- ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΓΚΕΪΣΑ (My geisha)
To έργο αυτό είναι κομεντί. Γυρίστηκε στην Paramount, όπου η Ηντιθ Χεντ ήταν επικεφαλής του ενδυματολογικού ως το 1968, πριν μετακομίσει στην Universal, από τον ΤΖΑΚ ΚΑΡΝΤΙΦ, κορυφαίο κι οσκαρούχο Βρετανό διευθυντή φωτογραφίας , που πέρασε και στη σκηνοθεσία, σε σενάριο του εκλεπτυσμένου θεατρικού συγγραφέα κωμωδιών ΝΟΡΜΑΝ ΚΡΑΣΝΑ. Με πρωταγωνιστικό ζευγάρι την ΣΙΡΛΕΫ ΜΑΚ ΛΕΪΝ και τον ΥΒ ΜΟΝΤΑΝ, πλαισιωμένους από τον ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΤΖ.ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ και τον υπέροχο ΡΟΜΠΕΡΤ ΚΑΜΜΙΝΓΚΣ. Ως βάση της έχει τη φάρσα αλλά η ικανότητα του Νόρμαν Κράσνα την εμπλουτίζει με κάποια στοιχεία που δίνουν ποιότητα στην ψυχαγωγία και που εξηγούν γιατί οι κομεντί του παίχθηκαν από μεγάλες κυρίες της σκηνής. Η υπόθεση, την οποία καλείται να «ντύσει» η Ηντιθ Χεντ έχει για ηρωίδα μια σταρ του Χόλυγουντ, που διακρίνεται σε κωμωδίες κι η οποία έχει παντρευτεί Γάλλο σκηνοθέτη της σχολής «νουβέλ βαγκ» ο οποίος θέλει να κάνει ταινία ρεαλιστική πάνω στην Μαντάμα Μπατερφλάι του Πουτσίνι. Δεν θέλει, όμως, για πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του. Θέλει να το γυρίσει σε αυθεντικούς χώρους στην Ιαπωνία και να βρει αληθινή γκέισα που να καταγράψει την αλήθεια της γαλλικής σχολής του. Και τότε η γυναίκα του η σταρ, που το έχει πάρει βαρέως επειδή θεωρεί πως είναι μεγάλη ηθοποιός κι όχι μόνο κωμική κι ότι με την απόφαση του τη μειώνει και την αδικεί, πηγαίνει κρυφά στο Τόκιο , συνεννοημένη με διευθυντικό στέλεχος του στούντιο και του εμφανίζεται ως γκέισα. Κι ο Γάλλος μας, που βλέπει ότι στο Τόκιο οι Ιαπωνίδες του 1962 είναι εντελώς αμερικανοποιημένες κι οι γκέισες που συναντά είναι σαν τουριστική ατραξιόν, εντυπωσιάζεται από την «αυθεντικότητα» της ψεύτικης, η οποία παίζει το ρόλο της γκέισας ενώ ο σύζυγος νομίζει πως κινηματογραφεί την αλήθεια.
Αυτά για να μπούμε στο πνεύμα.
Η Ηντιθ Χεντ έχει λοιπόν να ντύσει σταρ, σε ύφος κωμωδίας που σημαίνει ότι δεν πρέπει να της βάλει «βαριά» πράγματα, έχει να προβάλει πρωταγωνίστρια σταρ ως από μόνη της, έχει όμως και να τονίσει την έννοια «σταρ» στο ρόλο, έχει να προβάλει αντιθέσεις με τα ιαπωνικά ρούχα που θα συμβάλουν στην απόλυτη μεταμφίεση της πρωταγωνίστριας και θα την κάνουν κωμική και μη αναγνωρίσιμη (συμβατικά για το θεατή-κανόνες της σύμβασης) και πρέπει να προβάλει και γκλαμ εξωτισμό με τα κιμονό τα οποία έρχονται να υπηρετήσουν το ύφος της έγχρωμης κομεντί. Ξεκινώντας από τους άντρες , τους μεταβάλει σε ενδυματολογικούς supporting ( κάτι που δεν θα συμβεί στο επόμενο φιλμ που θα αναλύσουμε παρακάτω όπου εκεί το ντύσιμο των ανδρών έχει διαφορετική σκοπιμότητα), με ρούχα casual που δεν θα κλέβουν τις ματιές αλλά θα αφήνουν όλο το χώρο για τα κοστούμια της γυναίκας. Βεβαίως, και στη μισή ταινία που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία, τα κιμονό θα έχουν τον πρώτο λόγο κι αυτό που ζητεί η ενδυματολόγος από τα κιμονό για να επιτευχθεί η αντίληψη της σκηνοθεσίας είναι τα χρώματα. Σκούρα όσο η «γκέισα» είναι «σεμνή» , αρχίζουν κι «ανοίγουν» όταν προσλαμβάνεται για την ταινία κι αρχίζει να συμμετέχει στα γυρίσματα και να αποκτά οικειότητες με τον σκηνοθέτη ο οποίος, όμως, δεν πρέπει να καταλάβει ότι είναι η σύζυγος του, όμως στην κλιμάκωση της υπόθεσης και της σχέσης των ηρώων πρέπει να συμμετέχει και το ρούχο.
Παρόλο ότι τα κιμονό πρωταγωνιστούν κι είναι αυτά που δίνουν χαρακτηρισμό στην ταινία, στην αφίσα αλλά και στην ίδια την Σίρλεϋ Μακ Λέιν, η αποθέωση έρχεται από αλλού. Ερχεται από τα ρούχα που σχεδίασε η ενδυματολόγος για την Μακ Λέιν όταν παίζει τη σταρ του Χόλυγουντ κι όχι όταν μασκαρεύεται. Και την έχει ντύσει με απίθανα ρούχα τα οποία δεν είναι καθόλου μα καθόλου «κτυπητά», διότι δεν ντύνουν μια σταρ παλαβιάρα αλλά μια σταρ ηθοποιό, κωμική και σκεπτόμενη, ακριβώς όπως είναι κι η Μακ Λέιν και όταν κυκλοφορεί είτε στο σπίτι είτε στο στούντιο στο γραφείο του διευθυντή είτε στην πρεμιέρα του φιλμ, θα πρέπει από το ρούχο της να καθρεφτίζεται η προσωπικότητα της. Και τα ρούχα που της έχει κάνει είναι η αποθέωση της κομψότητας. Το «μεγάλο ρούχο» είναι για τη μεγάλη σεκάνς του φινάλε όπου η ηρωίδα βγαίνει από τη λιμουζίνα, προσέρχεται στον κινηματογράφο όπου γίνεται η πρεμιέρα και ξέρουμε οι θεατές πως κάποια στιγμή θα φύγει από την προβολή της ταινίας και θα πάει στα παρασκήνια να μεταμφιεστεί σε γκέισα, όπως ορίζει το σενάριο. Η πρώτη αντίδραση ημών των θεατών , μετά το θαυμασμό για τη λευκή τουαλέτα που της έχει σχεδιάσει η Χεντ, είναι ένα «κρίμα που κάθισαν κι έφτιαξαν τέτοιο φόρεμα, τέτοια τουαλέτα, μόνο για λίγα δευτερόλεπτα». Κι όμως, καταλαβαίνεις πόσο καλά ξέρουν τη δουλειά τους και πόσο μελετημένα είναι τα πράγματα και πως το ρούχο βγαίνει κι αυτό μέσα από το σενάριο: Αυτό το ρούχο που τόσο πολύ βιαστήκαμε να λυπηθούμε πως δεν θα το ξαναβλέπαμε , μας την είχε «στήσει» μαζί με το σεναριακό σασπένς και θα το βλέπαμε τελικά σε όλη την διάρκεια και στην αποθέωση του φινάλε όταν επί σκηνής θα εμφανιστεί η Μακ Λέιν, όχι ως γκέισα όπως όλοι περιμέναμε και νομίζαμε αλλά ως η αληθινή σταρ του Χόλυγουντ και με αυτό θα παίξει και την επόμενη μεγάλη σκηνή της που ακολουθεί. Μα ήταν δυνατόν να είχαν κατασκευάσει τέτοιο ρούχο μόνο για ολίγα δευτερόλεπτα;
- ΕΡΩΤΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ (Inside Daisy Clover)
Σε αντίθεση με το ρούχο που αναδεικνύει, στο επόμενο φιλμ έχουμε την περίπτωση που τη σταρ πρέπει ΝΑ ΤΗ ΦΟΡΑΕΙ το ρούχο κι όχι να το φορά εκείνη. Κι ας είναι γκλαμ, κι ας είναι ρούχο για σταρ του Χόλυγουντ, τόσο ως σεναριακή ηρωίδα όσο κι ως σταρ της οθόνης όπου την παίζει η ΝΑΤΑΛΙ ΓΟΥΝΤ, που είναι και πιο όμορφη από τη Μακ Λέιν. Για τι είδους, όμως, σταρ μιλάμε σε αυτή την περίπτωση; Και για τι είδους έργο; Εντελώς διαφορετικό! Πρόκειται για δράμα, που εκτυλίσσεται στο Χόλυγουντ της δεκαετίας του 30, το σκηνοθέτησε ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΑΛΙΓΚΑΝ κι είναι της «σχολής «Πυρετός στο αίμα»» του Ηλία Καζάαν όπου αν και διαδραματίζεται σε παλιά δεκαετία απηχεί το πνεύμα των 60ς ως περιεχόμενο κι όχι της εποχής που αναφέρεται. Όπως και το «Ανατολικά της Εδέμ», πάλι του Καζάν, στη δεκαετία του ’50, που απηχούσε το πνεύμα των «επαναστατών χωρίς αιτία» κι όχι του 1917 στο οποίο διαδραματιζόταν η υπόθεση.. Οπως έγινε και στη δεκαετία 70 με «Τα καλύτερα μας χρόνια» (The way we were) του Σύντνεϋ Πόλλακ που εξέφραζαν το πνεύμα των 70ς κι όχι του 30, του 40 και του 50 στα οποία «έτρεχε» η υπόθεση.
Το πνεύμα των 60ς που υπάρχει στην ταινία έχει για ηρωίδα ένα χαμίνι, ένα αγρίμι, ένα αγριοκόριτσο που ζει με μια παραλογισμένη μάνα σε μια παράγκα στην παραλία , το Χόλυγουντ ανακαλύπτει το προσωπάκι της κι ακούνε σε ηχογράφηση τη φωνή της κι αποφασίζουν να την κάνουν σταρ. Μα το κορίτσι είναι ατίθασο , παρασύρεται κάθε τόσο από τα συναισθήματα του, τα αισθήματα του αλλά και τα πάθη του κι αδυνατεί να ενταχθεί στο παιχνίδι της συμβατικότητας και κηρύσσει τον πόλεμο. Ενώ, σύμφωνα με το σενάριο την περιβάλει ένας ολόκληρος κόσμος από ανθρώπους του Χόλυγουντ κι εδώ ερχόμαστε στους άντρες όπου τον μεν ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΠΛΑΜΕΡ που είναι ο στουντιάρχης τον έχει ντύσει ως άψογο δανδή για να δικαιολογηθεί κι η ερωτική συνεύρεση εκεί κατά τη «λύση» κι εκείνον που έχει περιποιηθεί ιδιαιτέρως στο ενδυματολογικό του μέρος είναι τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ, στην ταινία απ΄την οποία έγινε γνωστός κι ο οποίος παίζει τον σταρ του Χόλυγουντ, με την κρυφή ζωή, που ερωτεύεται η μικρή. Τα ντυσίματα του Ρέντφορντ στην ταινία είναι ζηλευτά. Χρώματα, σακάκια, πουλόβερ, μαντήλια- κάτι συνδυασμοί απίστευτοι με επίκενρο το μουσταρδί ή το μπεζ. Όπως ζηλευτά, ακόμα κι αν κάποια στιγμή φαίνονται εξεζητημένα, είναι κι αυτά που φοράει η κυρία στουντιάρχου, που την υποδύεται η ΚΑΘΡΗΝ ΜΠΑΡΝΤ, που είναι όμως κι ως χαρακτήρας «εξεζητημένη», όπως αποκαλύπτεται σταδιακά κι ακούει και στο εξεζητημένο όνομα «Μελόρα».
Απέναντι σε αυτά αντιπαραβάλει τα κοστούμια της μικρής, της Νάταλι Γουντ. Τα οποία ξεκινούν ως ρούχα απεριποίητου αγριμιού, όσο ζει στην παράγκα, κι εξελίσσονται σε ρούχα «ρόλων» όταν αρχίζει να παίζει σε ευφάνταστες ταινίες του Χόλυγουντ του ‘30, όπου εκεί βαδίζουν συμβατά με τη Νάταλι Γουντ αφού πρόκειται για ρούχα «σκηνοθετημένα» (ταινία μέσα στην ταινία) ενώ εκείνα που πρέπει να προβληθούν ιδιαιτέρως ώστε να υπογραμμίσουν τον displaced χαρακτήρα της, είναι τα αληθινά γκλαμ ρούχα σε κοινωνικές στιγμές της ηρωίδας. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα αυτό που είπαμε στην αρχή πως είτε από μεριάς σκηνοθέτη Ρόμπερτ Μάλιγκαν υπήρχε διατακτική εντολή είτε κατέφυγε σε αυτή τη λύση το εφευρετικό μυαλό της Ηντιθ Χεντ, πάντως η αρχή που επικράτησε ήταν πως εδώ την ηρωίδα πρέπει να τη φοράει το πολυτελές ρούχο κι η ίδια να μοιάζει αμήχανη μέσα σε αυτό. Της τα έφτιαξε έτσι, σαν να κρέμονταν πάνω της, σαν να υπήρχε μια χαλαρότητα στο ράψιμο ώστε να μην εφαρμόζει επακριβώς το «στένεμα» στο να προβάλει τα κάλλη της Νάταλι Γουντ, αντίθετα να προβάλει την αμηχανία της, την αβεβαιότητα της. Κάτι ανάλογο είχε συλλάβει η Ηντιθ Χεντ στην ταινία που της χάρισε το πρώτο της Οσκαρ στο σύνολο των 8 κι ήταν η δεύτερη από τις 35 υποψηφιότητες: Στην «ΚΛΗΡΟΝΟΜΟ». Οπου ο Γουίλιαμ Γουάιλερ της είχε ζητήσει μέσα από τα κρινολίνα και τα ρούχα εποχής (εκείνο ήταν και μαυρόασπρο) να προβάλει τον γεροντοκορισμό της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ, να της κάνει το σώμα να μοιάζει «βαρύ» και να κινείται ανόρεχτα ώστε να υπογραμμίζεται μέσα από το σώμα η ψυχική της διάθεση κι αυτό έπρεπε να φανεί μέσα από το ρούχο. Και τότε η μεγάλη Ηντιθ σκέφτηκε να της βάλει βάτες για τις σκηνές του πρώτου μέρους, πριν ερωτευθεί τον Μοντγκόμερυ Κλιφτ κι απογειωθεί και ξεγελαστεί, ώστε οι βάτες να της βαραίνουν τους ώμους και να προσαρμόσει το παίξιμο της σε αυτή την κίνηση των ώμων που είχαν πλέον βαρύνει..
Αντίθετα, τα αλήτικα ρούχα των πρώτων σκηνών της Νάταλι Γουντ και το πουλόβερ με το πανταλόνι στη σκηνή του φινάλε που τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά και καίει το παρελθόν της, έρχονται τόσο συμβατά πάνω της, τόσο «κομμένα και ραμμένα».
Και βέβαια, δεν προσπερνάμε το πώς έντυσε σαν «λολοφιογκού» την παραλογισμένη μητέρα που βοήθησε την ΡΟΥΘ ΓΚΟΡΝΤΟΝ να ολοκληρώσει ένα τύπο και να είναι η ηθοποιός του cast που προτάθηκε για Οσκαρ β΄ρόλου μαζί με τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Ισως για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους να κάλεσε την Ηντιθ Χεντ η Warner, σε έκτακτη συνεργασία, ως δανεική από την Paramount, όπως είχε συμβεί κι άλλες φορές, όπως συνέβη και με το «All about Eve» του Τζότζεφ Λ. Μάνκιεβιτς, όπου την προσκάλεσε εκτάκτως η Fox να επιμεληθεί ενδυματολογικά την Μπέττυ Ντέηβις.
Να λοιπόν, πως γίνεται πάνω σε ένα ίδιο πράγμα να κάνεις δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις και προτάσεις, όταν γνωρίζεις τους κανόνες των ειδών, όταν υπηρετείς το ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ.