την αληθινή ζωή σε πρώτο πλάνο ως τρόπο σκηνοθεσίας (διότι στο σενάριο, επαναλαμβάνω, υπάρχουν εξάρσεις που όμως μένουν στο σενάριο) που εκφράζεται μέσω της ηθοποιίας, όλοι θέλουν να είναι «αληθινοί». Και να μιλούν και να παίζουν όπως θα συνέβαινε στην πραγματικότητα.
Αυτό δείχνει ότι θέλησε η ΓΚΡΕΤΑ ΓΚΕΡΓΟΥΙΓΚ που το έγραψε και το σκηνοθέτησε κι η οποία προέρχεται από το χώρο της ηθοποιίας και προφανώς κι ήξερε πως θα το περάσει όλο αυτό στους ηθοποιούς. Εξού κι η ΣΑΟΡΣΙ ΡΟΝΑΝ στο ρόλο του κοριτσιού από το Σακραμέντο της Καλιφόρνια που θέλει να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει και να μη μείνει καθηλωμένη, εγκλωβισμένη στο περιβάλλον εκείνο που τη σπρώχνουν οι δικοί της, καθώς κι η ΛΟΡΙ ΜΕΤΚΑΛΦ στο ρόλο της μάνας με την οποία η σχέση της κόρης είναι άστα να πάνε, παίζουν σαν αληθινές κόρη και μάνα. Και προτάθηκαν για τα Οσκαρ Α’ και Β’ Γυναικείου Ρόλου αντίστοιχα. Το ίδιο κι οι άλλοι ηθοποιοί που τις πλαισιώνουν όπως ο ΤΡΕΪΣΥ ΛΕΤΣ που παίζει τον πατέρα ή τα δύο νέα αγόρια που τα ξέρουμε από άλλες ταινίες στις οποίες διακρίθηκαν: Ο ΛΟΥΚΑΣ ΧΕΤΖΕΣ περσινός οσκαρικός υποψήφιος για το ρόλο του ανιψιού του Κέισυ Αφλεκ στο «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» κι ο ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ που έλαμψε φέτος στο «Να με φωνάζεις με το όνομα σου» κι είναι στην πεντάδα του Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου όπου λογικά περιμένει να … χειροκροτήσει τον Γκάρι Ολντμαν όταν έρθει εκείνη η ώρα.. Ναι, τα δύο αγόρια που διακρίθηκαν σε άλλες ταινίες, εδώ περνούν λίγο υποτονικά. Θα μου πείτε πως βεβαίως έχουν σημασία κι οι ρόλοι κι ούτε συζήτηση περί αυτού. Όμως είναι και δύο παιδιά με νεύρο και φιλοδοξία και κάπου εδώ το υπερ-χαμηλότονο της διδασκαλίας σαν να τους έχει περιορίσει και τα εκφραστικά μέσα- στην περίπτωση του Χέτζες λιγότερο..
Θέλω να πω λοιπόν, επειδή την ταινία την είδα δύο φορές διότι την πρώτη κυριάρχησε ο θεατής εαυτός μου κι έπρεπε να της δώσω μια δεύτερη ευκαιρία, όπου το μόνο που συνέβη την δεύτερη φορά ήταν λίγη παραπάνω κατανόηση και τίποτε περισσότερο, είναι πως εντάξει, ασπάζομαι τη συνέπεια της Γκρέτα Γκεργουιγκ σε αυτό που επιδίωξε. Και δεν μπορώ να φανώ εγώ ασυνεπής με τις θέσεις μου, όταν διακηρύσσω στα πιστεύω μου ως κριτικός , όπως μου τα μάθανε κάποιοι σπάνιοι δάσκαλοι στα εφηβικά νιάτα μου, πως δεν ζητάμε από ένα έργο να ήταν κάτι άλλο από αυτό που το ίδιο θέλησε. Δεκτόν. Δεν του ζητώ να είναι κάτι άλλο μα προσωπικά αυτό το χαμηλότονο, αυτό το ξέπνοο, αυτό το άνευρο, αυτή η υποτονικότητα όσο κι αν δηλώνεται ως άποψη, και είναι άποψη, κάπου προσωπικά με κούρασε. Από όλο αυτό το καλλιτεχνικά χαμηλόφωνο, σε μένα έμεινε μια υποτονικότητα. Κι ως άποψη, δεν μπορώ να τη δεχτώ παρά τη συνέπεια της. Δηλαδή ποιά είναι η άποψη; Να τα δείχνουμε άνευρα ενώ οι άνθρωποι του σεναρίου έχουν νεύρο. Δεν τους παίζουν όμως με νεύρο οι ηθοποιοί. Ως σκηνοθετική άποψη.