Το «giallo» διαφέρει από το «FILM DELL’ ORRORE» που είναι η «ταινία τρόμου» ή «φρίκης» και που συμπεριλαμβάνει τα ονόματα των ΝΤΑΡΙΟ ΑΡΤΖΕΝΤΟ και ΜΑΡΙΟ ΜΠΑΒΑ (και μερικούς ακόμα αξιολογότατους) αλλά δεν είναι «αστυνομική». Πολλοί τα συγχέουν κυρίως με τη θεωρία του auteur που περιορίζει την κινηματογραφική πληροφόρηση στους παραπάνω, συγχέει το ένα είδος με το άλλο και περιφρονεί ένα ολόκληρο είδος, το αστυνομικό. Ετσι πολλοί, για να μην πω οι περισσότεροι, ή ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι δεν υπάρχει ιταλικό αστυνομικό ή ως παπαγάλοι του auter-ισμού νομίζουν πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν με τον Αρτζέντο και τον Μπάβα των οποίων το είδος είναι κάπως διαφορετικό.
Το «CODA DELLO SCORPIONE» δηλαδή «Η ΟΥΡΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ» είχε παιχθεί στα μέρη μας εκεί κατά το 1972 με 73,με τίτλο «Η ΑΥΓΗ ΤΩΝ ΜΑΥΡΩΝ ΣΤΙΛΕΤΤΩΝ”, την είχα δει πιτσιρικάς κι ως πιτσιρικάς την είχα ΛΑΤΡΕΨΕΙ. Διότι οι σκηνές ήταν υποβλητικές και σου προκαλούσε συναισθήματα αγωνίας και φόβου ακόμα και στα ημερήσια πλάνα. Τα «ρέστα», όμως , ήταν τα εσωτερικά πλάνα που με τους άρτιους φωτισμούς της φωτογραφίας σου έδιναν την εντύπωση νυχτερινών.
Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΕΡΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΣΤΑ «ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ» του PANTIMO.GR ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΑ ΕΚΤΟς ΑΠΟ ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ «GIALLO”: Η ΤΑΙΝΙΑ ΕΧΕΙ ΓΥΡΙΣΤΕΙ ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Πλην του εισαγωγικού πλάνου που διαδραματίζεται στην Αγγλία. Ενώ δηλαδή είναι καθαρα ιταλικό φιλμ , Ιταλία δεν βλέπουμε καθόλου. Ξεκινά από την Αγγλία όπου μια παντρεμένη πληροφορείται το θάνατο του άντρα της σε αεροπορικό δυστύχημα κι έρχεται στην Ελλάδα όπου κατοικο-εδρεύει η ιταλική ασφαλιστική εταιρεία για να εισπράξει την ασφάλεια.
Και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα είναι που θα γίνει το «σώσε» από αστυνομική πλοκή, από σειρά δολοφονιών, από ύποπτους που πλημμυρίζουν τα κάδρα κι από εξαιρετικό imbroglio, όπως λέμε την ίντριγκα που σε κρατεί στο κάθισμα ακίνητο.
Σκηνοθέτης του φιλμ δεν είναι κανένας εκ των auteur, είναι, όμως, ένας εκπληκτικός σκηνοθέτης – μάστορας, το είδος που περιφρονούν οι ψευτοκριτικοί κι οι θεωρητικοί του πάλαι ποτέ, αλλά είναι το είδος που θαυμάζει και τιμά απεριορίστως ο υποφαινόμενος- ο σκηνοθέτης ονομάζεται ΣΕΡΤΖΙΟ ΜΑΡΤΙΝΟ κι είναι ένας καλλιτέχνης του κινηματογράφου, ένας ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ με τα όλα του, που λάτρευε το ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ κι αυτό ήθελε να υπηρετήσει. Με το σινεμά των ειδών έβγαζαν φλύκταινες οι θεωρητικοί κι εναντίον του ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ, όταν ο άνθρωπος μετά το τέλος της νεορεαλιστικής περιόδου, ήθελε να δοκιμαστεί ως σκηνοθέτης σε είδη, να κάνει δράματα, να κάνει κωμωδίες, να κάνει σάτιρες, να σκηνοθετήσει και να αναδείξει σταρ αλλά οι κριτικοί του το «απαγόρευαν». Και τον καθύβριζαν πατόκορφα. Χωρίς συναίσθηση, χωρίς αιδώ.
Όταν λοιπόν δεν το επέτρεπαν το δικαίωμα αυτό στον Ντε Σίκα, σκεφτείτε πόσο θα ασχολούντο με σκηνοθέτες όπως ο Σέρτζιο Μαρτίνο, που δεν είχε τον νεορεαλισμό ως βάση αλλά το ΣΙΝΕΜΑ αυτό καθαυτό. Ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο τα πίστευε και τα έκανε και με τον καλύτερο τρόπο αυτά τα b movies που έκανε αλλά το έκανε και σημαία του, το είχε κορόνα στο κεφάλι του. Και παραδεχόταν την αληθινή κατάσταση, είχε επίγνωση του σινεμά που έκανε και το υπερασπιζόταν ως τέτοιο. Ελεγε πως οι ταινίες του είναι ελαφρές, ξεδιψαστικές, όπως είναι τα αναψυκτικά, που μπορεί να μην έχουν την αξία της σαμπάνιας αλλά δροσίζουν, ευχαριστούν και ξεδιψάνε τον κόσμο (αφήστε που η σαμπάνια δεν αρέσει σε όλους- τούτο το τελευταίο είναι δικό μου). Σαν να κατηγορήσει κάποιος την …. «ΗΒΗ» επειδή έκανε πορτοκαλάδες και δεν έκανε .. κονιάκ «Μεταξά». Πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κανείς ώστε να πεί κάτι τέτοιο.. ΚΙ όμως... Οι θεωρητικοί που δεν τους εκτιμώ κι οι κριτικοί που τους αντιγράφουν και τους παπαγαλίζουν, το έκαναν.
Είναι καταπληκτικό στο φιλμ και το πώς ο ΣΕΡΤΖΙΟ ΜΑΡΤΙΝΟ , με την αγαστή συνεργασία του διευθυντή φωτογραφίας και των μηχανών λήψεως που τον πλαισιώνουν και με τη συνδρομή του απίθανου μοντάζ, κινηματογραφεί την Αθήνα!!!Την κάνει τόπο δράσης, την αξιοποιεί σκηνογραφικά, κυριαρχούν η Βουλιαγμένη κι η Πλάκα αλλά υπάρχου κι άφθονες σκηνές στους δρόμους της Αθήνας, όπου εδώ, παραδόξως, και χωρίς αυτό καλλιτεχνικά να είναι μείον όταν συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις, είναι σωστές κι οι αθηναϊκές διαδρομές. Διότι, ακόμα και σε ελληνικά φιλμ (λχ «Κορίτσια για φίλημα», «Οι θαλασσιές οι χάντρες») βλέπουμε αθηναϊκή διαδρομή με ανακόλουθη πορεία ενώ εκεί που είχε οργιάσει το σύστημα ήταν σε ξένη ταινία και μάλιστα μεγάλης παραγωγής και μάλιστα της «COLUMBIA», που είχε γυριστεί στην Ελλάδα, την ίδια εποχή με την «Ουρά του σκορπιού» κι αναφέρομαι στους «ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ» του ΑΝΡΥ ΒΕΡΝΕΪΓ, του θαυμάσιου σκηνοθέτη της γαλλικής περιπέτειας με πρωταγωνιστές τους ΖΑΝ ΠΟΛ ΜΠΕΛΜΟΝΤΟ κι ΟΜΑΡ ΣΑΡΙΦ, όπου οι διαδρομές ήταν… «τρία πουλάκια κάθονται». Αυτό, επαναλαμβάνω και τονίζω, πως καλλιτεχνικά δεν είναι κολάσιμο διότι ζητούμενο δεν είναι η πιστή γεωγραφία αλλά η δράση, οπότε ο μοντέρ καλείται να σφίξει και να δημιουργήσει ένταση και δράση με το δέσιμο των πλάνων και με το «ανακάτεμα» τους κι όχι να μείς δείξει σωστά τη διαδρομή του τρόλεϋ Κολιάτσου- Παγκράτι….
Κι όως, ο ΣΕΡΤΖΙΟ ΜΑΡΤΙΝΟ στην «ΟΥΡΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ» με τους συνεργάτες του πετυχαίνουν και τη σωστή διαδρομή κι αυτό είναι που δεν μπορώ να μην αναφέρω, να μη σταθώ λίγο παραπάνω σε τούτο, να μην το εξάρω.
Και βέβαια πρέπει να οφείλει πολλά στους «Διαρρήκτες» η τελική απόφαση της παραγωγής για γυρίσματα εξ ολοκλήρου εδώ, πλην ίσως των εσωτερικών αν και στα εσωτερικά χρησιμοποιούνται αυθεντικοί εσωτερικοί χώροι ξενοδοχείων και μάλιστα συμμετέχουν κι Ελληνες ηθοποιοί, σε talking parts, σε ρόλους δηλαδή με ατάκες, και δεν μιλάμε πιά για κομπάρσους. Οι Ελληνες ηθοποιοί που επισημαίνουμε σε τέτοιους ρόλους είναι ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΚΗΣ , που η χροιά της φωνής μοιάζει της δικής του, ‘ισως να μιλά κι ο ίδιος, ίσως να ήξερε ιταλικά, κι ο ΝΙΚΟΣ ΓΑΡΟΦΑΛΛΟΥ που σαφώς και ντουμπλάρεται στο ρόλο του Ελληνα ξενοδόχου.
Τα ονόματα που παίζουν δεν είναι γνωστά, είναι casting από τα b movies της Τσινετσιτά, πρωταγωνιστεί ο ΤΖΩΡΤΖ ΧΙΛΤΟΝ, αστέρι των b movies στην Ιταλία με εξαμερικανισμένο όνομα (αν και δεν ήταν Ιταλός, Ουρουγουανός ήταν που έκανε καριέρα στην Ιταλία κι άλλαξε το όνομα επί το αμερικανικότερον όπως είχαν κάνει κι ο ΤΖΟΥΛΙΑΝΟ ΤΖΕΜΑ που είχε μετατραπεί σε ΜΟΝΤΓΚΟΜΕΡΥ ΓΟΥΝΤ ή ο ΤΕΡΕΝΣ ΧΙΛ που είχε ξεκινήσει ως ΜΑΡΙΟ ΤΖΙΡΟΤΙ ή ακόμα κι ο πολύς ΤΖΙΑΝ ΜΑΡΙΑ ΒΟΛΟΝΤΕ που έπαιξε στα σπαγγέτι ως.. ΤΖΩΝ ΓΟΥΕΛΣ… και πολλοί άλλοι) αλλά δεν είναι τα ονόματα που τραβάνε όσο το είδος. Κι η ικανότητα αυτών που το έκαναν.
Η πλοκή του είναι απίστευτη, το ξαναλέω, είναι από τα έργα που έμειναν βαθιά χαραγμένα μέσα μου καθώς σε ηλικία ούτε 13 ετών το είχα ανακαλύψει, κι ήθελα να του κάνω κάποτε ένα omaggio και να θυμηθώ που έφυγα από την Καστέλα με τα πόδια και πήγα στα Καμίνια, σε ένα σινεμά, το «ΒΑΡΒΑΡΑ» (αργότερα με την κρίση έγινε πορνατζίδικο), που μας άφηνε να μπαίνουμε στα «ακατάλληλα» αφού στα κεντρικά σινεμά του Πειραιά έτρωγα πόρτα. Δεν θα ξεχάσω την υποβολή και δεν ήταν μόνο η προεηφηβική ηλικία διότι μεγάλος πιά, αγόρασα το dvd του στην Ιταλία κι ένιωσα το ίδιο ακριβώς.