Η μία ήταν το υπερ-αποτυχημένο «ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΟΣ ΛΟΦΟΣ» (αγγλικά «BOOM») που μπορεί να βασιζόταν σε έργο του ΤΕΝΕΣΗ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ, μπορεί να είχε απλόχερο παραγωγό τον ΚΑΡΛΟ ΠΟΝΤΙ, μπορεί να είχε παρτενέρ της τον ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΑΡΤΟΝ, το έργο όμως κατέληξε σε χάος. Παρόλα αυτά, η εκτίμηση προς τον Λόουζυ από μέρους της δεν υποβαθμίστηκε κι η αμέσως επόμενη ταινία της ήταν αυτή εδώ. Η οποία δεν είχε καμία σχέση με τον «Ανεμοδαρμένο λόφο», είναι ένα φιλμ εξαιρετικά προχωρημένο για την εποχή του, που δικαιολογείται κι η περιορισμένη εμπορική επιτυχία του, όπου η Τέιλορ το είχε προβλέψει και φρόντισε τότε να απασχολήσει τη δημοσιότητα παραλλήλως με «νέα προβλήματα υγείας», όπου όλοι νομίζαμε και πάλι πως θα πεθάνει αλλά δεν πέθανε….
Πρόκειται για ένα ψυχολογικό δράμα, το οποίο ακολουθεί διαδρομή θρίλερ αλλά δεν πρόκειται για θρίλερ, μάλλον μπεργκμανικά κατάβαθα διαθέτει κι ο Λόουζυ τα δίνει όλα, και για την ταινία και για την πρωταγωνίστρια του, με την οποία φαίνεται στο φιλμ πως λατρεύονται.
Καταρχάς ξεκινάμε από ενδιαφέρον casting. Παρτενέρ της Τέιλορ σε αυτή την ταινία δεν είναι ο Μπάρτον αλλά η ΜΙΑ ΦΑΡΟΟΥ (την ίδια χρονιά που κάνει και «ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΗΣ ΡΖΜΑΡΙ» κι είναι στα πολύ πάνω της) κι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΗΤΣΑΜ. Σούπερ τρίγωνο. Και το ενδιαφέρον είναι πως Τέιλορ και Φάροου παίζουν ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ παρακαλώ κι η Τέιλορ όταν κάνει αυτή την ταινία είναι μόλις 36 χρονών. Θα μου πεις, στην «Βιρτζίνια Γουλφ» ήταν 34!!!!. Κι ένα από τα στοιχεία που διακρίνονταν στην Λιζ ήταν η ωρίμανση που έδειχνε αφού στη «Λυσσασμένη γάτα» ήταν μόλις 26. Όταν, όμως, παίζεις στο σινεμά από παιδάκι, όταν απασχολείσαι από τα 10 σου χρόνια με αποκλειστικό συμβόλαιο, όταν σχολείο πηγαίνεις στην «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ», κανονικό σχολείο, κυριολεκτικό, κι όταν έχεις παίξει όλα αυτά που έχεις παίξει χωρίς ποτέ να έχεις πάρει μαθήματα υποκριτικής αλλά μαθαίνεις να υπακούς στο ένστικτο και στον καλό σκηνοθέτη («όταν ήταν ο σκηνοθέτης καλός ήμουν κι εγώ καλή κι όταν δεν ήταν, ήμουν κι εγώ χάλια»- ήταν το μότο της) τότε γιατί να μας κάνει εντύπωση που στα 36 της παίζει τη μάνα της Μία Φάροου;
Όμως τι είδους μάνα παίζει;
Λοιπόν το έργο μας ξεκινά με πολύ σασπένς όπου η μαυροφόρα Τέιλορ επισκέπτεται νεκροταφείο αλλά στο λεωφορείο μέσα την πλησιάζει πιεστικά μια κοπέλα, η Φάροου, επίσης μαυροφόρα, και τη λέει «μαμά». Η Τέιλορ προσπαθεί να την αποφύγει, πηγαίνει στο νεκροταφείο η Φάροου την ακολουθεί και στη συνέχεια και μετά από ξιφουλκήσεις καταλήγουν στο σπίτι της Φάροου. Φωτογραφίες γαμήλιες, μητρικές με μάνα και παιδί, η Τέιλορ παρούσα σε όλες… Τι γίνεται; Μια μυστικότητα απλώνεται παντού, εισέρχονται και συγγενείς (όπου κι εδώ έχει καταπληκτικά στηρίγματα η Τέιλορ διότι δύο κακόβουλες θείες παίζονται από την μέγιστη ΠΕΓΚΥ ΑΣΚΡΟΦΤ και την εκπληκτική ΠΑΜΕΛΑ ΜΠΡΑΟΥΝ) για να οδηγηθούμε σε ένα ψυχαναλυτικό παιχνίδι εμβάθυνσης, μπεργκμανικής πέρα για πέρα, όπου ουσιαστικά έχουμε μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της και μια κόρη που έχει χάσει τη μάνα της. Κι ανάμεσα στις δύο γυναίκες μπαίνει ένα παιχνίδι ταυτοποίησης που δεν είναι από τα συνηθισμένα, που μόνο σε ταινίες του Μπέργκμαν χωρεί. Κι όπου στο «Μεγάλο μυστικό της» αυτό που θαυμάζουμε πέρα από την Τέιλορ η οποία είναι παραπάνω από εκπληκτική στο ρόλο της (κι εδώ επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά το «όταν ήταν ο σκηνοθέτης καλός, ήμουν κι εγώ καλή», και φαίνεται η αγάπη που της έχει ο Λόουζυ κι η δική της εμπιστοσύνη σε αυτόν) είναι κι ο ίδιος ο Λόουζυ. Ο οποίο δεν πάει να μιμηθεί τον Μπέργκμαν, όμως, σαφέστατα επηρεάζεται από τις ταινίες του.
Ρόλο κλειδί στην ταινία έχει ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΗΤΣΑΜ σε ένα πολύ ενδιαφέρον και παράξενο ζευγάρωμα με την Λιζ, ο οποίος είναι ο πατριός της Μία Φάροου που την έχει κάποτε σεξουαλικά κακοποιήσει.
Το έργο είναι πολύ προχωρημένο σε περιεχόμενο, έτος 1968 και να μιλάει ευθαρσώς για ενδο-οικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση κλπ καθώς και για άλλα, είναι όμορφο και ως σινεμά, γυρισμένο στο Λονδίνο, με θαυμάσια χρωματική αποτύπωση του γκρίζου αν και στη χρωματική επιλογή προηγούνται το σκούρο μπλέ ή και το μωβ, είναι έργο ατμόσφαιρας, που δεν σε αφήνει ούτε δευτερόλεπτο χωρίς να σε έχει στην τσίτα αλλά καταλαβαίνουμε και τι έγινε τότε. Τουλάχιστον ο υποφαινόμενος έχει την τάση όταν βλέπει ένα έργο, να προσπαθεί να το κατανοήσει ή να το αισθανθεί με τους κανόνες και τους νόμους της εποχής που έγινε. Με τους νόμους του Ενεστώτα.
Πραγματικά αντιλαμβάνομαι πέρα για πέρα την αποτυχία του στα ταμεία, κι εκτιμώ ακόμα περισσότερο τη μεγαλοσύνη της Τέιλορ να πάρει τέτοια ρίσκα και να μην την νοιάζει διότι ήξερε, όπως είπα και πιο πάνω, να παίρνει τη δημοσιότητα που ήθελε με άλλο τρόπο, και κάπου καταλαβαίνω, όμως , ότι αυτό μπορεί και να την κούρασε. Ετσι όπως έβλεπα ξανά το φιλμ. Από που το συμπεραίνω; Απ΄ το ότι δεν ενεπλάκη στο σινεμά των 70ς και με τους νέους σκηνοθέτες καθοριστικής σημασίας για το αμερικάνικο σινεμά, που ενέσκηπταν στη δεκαετία 70. Σαν να αισθάνθηκε ότι τέλειωσε με τις καλλιτεχνικές της απόπειρες και ότι θα κάνει ταινίες μόνο για να συντηρούν το publicity της.
Εκπληκτικό «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ».