Ωστόσο, κάτι έχουμε υποψιαστεί περί σεναρίου επειδή σε όλη τη διάρκεια του έργου τα πρόσωπα όπως μπλέκονται μεταξύ τους, όπως μας ανοίγει την όρεξη με παράλληλες ιστορίες που ξεκινούν κι όπως επιχειρούμε να συνειδητοποιήσουμε αν και πως αυτά τα πρόσωπα κι οι ιστορίες κάπου θα συναντηθούν, μας γεννά την καλοπροαίρετη υποψία ότι έχουμε σενάριο αν και δομείται κάπως ανορθόδοξα . Διότι μας έχει παρασύρει σε μια περιπέτεια κι ας μην ξέρουμε τι ακριβώς , κι η πείρα έχει δείξει πως όταν συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα, από κάτω υπάρχει δομή. Κι η δομή έχει να κάνει πάντα με το σενάριο. Κι ας επικαλούνται , όλοι αυτοί που δεν ξέρουν, τον σκηνοθέτη και ξανά τον σκηνοθέτη. Η δομή ξεκινά από το σενάριο και καταλήγει σε αυτό.
Βεβαίως κι η ταινία είναι τέτοια που οι της καταφυγής στο σκηνοθέτη δεν θα υποψιαστούν την έννοια σενάριο, όμως, αυτό είναι που προάγει την ταινία . Κι αποδεικνύεται στο τέλος, όπου τότε λύνεται και το μυστήριο για ποιο λόγο το παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον, παρόλο ότι κι αυτό έχει στοιχεία που θα μπορούσαν να το κάνουν κενό κι αντιπαθητικό.
Το ξεκίνημα του και μέχρι τη μέση περίπου μας δίνει την εντύπωση σαν να παντρεύτηκαν οι «ΝΥΧΤΕΣ ΤΗΣ ΤΣΑΪΝΑ ΜΠΛΟΥ», ένα από εκείνα της κάθετης πτώσης του ΚΕΝ ΡΑΣΕΛ όπου πρωταγωνιστούσε η ΚΑΘΛΗΝ ΤΕΡΝΕΡ, με το «SUBWAY», εκείνη τη στυλίστικη αποθέωση του ΛΥΚ ΜΠΕΣΟΝ με τον ΚΡΙΣΤΟΦ ΛΑΜΠΕΡ και την ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΤΖΑΝΙ.
Συνομίληκα τα δύο εκείνα έργα, της δεκαετίας του 80, 80ίλα θυμίζει και τούτο αλλά περισσότερο σαν αναφορά. Ναι, έτσι όπως ξεκινά με την ηρωίδα σε διάφορες αινιγματικές καταστάσεις να συνομιλεί με διαφορετικά πρόσωπα κυρίως στο χώρο ενός μπαρ και με μελαχρινή περούκα στη συνέχεια να εξομολογείται κι ύστερα να περνά ξανά στην ξανθή της περίοδο κι από το αινιγματικό πρόσωπο και χαμόγελο να βγαίνουν ανεξακρίβωτες διαθέσεις και να συμβαίνουν και φόνοι γύρω από αυτήν κλπ κλπ και κάπου κάθε τόσο να εμφανίζεται ο τερματικός σταθμός , στυλίστικα φωτισμένος, όπως στυλίστικα είναι στημένη κι όλη η ταινία, , ναι, ξεπνούν μνήμες 80ς και συγκεκριμένων ταινιών.
Όμως σε βάζει σε κλίμα. Οσο κι αν θα αναθεμάτιζε ο αείμνηστος- και διαφορετικού τύπου σκηνοθέτης- ΣΥΝΤΝΕΫ ΛΙΟΥΜΕΤ τη στυλίστικη εμμονή και την ένταξη της ταινίας στο είδος στυλ, εν τούτοις δεν μπορούμε να το παραγνωρίσουμε.
Μόνο που το «στυλ» δεν μένει ξεκάρφωτο, έχει κάτι να ντύσει, έχει κάτι να εξοπλίσει, έχει κάτι να εντάξει και να το κάνει λογική προέκταση του ύφους. Το βρίσκω ωριμότερο από το «revenge», κυρίως επειδή ως σεναριάκιας διαπιστώνω τα εύσημα του σεναρίου. Διότι, ακόμα και στο πιο ευτελές είδος- αν κι απορρίπτω τον ορισμό «ευτέλεια» σε είδη, τον έχω τον όρο μόνο για αποτελέσματα, για τις ταινίες δηλαδή, αφού προηγουμένως έχουν ολοκληρωθεί- πρέπει να υπάρχει σεναριακή δομή. Κι επειδή εδώ υπάρχει, αυτό ανεβάζει την ταινία στα μάτια μου. Και στο πιο ευτελές σενάριο υποχρεούμαστε να βάζουμε εμπόδια στον ήρωα να φτάσει στο φινάλε που του έχουμε προκαθορίσει. Κι έτσι δομούνται τα σενάρια, ανάλογα με το φινάλε πρέπει να είναι και τα εμπόδια. Και το φινάλε αυτό ακριβώς μας αποκαλύπτει. Και δεν στεκόμαστε μόνο σε αυτό. Στεκόμαστε και στο ότι η ύπαρξη σεναρίου φαίνεται κι από τους δουλεμένους κι έξυπνους διαλόγους, από τις κλιμακώσεις των σχέσεων κι από το ότι τελικά βγαίνουν ρόλοι, δηλαδή χαρακτήρες, εξού κι οδηγούμαστε και σε καλές ερμηνείες. Διότι δεν μπορούμε να μιλάμε έτσι γενικώς κι αυθαιρέτως περί ερμηνειών, χωρίς να εξηγούμε, χωρίς να ξέρουμε τι είναι ερμηνεία κι από πού πηγάζει και πως αξιολογείται . Ώστε όταν φτάνυμε στην περίοδο των Οσκαρ ή και των Σεζάρ (αν και με τα Σεζάρ δεν ασχολούνται) να καταλαβαίνουμε τι είναι ερμηνεία κι από πού αξιολογείται. Μα όχι μόνο τότε αλλά και γενικώς όταν βλέπουμε ένα έργο και θέλουμε να γνωρίζουμε κάτι παραπάνω. Εδώ το περίβλημα των ρόλων μπορεί να είναι καρικατουρίστικο όμως τα εσωτερικά τους είναι βάσιμα, κάπου πατούν, κάπου ακουμπούν. Κι επειδή στο φινάλε αποκαλύπτεται η ύπαρξη σεναρίου κι εξηγούνται τα πάντα που συνέβησαν τα οποία έμοιαζαν στυλίστικα κι αφηρημένα αλλά δεν ήταν, έτσι αποκαλύπτεται και το γιατί απολαμβάναμε τους ηθοποιούς, όλους τους ηθοποιούς, χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Διότι οι ηθοποιοί δούλευαν τις καρικατούρες τους πάνω σε χαρακτήρες, χαρακτήρες για να υπηρετήσουν το είδος κι όχι τον Καζάν ή τον Μάνκιεβιτς ή τον Γουάιλερ ή τον Μπέργκμαν κι όταν το έργο ολοκληρώθηκε, ναι, τους γνωρίζαμε ήδη.
Κι όταν λέω για ηθοποιούς αρχίζω από την ΜΑΡΓΚΟ ΡΟΜΠΙ που είναι κι η πρωταγωνίστρια η οποία ναι, είναι καλή ηθοποιός, μπορεί και δίνει ουσία και σε κάτι πιο γελοιογραφικό κι όχι μόνο στο «ΕΓΩ Η ΤΟΝΙΑ» για το οποίο είχε προταθεί για το Οσκαρ, κι είναι άξιος και ισάξιος κι όλος ο περίγυρος. Οι ηθοποιοί παίζουν τους ρόλους τους με εξαιρετική σοβαρότητα αλλά χωρίς την παραμικρή σοβαροφάνεια, προσαρμόζουν το παίξιμο στο στυλίστικο ύφος της ταινίας , μέχρι κι ο ΜΑΪΚ ΜΑΓΙΕΡΣ που είναι ένα είδος κωμικού που δεν εκτιμώ καταφέρνει και κάνει την ανατροπή έστω και με τη συνδρομή του μακιγιάζ αλλά αυτός είναι ο ρόλος ενώ από άλλους όπως ο ΣΑΪΜΟΝ ΠΕΓΚ που παίζει τον άρρωστο πελάτη και ο ΝΤΕΞΤΕΡ ΦΛΕΤΣΕΡ στο ρόλο του εκτελεστή συνεργού του εραστή της, είναι μαθήματα ερμηνείας σε ρόλους καρικατούρας. Πολύ καλά βλέπω να εξελίσσεται από ταινία σε ταινία ο ΜΑΞ ΑΪΡΟΝΣ, που παίζει το amore της ηρωίδας.
Ο ΒΩΝ ΣΤΑΪΝ που υπογράφει σκηνοθεσία και σενάριο δείχνει ότι έχει μαθητεύσει καλά στο σινεμά από τα χρόνια που εργαζόταν ως first assistant director, ως πρώτος βοηθός σκηνοθέτης κι ότι γνωρίζει από κανόνες: Μια ιστορία εκδίκησης τέτοιου τύπου με πολλαπλούς εμπλεκόμενους μόνο κάτω από ένα στυλίστικο περίβλημα θα μπορούσε να γίνει «πιστευτή» επειδή το επιτρέπει το στυλιζάρισμα του είδους. Ειδάλλως, αν την τοποθετούσε σε ρεαλιστικό περιβάλλον όλα θα έμοιαζαν ψεύτικα και φτηνά. Είναι κι ο λόγος που δεν είχα εκτιμήσει το «ΠΑΙΧΝΙΔΙ» του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΦΙΝΤΣΕΡ. Στο ρεαλισμό του Σαν Φραντσίσκο δεν μπορείς να βάζεις μια ολόκληρη πόλη να συμμετέχει σε παιχνίδι συνωμοσίας ή φάρσας. Αυτό το έχει αποδείξει κι ο ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΤΥΡΕΝΜΑΝΤ στην «ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΗΡΑΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ» που αν πας να την αποδώσεις ρεαλιστικά, όπως έκαναν στο σινεμά στην ταινία του ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΒΙΚΥ με την ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ, θα αποτύχεις.