Η υπόθεση, που βασίζεται σε μυθιστόρημα του ΠΙΕΡ ΛΕΜΑΙΤΡ και διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο από τον ΑΛΜΠΕΡ ΝΤΥΠΟΝΤΕΛ, που είναι όχι μόνο σεναριακός διασκευαστής αλλά και ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ και ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ της ταινίας, μας μεταφέρει στις τελευταίες μέρες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν την ανακωχή. Σε ένα χαράκωμα θα γεννηθεί μια φιλία: Ανάμεσα σε δύο στρατιώτες. Ο Εντουάρ θα σώσει τη ζωή του Αλμπέρ, όμως, ένα βλήμα θα σακατέψει το πρόσωπο του πρώτου. Και τότε θα αναλάβει δράση ο Αλμπέρ, θα στείλει ένα γράμμα στους πλούσιους οικείους του Εντουάρ πως ο γιός τους έπεσε ηρωικά μαχόμενος διότι ο Εντουάρ αφενός δεν θέλει να τον βλέπουν παραμορφωμένο και σακάτη αλλά δεν θέλει και να ξαναδεί τον πλούσιο πατέρα του ο οποίος μια ζωή τον απέρριπτε επειδή ο γιός είχε καλλιτεχνικές τάσεις και δεν ταίριαζε με το «μπουρζουά» προφίλ της οικογένειας.
Και τώρα αρχίζει το μπλέξιμο. Διότι υπάρχει ο σατανικός αξιωματικός Ανρί (που τον παίζει ο έξοχος ΛΩΡΑΝ ΛΑΦΙΤ της «Comedie Francaise» κι ήταν υποψήφιος για «Σεζάρ» β΄ ανδρικού ρόλου αλλά το έχασε από τον ΑΝΤΟΥΑΝ ΡΕΙΝΑΡΤΖ, που υποδυόταν τον «αρχηγό» της ACT UP στο «120 ΚΤΥΠΟΙ ΤΟ ΛΕΠΤΟ») (το ίδιο ισχύει και για τον άλλε εκπληκτικό ηθοποιό της ταινίας, τον ΝΙΛ ΑΡΕΣΤΡΟΥΠ που παίζει τον πατέρα), ένας αιμοβόρος, πολεμοχαρής άνθρωπος ο οποίος στη συνέχεια θα προχωρήσει σε εμπόριο νεκρών (δεν λέω λεπτομέρειες επ’ αυτού, αξίζει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας διότι έχουν να κάνουν πολύ με την εξέλιξη της κύριας υπόθεσης) και οι ήρωες μας θα τον βρουν παρακάτω. Καθότι ο Αλμπέρ , στη μεταπολεμική ζωή όπου θα φυτοζωεί, θα παρέχει άσυλο στον παραμορφωμένο Εντουάρ, ο οποίος Εντουάρ θα καταφύγει στην Τέχνη προκειμένου να καλύψει τα τραύματα του προσώπου και οι δύο σύντροφοι θα προχωρήσουν και στην εκδίκηση. Τόσο απέναντι στο γαλλικό κράτος που επέτρεψε το «εμπόριο πτωμάτων του πολέμου» όσο και των πλούσιων οικείων του Εντουάρ όπου θα παρεισφρήσει, ως σώγαμπρος, ο αιμοβόρος. Το φινάλε είναι η απόλυτη και κυριολεκτική ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ.
Μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το φινάλε έχουμε απολαύσει ένα σύνολο που δεν ξέρουμε από πού να το πρωτοπιάσουμε. Για να μη «χαθούμε», ας το πιάσουμε από τα 5 «ΣΕΖΑΡ» (ΣΣ. Στο κείμενο τα γράφω με ελληνικά στοιχεία, στον πρόλογο τα είχα με λατινικά ώστε να «συνάδουν» με τα των Ιταλών) που κέρδισε τα οποία αφορούν στη ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ, στο ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΣΕΝΑΡΙΟ, στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, στη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ και στα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ. Κι αυτά όλα μαζί συναποτελούν τη σκηνοθεσία και τα στοιχεία τα οποία επικαλείται αυτή ή στα οποία εστιάζεται ώστε να δώσει κινηματογραφική σάρκα και μορφή στο μυθιστόρημα και να παντρέψει το ρεαλισμό με τα στοιχεία ποίησης που ενσκήπτουν κατά τη διάρκεια, τα οποία απογειώνουν την ταινία. Και μας παρέχουν εικόνες καρτ-ποσταλικές αλλά και κίνηση της κάμερας σε συνδυασμό με φωτισμούς που ορίζουν τη μαγεία, μέσα σε ντεκόρ που αναπαριστούν τις πρώτες μέρες της δεκαετίας του 20 στο Παρίσι όπου «αντιμάχονται» φτωχογειτονιές και μέγαρα εκπληκτικής, λεπτής διακόσμησης στα οποία κατοικούν οι πλούσιοι και ειδικώς οι οικείοι του θεωρούμενου νεκρού Εντουάρ ,με τα κοστούμια να συμπληρώνουν αυτή την πανέμορφη εικόνα. Μια εικόνα στην οποία μπορεί να βρει κανείς χίλιες όσες αναφορές σε διεθνές και γαλλικό σινεμά (εγώ θα μείνω στον Ζωρζ Φρανζύ και το «Μάτια χωρίς πρόσωπο» τον οποίο ο σκηνοθέτης Ντυποντέλ κουβαλά ως βίωμα χωρίς στάλα μίμησης και τον εντάσσει σε ένα κλίμα που αντί να ψάχνουμε να βρούμε τι θυμίζει, καλύτερα να καθίσουμε στα αβγά μας και να το απολαύσουμε) όπου σε όλο το ρυθμό και τη δράση εισπράττουμε συναισθήματα, απόλαυση, περιέργεια. Το δε μοντάζ ακολουθεί τη δουλειά της κάμερας (κάπως περίπου όπως στη «μορφή του νερού», κάπως περίπου έτσι μπαίνει και το υπερβατικό στοιχείο με τις μεταμφιέσεις με τις οποίες καλύπτει τα σημάδια του το ανθρώπινο και ρομαντικό «τέρας»), αλλά ήταν μοιραίο να χάσει στα «Σεζάρ» από το «μπιτάτο» του «120 κτύποι το λεπτό» όπου όλο το μοντάζ εκεί γινόταν θαρρείς πάνω στους κτύπους της καρδιάς. Προσωπική λύπη θα εκφράσω για τη μουσική που δεν βραβεύτηκε κι έχασε κι αυτή από το «120 κτύποι το λεπτό» όπου πήρα το μάθημα πως οι Γάλλοι κινηματογραφιστές ψήφισαν με βάση τη λειτουργικότητα κι όπου η μουσική ακολουθούσε το μοντάζ, και δεν μου έκαναν τη χάρη να ψηφίσουν υπέρ του δραματικού κομματιού και της εκπληκτικής μεγάλης ορχήστρας που συνοδεύει και τονίζει αυτό το grand film. Φυσικά και μια τέτοια μουσική ήθελε το «Ραντεβού εκεί ψηλά», μουσική παλαιομοδίτικης δραματικότητας που τη λάτρεψα προσωπικά αλλά οι Γάλλοι κινηματογραφιστές πρόκριναν επί τελικού κοσκινίσματος και πάνω στη λειτουργικότητα του αποτελέσματος. Κι όχι με βάση τη «θεματάρα», την «κοματάρα» και τα λοιπά γελοία που διαβάζουμε όταν αναφέρονται στα Οσκαρ οι ανεπαρκείς.
Ωστόσο, η πανέμορφη αυτή ταινία, τιμήθηκε μεν για τη ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ και το ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΣΕΝΑΡΙΟ, όμως δεν πήρε και την «καλύτερη ταινία» όπου κι οι Γάλλοι κινηματογραφιστές προτίμησαν να πριμοδοτήσουν έργο κοινωνικού μηνύματος κι έριξαν την ψήφο του καλύτερου έργου στο «120 κτύποι το λεπτό».
Σας δίνω αυτά τα στοιχεία, καθώς θα απολαμβάνετε το φιλμ, έτσι για τη δική σας μελέτη και κατατόπιση κι επαναλαμβάνω τη λέξη «ΕΚΚΛΗΣΗ» πως είναι κρίμα ένα τέτοιο φιλμ να προβάλλεται σε άδεια καθίσματα κι οι θεατές, ειδικά οι γκρινιάρηδες που λένε ότι «δεν υπάρχουν έργα», να χάνουν την απόλαυση μιάς τέτοιας ταινίας.