Καταρχάς να πούμε ότι πρόκειται για έργο περιεχομένου. Βασίζεται σε βιβλίο που δείχνει να έλκει την καταγωγή του από τους μεγάλους της κλασικής, πλέον, αμερικανικής λογοτεχνίας, κυρίως τον Τζον Στάινμπεκ και τον Ουίλιαμ Φώκνερ.
Ο Νότος και η κοινωνική αναφορά σε συνύφανση, με επίκεντρο το φυλετικό ζήτημα
Τόπος είναι μια αγροτική περιοχή του Μισισίπι, της Πολιτείας δηλαδή κι όχι του ποταμού, Χρόνος το 1945 με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι υπάρχουν κι οι flash-back αναφορές είτε τις βλέπουμε είτε μας τις διηγούνται.
Η συνύφανση δεν περιορίζεται μόνο στην περιοχή και στο κοινωνικό ζήτημα αλλά επεκτείνεται και στα υλικά της δράσης. Δύο οικογένειες, στην ίδια περιοχή, στην ίδια γη. Λευκοί και μαύροι. Οι λευκοί είναι ιδιοκτήτες της γης εκ κληρονομιάς, οι μαύροι είναι αυτοί που δουλεύουν τη γη. Τα παιδιά και των μεν και των δε υπηρέτησαν μαζί στον πόλεμο. Και κάπου εκεί, ενώθηκαν, έγιναν φίλοι. Η επιστροφή όμως τους προσγειώνει στην πεζή πραγματικότητα, σαν να μην άλλαξε τίποτα, σαν να βρίσκονται και πάλι σε διαχωρισμένους κόσμους.
Η συνύφανση προχωρά και στα εσωτερικά των δύο οικογενειών. Μαζί με το εν γένει κοινωνικό, φυλετικό πρόβλημα, υπάρχουν κι εσωτερικά προβλήματα μέσα στις δύο οικογένειες.
Το σενάριο, λοιπόν, έχει μαζέψει τα υλικά του βιβλίου και τα έχει συνυφάνει με τρόπο ενδιαφέροντα, όπου το ένα θέμα μπαίνει μέσα στο άλλο, το ένα μπλέκεται με το άλλο κι η πλέξη βγάζει ένα ενδιαφέρον δράμα περιεχομένου. Οπου, ναι μεν έχουμε ξαναδει τέτοια αλλά επειδή πρόκειται για ιστορίες ανθρώπων κι οι άνθρωποι είναι εκατομμύρια κι ο καθένας έχει να πει πάνω σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα τη δική του ιστορία, δεν χάνει το ενδιαφέρον του, ακριβώς επειδή έχουν ενδιαφέρον οι άνθρωποι, κυρίως στο πως συνθλίβονται μέσα στο κυρίαρχο ζήτημα κι όχι τόσο ως πορτραίτα ψυχογραφήματος.
Στην κινηματογραφική απόδοση αυτού του σεναριοβιβλίου βλέπουμε ένα συνολικό cast, χωρίς ξεχωριστές προσωπικότητες αλλά με συμπαθείς παρουσίες (ΚΑΡΕΪ ΜΑΛΙΓΚΑΝ, ΤΖΕΗΣΟΝ ΚΛΑΡΚ κα), να αναλαμβάνουν να ζωντανέψουν τους ανθρώπους του έργου κι η επιλογή δείχνει ότι μάλλον θέλησαν να προβάλλουν μέσω των ανθρώπων το περιεχόμενο και να μην γίνει focus σε κάποιον από αυτούς. Ξεχωρίζει η ΜΑΙΡΗ ΜΠΛΑΪΤΖ που παίζει τη μάνα της μαύρης οικογένειας κυρίως για το πώς βυθίζεται μέσα στο ρόλο και γίνεται μια άλλη. Διότι, αν δει κανείς τη φυσιογνωμία της ηθοποιού στην πραγματική ζωή , μόνο σε αυτή τη μάνα δεν παραπέμπει η εικόνα της. Αυτό είναι ένα προσωπικό επίτευγμα της ηθοποιού, έχει όμως μερτικό κι ο castingdirector. Κι η συγκεκριμένη, εκτός από ηθοποιός είναι κι η συνθέτης του τραγουδιού που προτάθηκε για Οσκαρ, του «mighty river», αυτού του «gospel» που ακούγεται στο τέλος της ταινίας και καθρεφτίζει όλη την ταινία. Κι είναι από αυτά, με τα οποία η Αφρο-Αμερικανίδα σκηνοθέτης ΝΤΗ ΡΗΣ, κατάφερε να «μπει» σκηνοθετικά στην ταινία . Όπως μπήκε , σε συνεργασία με άλλο σεναριογράφο, τον ΒΙΡΤΖΙΛ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ, στη μετατροπή του βιβλίου σε σενάριο, αν κι εδώ μάλλον παίρνει ισχυρότερα credits ο τελευταίος, ο οποίος είναι και παραγωγός κι έχει μια ματιά κινηματογραφικής λειτουργικότητας του σεναρίου. Η κινηματογραφική ματιά της Ρης τελειώνει με τη φωτογραφία όπου η διευθυντής φωτογραφίας ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΟΡΙΣΟΝ δημιουργεί την όψη με τους φωτισμούς που γίνεται αισθητική ταυτότητα της ταινίας, μια φωτογραφία όπου η «λάσπη» του τίτλου κι η «μαύρη» ματιά απέναντι στο θέμα αλλά και στις δύο οικογένειες- είναι προφανές ότι το έργο κοιτάζει το ζήτημα από τη μεριά των μαύρων κι όχι των απολύτως ίσων αποστάσεων- εκφράζεται από την κατασκότεινη φωτογραφία η οποία εκφράζει περισσότερο τη σκηνοθεσία από την ίδια τη σκηνοθεσία. Κι η ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΟΡΙΣΟΝ γίνεται η πρώτη γυναίκα διευθυντής φωτογραφίας που προτείνεται για Οσκαρ.
Διότι στη σκηνοθεσία, στο σύνολο, σε αυτό που είναι η ταινία, η ΝΤΗ ΡΗΣ και το φιλμ, παρουσιάζουν προβλήματα στην αφήγηση και στο ρυθμό. Επειδή όλα είναι σκηνοθεσία αλλά και επίτευγμα του ειδικού που τα φέρνει εις πέρας και πολλές φορές βγάζει λάδι τη σκηνοθεσία ή δικά του τα πιστώνει σε αυτήν, η Ρης δεν τα κατάφερε το ίδιο με το μοντάζ όσο τα κατάφερε με τη φωτογραφία.
Το έργο έχει πρόβλημα στην αφήγηση (όχι στην εξιστόρηση- που είναι το σενάριο) και στο ρυθμό κι ενίοτε «κάθεται», καταλήγει σε μερικά σημεία και πληκτικό ή δυσκίνητο. Εδώ ξαφνικά η φωτογραφία επιβαρύνει τη θέση της, το έργο καταντά ακόμα πιο βαρύ λόγω της σκοτεινιάς και φυσικά σε αυτό ΔΕΝ φταίει με τίποτα η φωτογραφία αλλά τα skills που λέμε και στον ….Πειραιά, οι ικανότητες, η επιδεξιότητα της σκηνοθέτη προς όλα τα επίπεδα που κάνουν μια ταινία να λειτουργεί ως σύνολο. Πιθανόν να μην της έδωσε κι ο μοντέρ τις ανάλογες λύσεις που της έδωσε η διευθυντής φωτογραφίας. Διότι το σινεμά είναι ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ!!!!!!!!
Ως περιεχόμενο πάντως, αγγίζει κάποιες καρδιές κι αυτό το σημειώνουμε!!