Διότι θα βλέπαμε μια ιστορία στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι του 1945 με ηρωίδα μια νέα γυναίκα που συμμετέχει στην αντίσταση, ανήκει σε αυτούς που δεν ακολούθησαν το «pourquoi?» της καταισχύνης , είναι συγγραφέας, τον άνδρα της που είναι κομμουνιστής και σημαίνον στέλεχος της Αντίστασης τον έχουν συλλάβει οι Γερμανοί και τον έχουν στείλει κάπου προς άγνωστη κατεύθυνση κι εκείνη αγωνιά μέχρι θανάτου, ο δοσίλογος αστυνομικός την πολιορκεί με διάθεση ερωτική αλλά και ύποπτη (θέλει να την βοηθήσει πράγματι; Θέλει να την χρησιμοποιήσει για να πάρει κι άλλες πληροφορίες;), οι σύντροφοι έχουν κι αυτή τα δικά τους, τη μυστικότητα τους, τις καχυποψίες τους, τις αντεγκλήσεις τους, μπαίνει κι ένα θέμα λανθάνοντος (όχι και τόσο λανθάνοντος εδώ που τα λέμε) ερωτισμού από κάποιον εξ εκείνων προς αυτήν…. Με άλλα λόγια, θα βλέπαμε μια ιστορία αντίστασης κι αγάπης… Την οποία, όμως, κάθε τόσο θα διέκοπταν οι εσωτερικοί μονόλογοι της ηρωίδας, κάτι ποιητικές ατάκες κι αναζητήσεις, ένας λόγος λυρικός που διακόπτει τη δράση της ταινίας και τις σκέψεις τις δικές της κι αυτό θα μας προσγείωνε ανώμαλα.. Κι επειδή αυτό θα συνέβαινε κάθε τόσο, κάπου θα μέναμε αμήχανοι, θα μας φαινόταν φλύαρο, λογοτεχνικό, οι πιο ευέξαπτοι μπορεί να το σχολίαζαν και πιο επικριτικά..
Καθώς όλα αυτά θα συνέβαιναν, όπως και συμβαίνουν, σε μια καλογυρισμένη και καλοφροντισμένη παραγωγή, με πολλούς κομπάρσους, θαυμάσια σκηνογραφική διεύθυνση επί του συνόλου της ταινίας, κοστούμια που ολοκληρώνουν την εικόνα της εποχής κι όλα τα ανάλογα καλά.
Ευτυχώς (έστω και με ερωτηματικό), ο τίτλος αναφέρει το όνομα της Ντυράς και μας προειδοποιεί δι αυτού του τρόπου ότι πρόκειται για το βιβλίο «Οδύνη» που έγραψε η Μαργκερίτ Ντυράς, η οποία περιγράφει τα δικά της συναισθήματα από αυτή την κατοχική και καθοριστική για τη ζωή της και για τον ψυχισμό της εμπειρία.
Αν μη τι άλλο, είμαστε πληροφορημένοι.
Κινηματογραφικά, όμως, η πληροφορία αυτή δεν θα έλεγα ότι αλλάζει το αποτέλεσμα.
Και το γεγονός, καθόλου τυχαίο για τον υπογράφοντα που παρακολουθεί το σινεμά και το έχει ως αρχή του μέσα από τους κινηματογραφιστές κι όχι από τα κενά τετράδια των θεωρητικών, ότι δεν το ενέκριναν οι Γάλλοι κινηματογραφιστές, δεν το συμπεριέλαβαν στα «ΣΕΖΑΡ» είναι απολύτως ενδεικτικό, τουλάχιστον με κινηματογραφικούς όρους.
Διότι από τη διασκευή ξεκινούν όλα κι από το ότι σκηνοθέτης-σεναριογράφος-διασκευαστής είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, ο ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΦΙΝΚΙΕΛ, ο οποίος δεν δείχνει να στερείται προσόντων, όμως δείχνει ξεκάθαρα και κάτι ακόμα: Ότι δεν ήθελε να προχωρήσει σε ριζική διασκευή του βιβλίου της Ντυράς, σε ριζική μετατροπή του σε σενάριο, παρά ήθελε να κρατήσει στοιχεία του βιβλίου, να διατηρήσει και μέρος του λογοτεχνικού της ύφους, να το μεταφέρει στην ταινία, να δείξει ότι σέβεται την Ντυράς …Την Ντυράς τη σεβάστηκε αλλά ο κινηματογραφικός κώδικας τον εκδικήθηκε επειδή τον παραβίασε. Και το πρόβλημα δεν έχει να κάνει τόσο με την αρχική απόφαση, να μεταφέρει δηλαδή στην οθόνη όχι μόνο την ιστορία που περιγράφει στο βιβλίο η Ντυράς αλλά και την «ίδια» ως γυναίκα και λογοτέχνη κι εδώ δεν μπόρεσε να βρει το σεναριακό ύφος, τη σεναριακή λύση που απαιτείτο, ώστε να ακολουθήσει κι η σκηνοθεσία την δεδομένη κι αποφασισμένη επιλογή.
Δεν είμαι σε θέση να του υποδείξω ποιος θα ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος να το κάνει αυτό διότι αν γνώριζα θα ήμουν ο ίδιος σεναριογράφος διασκευαστής και σκηνοθέτης . Κι ως κριτικός που είμαι το μόνο που μπορώ να κάνω εξετάζοντας τα έργα βάσει κινηματογραφικών κανόνων κι όχι θεωρητικών τσιτάτων, είναι να κρίνω το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα έχει κενά, καρκινοβατεί διότι δεν του πετυχαίνει η ΣΥΝΥΦΑΝΣΗ, η συνύφανση λογοτεχνικού ύφους κι αφηγηματικής, κατοχικής περιπέτειας που μοιάζουν σαν δύο σώματα τα οποία δεν ήρθαν σε μίξη ποτέ.
Μέσα σε αυτό το σύνολο οι Γάλλοι κινηματογραφιστές των «ΣΕΖΑΡ» τους είδαν όλους ως μέλη ελαττωματικού πακέτου, ακόμα και την πρωταγωνίστρια ΜΕΛΑΝΙ ΤΙΕΡΥ, που είναι καλή ηθοποιός αλλά προφανώς δεν την βρήκαν τόσο «Ντυράς» όσο οι ίδιοι θα εκτιμούσαν.
Προσωπικά, μου άρεσε πολύ ο ΜΠΕΝΟΥΑ ΜΑΖΙΜΕΛ στο ρόλο του δοσίλογου, ο οποίος έχει βαρύνει κατά μερικά κιλά κι έχει απομακρυνθεί από εκείνο το ωραίο παιδί του ξεκινήματος και της «Δασκάλας του πιάνου», από την άλλη ως ηθοποιός στο πως πρόβαλε το αινιγματικό κομμάτι του δοσίλογου το βρήκα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον. Ο ρόλος, όμως, δεν ολοκληρώνει τον κύκλο του με κανόνες καθαρώς σεναριακούς που εξαρτούν και την ερμηνεία.
Αυτά, για να ξηγηθούν οι αμηχανίες που θα προκληθούν κατά την παρακολούθηση και με την παραδοχή εκ μέρους μου ότι το έργο – και από αυτό κερδίζει συναισθηματικά- δηλώνει πως έχει γίνει με αγάπη αλλά η αγάπη αυτή αστόχησε στους κανόνες και στις αναγκαιότητες.