Διότι το φιλμ του ΝΤΟΝΑΤΟ ΚΑΡΙΖΙ, ο οποίος μου ήταν άγνωστος, και πώς να μην είναι αφού ήταν πρωτοεμφανιζόμενος, ήταν ένα έργο απίστευτης πληρότητας, ικανότητας, και κινηματογραφικότητας πέρα για πέρα. Ένα αστυνομικό έργο με φοβερή γραφή (σεναριογράφος και σκηνοθέτης είναι το ίδιο πρόσωπο), με πλοκή, ανατροπές, προεκτάσεις κι εκπλήξεις, ένα από τα καλύτερα του είδους που βλέπουμε στη φετινή χρονιά, ένα αστυνομικό που δίνει βάρος στην ψυχολογία και στους ανθρώπινους χαρακτήρες, ένα έργο που κατά την εξέλιξη της ιστορίας του αυτό που μας προβάλει κυρίως είναι οι άνθρωποι κι οι χαρακτήρες και το πώς εξελίσσονται. Ενώ καραδοκούν οι αστυνομικές ανατροπές. Ενα έργο ολοκληρωμένο και πληρέστατο, ένα έργο που δείχνει σαν να προήλθε από εμπειρότατο σκηνοθέτη και σεναριογράφο.
«Το κορίτσι στην ομίχλη» του τίτλου, χάθηκε ξαφνικά από το σπίτι του , κάπου σε μια επαρχιακή πόλη, απομονωμένη, καθώς έφυγε για να πάει στη Θεία Λειτουργία. Βαθιά Καθολικοί οι γονείς, συντηρητικοί ως εκεί που δεν παίρνει, θεοσεβούμενοι και θεοφοβούμενοι σε υπέρτατο βαθμό, ανάλογη κι οι κοινωνία που τους περιβάλει, μικρός ο τόπος, ο ένας γνωρίζει πολύ καλά τα μυστικά του άλλου και… το κορίτσι χάθηκε.
Την υπόθεση αναλαμβάνει «λεκιασμένος» αστυνομικός, ο οποίος έχει χρεωθεί λανθασμένη διάγνωση σε προηγούμενη υπόθεση, υπηρέτης των media στα οποία καταφεύγει για να προωθεί τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, ο οποίος παρακολουθείται από ψυχίατρο. Αυτά συμβαίνουν στην πρώτη σκηνή, σε μια εκπληκτική κι από πλευράς ηθοποιίας σκηνή , όπου ο ΤΟΝΙ ΣΕΡΒΙΛΟ στο ρόλο του ερευνητή κι ο ΖΑΝ ΡΕΝΟ στο ρόλο του ψυχίατρου, παίζουν ένα εκπληκτικό «τένις» ερμηνειών. Και θα τους δούμε και παρακάτω στο πως αναπτύσσουν αυτό το «τένις» καθώς προχωρά η υπόθεση αν κι η μερίδα του λέοντος από πλευράς ρόλου στο σενάριο ανήκει στον Σερβίλο. Ωστόσο κι ο Ζαν Ρενό δείχνει την κλάση του την οποία τελευταίως όλο και παραμελεί συμμετέχοντας σε περιπέτειες κι έργα δράσης που δεν του δίνουν και πολλές ερμηνευτικές ευκαιρίες του να δείξει ποιος πραγματικά είναι. Η εισαγωγική σκηνή, όμως, είναι θαυμάσια κι από πλευράς γραψίματος διότι απευθείας μας βάζει στην ίντριγκα γύρω από το κορίτσι που εξαφανίστηκε αλλά κι από την αινιγματική σχέση των δύο ανδρών. Σοφά ποιών ο γνώστης Ντονάτο Καρίζι, μας αρπάζει από τα μούτρα με το ξεκίνημα και μετά μας «κεντρίζει» σιγά σιγά. Διότι στην ιστορία εμπλέκεται σχεδόν όλη η περιοχή, για το κάθε εμπλεκόμενο πρόσωπο στήνεται χαρακτήρας αλλά και μια «υποψία» που το συνοδεύει, στην ιστορία μπαίνει και το παρελθόν κάποιων χαρακτήρων αλλά ξετυλίγεται πάλι σοφά από το σενάριο το παρελθόν και του ερευνητή , και ενώ έχουμε καθαρή αστυνομική πλοκή, συνειδητοποιούμε ότι το βάρος πέφτει στην ψυχολογία . Μόνο που δεν κάνει το λάθος που έκαναν οι αγαπημένες μου «τρεις πινακίδες έξω από Εμπινγκ στο Μισούρι» και φυσικά, παρόλο ότι το εξελίσσει σε ψυχολογικό δράμα, τον δολοφόνο στο τέλος μας τον αποκαλύπτει. Μας βγάζει την ψυχή αλλά μας τον αποκαλύπτει. Βασική αρχή! Και δεν πρέπει να παραβιάζεται… Το δηλώνουν κι οι Ιταλοί (κινηματογραφιστές!)
Το έργο διαθέτει ατμόσφαιρα κι ηθοποιία, φωτογραφία υποβλητική, σκοτεινή, υποβάλει αίσθηση παγωνιάς στην ιταλική επαρχία της αγωνίας και των Χριστουγέννων, κι είναι ενδιαφέρον να δούμε (αυτό για όσους ενδιαφέρονται να μαθαίνουν σινεμά και τη μύηση στο πως γίνεται) ότι οι Ιταλοί κινηματογραφιστές την φωτογραφία την προσπερνούν ως βοηθητική στην όλη κατάσταση της ατμόσφαιρας κι ότι «credito» για όλα αυτά δίνουν στη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ που ήταν κι η τρίτη υποψηφιότητα της ταινίας στα «David di Donatello» μαζί με το σενάριο και τη σκηνοθεσία πρωτοεμφανιζόμενου η οποία ήταν κι αυτή που κέρδισε. Ναι, στη σκηνογραφική διεύθυνση πέφτει το βάρος, αφενός στην επιλογή του χρώματος που έχει ως απόχρωση την ομιχλώδη εκδοχή του καθενός της ίριδος κι αφετέρου τους τόπους τους φυσικούς που διαδραματίζεται η ιστορία αλλά και τους εσωτερικούς χώρους των προσώπων που συμμετέχουν στη δράση .
Ο Ντονάτο Καρίζι οργανώνει ,ως σκηνοθέτης του σεναρίου του, με θαυμάσιο τρόπο τη μετατροπή σε ταινία, πως το ζητούμενο είναι να κάνει καλή ταινία. Το θαυμάσιο μοντάζ έχει προεπιλεγεί από τον τρόπο γραφής του σεναρίου κι είναι ολοφάνερο, οι σκηνές είναι σύντομες και περιεκτικές και βοηθούν στην κλιμάκωση κι επιπλέον υπάρχει βάρος στους ρόλους εξού κι έχουμε εκπληκτική ηθοποιία από όλους. Αξίζει να αναφερθεί κι η αγνώριστη στις μέρες μας ΓΚΡΕΤΑ ΣΚΑΚΙ , η οποία συμμετέχει στο δεύτερο μέρος της ταινίας με ένα ρόλο –κλειδί την υπόθεση, στο μπέρδεμα αλλά και στο ξεμπέρδεμα της πλοκής, κι είναι μία άλλη Γκρέτα Σκάκι από εκείνη που ξέραμε στις δεκαετίες του 80 και του 90…Σας την επισημαίνω ποια είναι, εμφανίζεται στα μισά του δεύτερου μέρους, είναι η απομονωμένη δημοσιογράφος του παρελθόντος που ερευνά παλιές υποθέσεις . Σημειώνω επίσης και τον ΑΛΕΣΙΟ ΜΠΟΝΟ στο ρόλο του καθηγητή, ενός ηθοποιού από τη "χαμένη γενιά" των Ιταλών πρωταγωνιστών στις τελευταίες δεκαετίες , χαμένη γενιά για τους Ελληνες θεατές που δεν τους παρακολουθήσαμε διότι δεν μας έφεραν τις ταινίες τους φοβούμενοι οι διανομείς τι θα πουν τα "αστεράκια";
Κάνω ΕΚΚΛΗΣΗ και για αυτήν την ταινία στο να τη δείτε και να μην παρασυρθείτε από την «αστερόσκονη» και τη χάσετε όπως χάσατε και το «ραντεβού εκεί ψηλά» καθώς κι όλες τις ευρωπαϊκες ταινίες που τις βαθμολογούν με βάση τη θεωρία του auteur και τις στερούν από το κατευθυνόμενο από τις βαθμολογίες κοινό που παπαγαλίζει «φιλοευρωπαϊσμό» αλλά στην πράξη τον διαψεύδει και δεν παίρνει χαμπάρι από το τι γίνεται στο ευρωπαϊκο σινεμά, και στο πως υπηρετούν κι η Ιταλία όπως κι η Γαλλία κι οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ. Δεν ξέρουν τους κανόνες των ειδών ώστε να κρίνουν με βάση αυτούς και καταφεύγουν στην ευκολία του auter-ισμού