Μια κοπέλα, συνοδός επί πληρωμή ενός πλούσιου, φεύγει μαζί του για week-end κάπου σε μια έρημο(!). Ο τύπος έχει ειδοποιήσει και δύο φίλους του οι οποίοι θα την «πάρουν» με τη σειρά. Όμως οι δύο φίλοι του έρχονται μά μέρα νωρίτερα και του τη χαλάνε με τον τρόπο τους διότι αυτός την ήθελε και μια μέρα για λογαριασμό του και προφανώς δεν της τα είχε πει της κοπέλας όπως τα πράγματα είχαν. Οι δύο φίλοι του έρχονται, της την πέφτουν πολύ άκομψα, έως και χυδαία, καταλήγουν στη βία εναντίον της, τότε μπαίνει στη μέση κι ο αρχικός λεγάμενος και θέλουν να την εξαφανίσουν ώστε να μην τους καταγγείλει πουθενά. Την πετάνε σε ένα γκρεμό, εκείνη προσγειώνεται σε ένα δέντρο το οποίο της ξεσκίζει το πόδι αλλά η κοπέλα δεν ξέρω πως τα καταφέρνει κι έχει στην τσάντα της όλα τα απαραίτητα υλικά ώστε να γιάνει το πόδι της, να σηκωθεί όρθια, να τρέξει (εγώ με ρήξη κύστεως στο μηνίσκο κι έπρεπε να μείνω σε ακινησία για δέκα μέρες….) μέσα στην έρημο, νηστικιά, διψασμένη, να βρεί και όπλα και να στήσει καθεστώς εκδίκησης κι εξόντωσης των τριών που την έβλαψαν.
Αμα το πάρουμε σοβαρά, δεν βγαίνει λογαριασμός. Θα το πούμε και βλακεία. Ειδικά αν κάνουμε αντιπαραβολές με την πραγματικότητα όπως έκανα εγώ με το μηνίσκο. Είναι δυνατόν όμως; Είναι τέτοιο έργο; Από την άλλη, όσο παραμύθι και να είναι ένα έργο, πρέπει να υπάρχει κι ένας εσωτερικός κώδικας που να μην παραβιάζεται, να σε πείθει δηλαδή ότι αυτά που συμβαίνουν, εκείνη τη στγμή σου είναι πιστευτά.
Στο «Revenge» δεν είναι καθόλου πιστευτά κι αυτό είναι το μείον του.
Εχουμε, όμως, κι ένα θέμα της εποχής, όπου πράγματι μπορεί κάποιος να υπερασπιστεί, και φαντάζομαι η ίδια η σκηνοθέτης, ότι έκανε μια παραβολή αλα «blockbuster» στην κακοποίηση των γυναικών και στο ότι οι γυναίκες πρέπει κάποια στιγμή «να πάρουν τα όπλα». Ναι, σε κάθε έργο ακόμα και στο πιο ευτελές, άμα θέλει να βρει κανείς υπερασπιστικούς θύλακες, μπορεί να τους βρει και να φτιάξει κι ολόκληρη θεωρία.
Ξεχνάμε, όμως, ότι εδώ είναι σινεμά. Και το σινεμά δεν είναι πραγματικότητα, ακομα και στα ρεαλιστικά δημιουργήματα του, είναι φαντασία. Μια φαντασία που ξεκινά βεβαίως από την πραγματικότητα. Κι αφήνεται στη συνέχεια να φτιάξει το παραμύθι της, το έργο της, το είδος της κι ό,τι επιθυμεί. Η ταινία δεν ξεκαθαρίζει για τι ακριβώς μας κάλεσε αλλά η δουλειά των ταινιών δεν είναι αυτή. Αυτά τα κάνουν οι συνεντεύξεις Τύπου κι οι δημόσιες σχέσεις των σκηνοθετών κλπ. Οι ταινίες σε καλούν να δεις την ταινία. Κι από κει και πέρα, αρχίζει άλλο έργο. Σου άρεσε; Δεν σου άρεσε; Πως το είδες; Τι είδες; Κλπ, κλπ
Το έργο λοιπόν είναι όλα τα παραπάνω, διαθέτει του κόσμου τα αντικρουόμενα, λατρεύει το αμερικάνικο blockbuster και τη βία, όπως όλοι οι Ευρωπαίοι που λατρεύουν τα αμερικάνικα ή λοξοκοιτούν προς αυτά, κι αυτό που δεν μπορεί να του αμφισβητήσει κανείς είναι η τεχνική του αρτιότητα, η τέλεια αισθητική του, η κινηματογραφικότατη αντίληψη του, το πλανάρισμα, τα κάδρα, το μοντάζ της μεγάλης σχολής, όλα είναι τέλεια, η κινηματογραφίστρια το κατέχει. Κι είναι αναμεμειγμένη και στο ΜΟΝΤΑΖ, άρα λεχει μια επιπλέον άποψη στο που στηρίζει τη σκηνοθεσία της. Και θέλει να ασχοληθεί με αυτό το είδος. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ!
Από κει και πέρα, είναι και δικαίωμα των θεατών να κλωτσήσουν με την ταινία, αν πάνε να την πάρουν στα σοβαρά (διότι κι η ταινία «revenge» λέγεται κι όχι « Γκοντζίλα εναντίον Transformers») οπότε δεν μπορείς να κατηγορήσεις το θεατή που πήγε να δει μια εκδίκηση» κι αυτό που αντίκρυσε του φάνηκε «σαχλαμάρα», όμως από την άλλη υπάρχει κι ο θεατής που είναι ανοικτός στον κινηματογράφο, επειδή λατρεύει τον κινηματογράφο κι επειδή η ταινία με το ρυθμό της, την αισθητική της πάνω στη βία και τα σχετικά της, τον άρπαξε.
Διότι κι οι θεωρητικοί πρέπει να αποφασίσουν κάποτε: Δεν μπορεί να αποθεώνουν τη βία των κορεάτικων εκδικήσεων αλλά να θεωρούν σαχλαμάρες τις βιαιότητες των δυτικών που τις χρεώνουν ως «αμερικανιές» ενώ πρόκειται για γαλλικό κινηματογράφο , που δείχνει ότι κι οι Γάλλοι, όπως κι οι λοιποί Ευρωπαίου, ΣΠΟΥΔΑΖΟΥΝ, όλα τα είδη κι οι κομπλεξισμοί είναι μόνο προς εγχώρια εσωτερική κατανάλωση από τους δήθεν.
Οι ηθοποιοί είναι όλοι στυλάτοι, η Ιταλίδα πρωταγωνίστρια με τα τέσσερα ονόματα (ΜΑΤΙΛΝΤΑ ΑΝΝΑ ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΛΟΥΤΣ) (έχει διαλέξει το ΜΑΤΙΛΝΤΑ) , έχει ένα δυναμισμό , ξέρει να εκφραστεί στο κοντινό πλάνο, βγάζει την αφέλεια αλλά και τη σκληρότητα και την αποφασιστικότητα της ηρωίδας.